Μ’ όση επίφαση καλλιέργειας αισθητικής ή και ευρύτερης, μ’ όσα ερανίσματα δώθε-κείθε σπουδαία, μ’ όσες φιοριτούρες, κάθε απόπειρά τους κάπως βαθύτερα κάτι να εκφράσουν καταλήγει σχεδόν μοιραία σε μια ακόμη ηθικολογία. Τι κρίμα, τι άδικο που δεν έζησαν αυτοί –κι απ’ όση θολή εξουσία περιβλήθηκαν, δεν κέρδισαν παρά τις συνήθεις κολακείες– μια στιγμή γνήσια δική τους στη λογοτεχνία ή την τέχνη… Μόνο λογοπαίγνια και ρητορικές περικοκλάδες.
Τελικά, ο πρώτης γενιάς μικροαστός, στο μεδούλι του, δύσκολα είναι κάτι άλλο από ένας ανασφαλής.