«…Και εις περίεργος άνθρωπος με χονδρόν άσχημον πρόσωπον, με παχύτατον μύστακα επικαθήμενον ως στοιβιά επί των μήλων των παρειών του, έως τους οφθαλμούς, ημιναύτης και ημιεργάτης και ημιεκφορτωτής (ούτος ήτο ο Αλέξανδρος Χάραυλος, ο ίδιος όστις πηδαλιουχών ποτέ εν μακρώ ταξιδίω, κατά την Μαύρην Θάλασσαν, επί μεγάλου πλοίου, την νύκτα, ηρωτήθη υπό του πλοιάρχου, περιπατούντος κατά μήκος του καταστρώματος από την πρύμνην έως την πρώραν: ‘Τι έχεις, βρε Αλέξανδρε, κι αναστενάζεις;’ Κ’ εκείνος απήντησε: ‘Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πώς θα τα πληρώσουμε, τόσα εκατομμύρια που χρωστάει το Έθνος!’) ∙» [Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Ολόγυρα στη λίμνη, 1892, εκδόσεις Δόμος, τόμος Β’, σελ. 386.]
Από την προχτεσινή -δίκην μνημοσύνου- περιδιάβασή μου σε αγαπημένες σελίδες του Α.Π.. Και να σκεφτεί κανείς ότι το παραπάνω απόσπασμα δεν είναι παρά ανεκδοτολογικού τύπου λεπτομέρεια, η οποία μάλιστα δίνεται παρεμπιπτόντως, σε παρένθεση…
Από την προχτεσινή -δίκην μνημοσύνου- περιδιάβασή μου σε αγαπημένες σελίδες του Α.Π.. Και να σκεφτεί κανείς ότι το παραπάνω απόσπασμα δεν είναι παρά ανεκδοτολογικού τύπου λεπτομέρεια, η οποία μάλιστα δίνεται παρεμπιπτόντως, σε παρένθεση…