«Ξέρεις, το τυπογραφείο βρίσκεται στο Ρέμα της Χελιδονούς. Υπάρχει ένα εκκλησάκι εκεί, η Παναγιά η Χελιδονού, και ένα σπήλαιο νομίζω. Κάτω από την Πάρνηθα, εξοχή υπέροχη.»
Μιλάγαμε στο τηλέφωνο. Χρειάστηκα ώρες να το εννοήσω, και τότε την κάλεσα εγώ.
«Τζούλια, μήπως ελάνθανε στα περί της Χελιδονούς που μου έλεγες το πρωί κάτι σαν πρόσκληση για το τυπογραφείο;»
«Άντε, το κατάλαβες, μπράβο, χαίρομαι», απολάμβανε την ειρωνεία της, αλλά συμπλήρωσε κι ένα «Ναι, ελάνθανε» (γιατί τον καλό εκδότη με κάτι «ελάνθανε» τον τυλίγεις).
Και, πράγματι, δυο - τρεις μέρες έπειτα, την Τετάρτη 14 του Μαρτίου, λίγο μετά τις εννιά το πρωί από την Πλατεία Μητροπόλεως και το καφέ Centrale (το επίνειο των εκδόσεων Τὸ Ροδακιό) επιβιβαζόμαστε σε ταξί με κατεύθυνση προς τον Κηφισό, περάσαμε τα ΚΤΕΛ, ύστερα γινόταν κάπως πιο υποφερτό το προαστιακό τοπίο, κατηφορίζοντας κιόλας προς το ρέμα, όντως, σχεδόν εξοχή. Σκόρπιες βιοτεχνίες ή αποθήκες ή μόνο τα κελύφη τους, ο κατηφορικός δρόμος τσιμεντένιος, περιβολάκια, θάμνοι, υγρασία που πύκνωνε μαζί με τη βλάστηση στο βάθος κατά μήκος του ρέματος. Καιγόντουσαν σε μικρή φωτιά δίπλα στο σημείο που αποβιβαστήκαμε σκουπίδια μαζί και κάτι σαν λάστιχο με τη χαρακτηριστική δυσάρεστη μυρουδιά. Όμως, τ’ άλλα, το φως, το αεράκι, η θερμοκρασία, ήταν όλα της άνοιξης.
Θα τυπωνόταν το εξώφυλλο εκείνη την ημέρα. Είχα ήδη δει μια πρόχειρη εκτύπωσή του.