Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 7) Με τον παππού Αντώνη.



Ο παππούς Αντώνης (Νικολής του Χαραλάμπους - η απόλυτη συνωνυμία), (1902-1987), πατρικός παππούς εννοείται, ανήκε στη γενιά των Νεοελλήνων την περιβόητη του 30, απ’ όσες τουλάχιστον πρόλαβα ίσως τη γενιά με τις ισχυρότερες προσωπικότητες. To επίθετο Νικολής, εξέλιξη ή απλοποίηση του Μαστρονικολής, όπως και τα συγγενικά του με πρώτο συνθετικό το μαστρο-, δηλώνει προέλευση από οικογένεια τεχνιτών. Και πράγματι, γιος κι εγγονός σιδερά (με μακρινή καταγωγή από Κρήτη), -ήμαστε οι σιδεράδες του χωριού της Κεφάλου-, ο ίδιος θα προαχθεί, θα βγει από το μαστορόσοο, ανάμεσα στους ελάχιστους μορφωμένους συνομηλίκους του του νησιού, τέλειωσε το γυμνάσιο της Καλύμνου, όταν ακόμη δεν υπήρχε γυμνάσιο στην Κω.



Εκτός από τη συνέχεια του ονόματός του, ήμουν και το πρώτο του εγγόνι. Ανέβηκε στην Αθήνα, άνοιξη του 1963, για να μαζέψει τον μικρό του γιο, τον θείο Μάρκο (1934-2011), φοιτητή της φαρμακευτικής τότε, από το ειδύλλιό του με κάποια ομορφούλα πλην λαϊκή κοπελίτσα Ζωζώ (διότι μπορεί προοδευτικός και αριστερός ο παππούς -κεντροαριστερός σωστότερα-, όμως περισσότερο κι απ’ αυτά φιλόδοξος), επί τη ευκαιρία βέβαια να ταχταρίσει και την καινούργια του χαρά, εμένα. Ο πρωτογιός του παππού και πατέρας μου, λοιπόν, μας φωτογραφίζει, κάθε φορά φανερά με ορισμένο σενάριο: ο Αντωνάκης με τον παππού του τον Αντώνη σε πάρκα της πόλης, στον Άγνωστο, εδώ ο παππούς χαρίζει στον εγγονό λουλουδάκι κ.λπ. 




Όταν φοιτούσα στο δημοτικό, ο παππούς, συνταξιούχος πια, ανέλαβε να με διαβάζει, το ίδιο που έκανε αργότερα και με τα υπόλοιπα εγγόνια του. Σπουδαίος δάσκαλος, ακόμα και σήμερα πέφτω πάνω σε ανθρώπους που τον μνημονεύουν με θαυμασμό, και παρόλο που τυχερός, όμως, όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, και δυσκολεύτηκα στις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου να μάθω να διαβάζω μόνος. Στα χέρια του ωστόσο θα έσκαγε κυριολεκτικά και η γλώσσα μου, και να πώς.
Ξαναμίλησα για τη γλωσσική μου καθυστέρηση. Στη διάρκεια όλου του δημοτικού προσμετρούμουν στους καλούς μαθητές, όμως για τις επιδόσεις μου στα μαθηματικά, αντίθετα, ήμουνα σχετικά αδύναμος στη γλώσσα. Στην έκτη, την τελευταία τάξη (1ο Δημοτικό Κω, 1971-1972), είχαμε δάσκαλο έναν πολύ καλό εκπαιδευτικό, τον αείμνηστο Γιάννη Σχουλλή. Εκείνα τα χρόνια για να συνεχίσει κανείς στο γυμνάσιο έδινε εξετάσεις με κλειστά γραπτά, του τύπου των εισαγωγικών στο πανεπιστήμιο, αλλά σε τοπικό επίπεδο, πολλά παιδιά κοβόντουσαν σ’ αυτές, και σταματούσαν το σχολείο, επίσης είχε μεγάλο αντίκτυπο με ποια σειρά πέρναγε κανείς στο γυμνάσιο, πράγμα που υποκινούσε και την άμιλλα μεταξύ των καλών μαθητών.
Κάπου στο τέλος της χρονιάς, λοιπόν, έξαλλος ο δάσκαλος, γιατί σε έκθεσή μου είχα κάνει 21 λάθη –συνυπολογίζονταν και οι περισπωμένες και οι δασείες τω καιρώ εκείνω στα λάθη του δημοτικού, το πολυτονικό το διδασκόμαστε μετά την τρίτη τάξη!- με σήκωσε στον πίνακα, κυριολεκτικά για να με διασύρει. «Σα δεν ντρέπεσαι, που είσαι και καλός μαθητής κ.λπ., κ.λπ» Έσκυβα το κεφάλι, από τις λίγες στιγμές της ζωής μου που έχω απομνημονεύσει με ακρίβεια δευτερολέπτου, θυμάμαι τις σκέψεις μου, αλλεργικός ανέκαθεν και η εποχή προχωρημένη άνοιξη, με επιπεφυκίτιδα που μ’ έκανε να μοιάζω συνέχεια δακρυσμένος, υπέφερα απ’ το άγχος μη νομίζουν οι συμμαθητές μου πως κλαίω απ’ την επιτίμηση, είχε δίκιο ο δάσκαλος, δεχόμουν την τιμωρία με ισχυρή αυτεπίγνωση της ενοχής μου.
Πιάνω ύστερα τον παππού, του ζητάω επιτακτικά: «Παππού, θα μου υπαγορεύεις κείμενα, μέχρι να μάθω ορθογραφία!» Μου υπαγόρευσε 600 (ολογράφως: εξακόσια) κείμενα έκτασης το καθένα μιας μεγάλης παλιάς τυπογραφικής σελίδας, και αν συνυπολογιστεί ότι οι επαρκείς δάσκαλοι εκείνου του καιρού, πολλώ μάλλον ο παππούς, είχαν φιλολογική κατάρτιση που θα ζήλευαν σημερινοί κλασικοί φιλόλογοι –δίχως ίχνος υπερβολής-, όλη αυτή -να πω- η γλωσσική πλησμονή, η πλημμύρα κυριολεκτικά, έγινε η αιτία να καθαρίσει σαν φραγμένη με μπάζα κοίτη η γλώσσα μου, ξεκίναγε επιπλέον μάλλον πρώιμα η εφηβεία μου, με αποτέλεσμα στις εξετάσεις για το γυμνάσιο να είμαι ο ένας απ' τους δύο που έγραψαν τον μεγαλύτερο βαθμό, 19, ενώ αντίθετα στα μαθηματικά, αν και στα φαβορί, καθώς τα είχα παραμελήσει εντελώς, θα έγραφα μόνο 13. Ο μπαμπάς έκανε μία εβδομάδα να μου μιλήσει, και αυτό ήτανε μόνο η αρχή μιας πολύ δύσκολης επικοινωνίας που θα κράταγε πολλά πολλά χρόνια, και που δεν ήταν άμοιρη βέβαια για το ότι βρέθηκα (με πανελλήνιες) φοιτητής της ιατρικής, για να την εγκαταλείψω τρία χρόνια αργότερα για τη φιλολογία, στο τέλος της επόμενης δεκαετίας της ζωής μου.
Να σημειώσω παρεμπιπτόντως, αν ο παππούς μού έδωσε τις βάσεις της γλωσσικής κατάρτισης, το ταλέντο ήτανε δώρο της γυναίκας του, της γιαγιάς Καλλιόπης (1912-2005). Όταν αφηγούνταν ιστορίες η γιαγιά, στα κεφαλιανά πάντοτε κι ας χρειαζόμουν ενίοτε υπότιτλους, την άκουγα με έξαψη και μ’ ανοιχτό το στόμα. Η γιαγιά Καλλιόπη ήτανε κόρη του καπετάν Μάρκου Τριανταφύλλου, με συμιακή καταγωγή, μαθήτρια του παππού, την ερωτεύθηκε και την παντρεύτηκε ουσιαστικά έφηβη, τον πατέρα μου τον γέννησε στα δεκαεννιά της. Το ταλέντο της γιαγιάς Καλλιόπης διασταυρώθηκε με την καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία της (μητρικής) προγιαγιάς Καλλιόπης, ( Καλλιόπες κι απ' τις δυο πλευρές, Καλλιόπη κι η εγγονή της προγιαγιάς, η μάνα μου), της κόρης εκείνου του Σφακιανού παππεπίπαππου Μαστροσπύρου (Σπύρου Γρυπάρη), και μητέρας της γιαγιάς Σεβαστούλας (αλλά και της νονάς Φροσύνης και των θείων Διονυσίας και Σπύρου -απ' τον τελευταίο ειδικά δανείστηκε αρκετά στοιχεία ο θείος Θρασύβουλος της νουβέλας «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα»*). Η προγιαγιά περισσότερο, αλλά και ο γιος της, λιγότερο και η νονά, ήτανε πολύ ταλαντούχοι στη ζωγραφική, φλέβα που έφτασε δυνατή ως τον αδελφό μου Λάμπρο. Ζωγραφίζαμε με άνεση και εγώ και ο άλλος αδελφός μου, ο Θανάσης. Έλεγε η νονά μου η Φροσύνη, «Όποτε μελαγχολούσε η μητέρα μου, κατέβαζε από το πατάρι τους πίνακές της» –έργα που εν μέρει ζωγράφιζε και εν μέρει κεντούσε-, «τα άπλωνε παντού στο σπίτι, στα τραπέζια, τους καναπέδες, τις καρέκλες, τα κοίταζε, εωσότου σιγά σιγά ηρεμούσε».
Για να επιστρέψω όμως στο καλοκαίρι εκείνο της έκτης, του 1972, περνάει για κάποιο λόγο απ’ το γιατρείο ο Γιάννης Σχουλλής, (το ακτινολογικό εργαστήριο του μπαμπά στεγαζόταν στο ισόγειο του πατρικού μας, απέναντι απ' τη Συναγωγή), με βρίσκει να παίζω στο δρόμο, μου λέει διαπορώντας «Καλά, αυτό πώς έγινε, να γράψεις εσύ 13 στα μαθηματικά και 19 στη γλώσσα!» δεν το χώραγε το μυαλό του.
Ο παππούς Αντώνης είχε αντιστασιακή δράση επί ιταλοκρατίας, υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΕΑΜ στο νησί, ενάντια και στους Γερμανούς και στους Άγγλους αργότερα, μ’ όλο τον ενθουσιασμό όχι μόνο των πρώτης γενιάς μικροαστών, αλλά και των ζηλωτών του βενιζελισμού που μες στο καμίνι της μεταπολεμικής Ελλάδος αναγκαστικά συνοδοιπόρησαν με την Αριστερά, βρέθηκε στις τάξεις των διωγμένων, παύτηκε για δύο διετίες από τη δουλειά του, ο οποίος εκτός από διευθυντής του σχολείου χρημάτισε και κοινοτάρχης, και παρόλο που τις διώξεις τις υπέστη σε χρόνια πριν από την οκταετία Καραμανλή, μισούσε με απίστευτη ένταση αυτόν που κατά την κρίση του συμβόλιζε την εποχή, στην αναφορά και μόνο του ονόματος του Κωνσταντίνου Καραμανλή πύρωνε, κοκκίνιζε από εμπάθεια το πρόσωπό του.
Τον θυμάμαι τις πρώτες μέρες της μεταπολίτευσης, το καλοκαίρι του 1974, ν’ αράζει το ποδήλατό του δίπλα στα σκαλάκια του γιατρείου κατηφής: «Αυτός που έρχεται τώρα», (ο Κωνσταντίνος Καραμανλής), «να μου το θυμηθείς, θ’ αποδειχτεί πολύ χειρότερος κι απ’ τους δικτάτορες!» Τόσο μίσος. Ήδη από το 1979 και οπωσδήποτε μετά το 1982 είχα την εντελώς αντίθετη άποψη με τον παππού Αντώνη. Υποθέτω επίσης πως δεν του άρεσε καθόλου που άλλαξα σχολή, κι ας έδωσα εξετάσεις κρυφά απ’ το σπίτι, δίχως φροντιστήρια, κι ας πρώτευσα. Υποθέτω και άλλα δε θα του πολυάρεσαν, παρόλο που η αλήθεια δε μου έδειξε ή δε μου είπε ποτέ τίποτε.
Ο παππούς απεβίωσε στις 14 Σεπτεμβρίου του 1987. Όταν το φθινόπωρο του 2002 βοούσε στις εφημερίδες και τα περιοδικά, φιγουράριζε στη μαρκίζα του κεντρικότερου ίσως θεάτρου της Αθήνας με μεγάλα γράμματα το όνομά του, το βράδυ της πρεμιέρας, τηλεφώνησα ν’ ανάψουν το καντηλάκι στον τάφο του στην Κέφαλο. Δεν ξέρω αν το έκαναν, εγώ πάντως εξοφλούσα μέχρι δεκάρας το χρέος μου απέναντί του. Αν ζούσε, περήφανος όπως ήτανε, θα κατηφόριζε στο κεντρικό καφενείο του χωριού, του δίναν - δεν του δίναν συχαρίκια για τον εγγονό, εκείνος θα τα εισέπραττε ακόμα και από σιωπηλούς σιωπηλός. Τους αγαπούσε, τους λογάριαζε για άλλους λόγους, αλλά και συνήθιζε να λέει: «Ετούτοι δεν ξέρουν ούτε τι θέλουν να πουν.»
Ένα χρόνο μετά, το καλοκαίρι του 2003, θα έκλεινα το φροντιστήριο, θα δήλωνα στην εφορεία ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ -αποφασιστική καμπή στη ζωή μου.
Τον παππού τον είδα για τελευταία φορά τον μεθεπόμενο χρόνο, στην κηδεία της γιαγιάς Καλλιόπης (30 Ιανουαρίου του 2005). Άνοιξαν το κασελάκι με τα οστά του, να τα ραντίσουν κρασί, προτού το τοποθετήσουν δίπλα στη γιαγιά. Ήτανε συγκλονιστικό πόσο πολύ τον θύμιζε το κρανίο του. Ένας ανιψιός του πλάι μου τού έλεγε μαντινάδες, έριχνε δειλά βλέμματα προς εμένα, μήπως ενοχλούμουν. Θυμάμαι ότι νοερά τού απηύθυνα μόνο μία πρόταση: «Παππού, για τον Καραμανλή είχες άδικο.» Ομολογώ αυτήν μόνο.
Από τους εκλιπόντες είναι ο συχνότερος μετά τη νονά στα όνειρά μου. Ευγενής, μετρημένος, σοβαρός, μία στιβαρή αναφορά μέσα μου.
Απ' το 2009 και δώθε, θα το πω, κι ας μην το πολυκαταλαβαίνω ακόμη, και η καταγωγή, και ο τόπος, και ο χρόνος, και φυσικά το όνομα (περισσότερο password, θαρρώ, παρά όνομα), όλα μού φαίνονται προσχήματα∙ η αληθινή διαδρομή μόνο τα προφασίζεται αυτά, είναι ατομική, κι όταν αξίζει τον κόπο προορίζεται για το είδος στο σύνολό του, και τόσο, όσο μία όποια μετάλλαξη στην πορεία της εξέλιξης.

Με τον παππού και τη γιαγιά Καλλιόπη. Στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου στην πόλη της Κω. Θα πηγαίνουμε σε κάποιο οικογενειακό γάμο ή βάφτιση. 

Με τη γιαγιά Καλλιόπη το 1982. Ανάμεσα σε σύζυγο, παιδιά κι εγγόνια, πτυχιούχους όλους, δήλωνε πάντοτε «Εγώ, τα παιάκια μου, γράμματα δεν ξέρω», απόφοιτη του σχολείου του ανδρός της μόνο. Προσηνής, γενναιόδωρη αλλά κι ατρόμητη όσο κανείς στην οικογένεια. Μα το σημαντικότερο, δεινή αφηγήτρια –δωρεά από τη συνονόματή της μούσα της επικής, της αφηγηματικής ποίησης, (αλλά και της σύγχρονης εκδοχής της –μην τα ξαναλέω-, του μυθιστορήματος). 



Δύο πίνακες – εργόχειρα, (που περιήλθαν στην κατοχή μου και βρίσκονται σπίτι μου: Καὶ αὐτὸ θὰ περάσῃ και Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΕΞΥΦΑΙΝΟΥΣΑ), της προγιαγιάς Καλλιόπης Γεωργιάδου, το γένος (Σπύρου ή Αντωνίου ή) Γρυπάρη. Να πω ακόμα κάτι. Όταν το 1965 απεβίωσε η προγιαγιά Καλλιόπη -είχε υπερβεί τα ενενήντα-, ήρθε στο σπίτι η γιαγιά Καλλιόπη, «Ο 'Ντώνης πού 'ναι;», θυμάμαι τη φωνή της σαν τώρα, με ντύνει, με παίρνει απ’ το χέρι, φτάνουμε στο σπιτάκι της οδού Αλικαρνασσού, απ’ το προστώο ήδη διακρινόταν το κεφάλι της οριζοντιωμένης νεκρής, τα βαμβάκια στα ρουθούνια της μου εντυπώθηκαν περισσότερο, κι όλοι γύρω της όρθιοι ή καθιστοί, βουβοί, η θεία Διονυσία, ο θείος Σπύρος, η νονά, η γιαγιά Σεβαστούλα, τα παιδιά της, κι άλλοι που δε τους γνώριζα. Ήταν η πρώτη κηδεία της ζωής μου. 

*Το απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα»: ο θείος Θρασύβουλος δανείστηκε πολλά απ' τον θείο Σπύρο Γεωργιάδη, γιο της προγιαγιάς Καλλιόπης.

(…) Σταμάτησε το μάτι μου σε μια στοίβα χαρτιά πάνω στη ραπτομηχανή, από το σημείο που τα έβλεπα θύμιζαν παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, κιτρινισμένες.

«Της νανάς μου.»

Δεν καταλάβαινα. «Της νονάς σας;»

«Ήραβγε. Η νανά μου η Κοκόνα ήραβγε.»

«Ήτανε μοδίστρα; Η νονά σας;»

Δε μου απαντούσε. Έψαχνε ανάμεσα σε κυρτωμένα και φουσκωμένα από την υγρασία χαρτόνια, στη γωνία δίπλα στο άνοιγμα για το κουζινί. Συνέβαινε συχνά, σου διευκρίνιζε κάτι ως ένα σημείο, ύστερα απότομα, αναίτια σιωπούσε. Όσο και να επέμενες να ρωτάς έπειτα, απάντηση, μια κουβέντα δεν του έπαιρνες. Τράβηξε ένα τελάρο μέσα από τα χαρτόνια, το σκούπισε στο πλάι του παντελονιού του, φύσαγε να το ξεσκονίσει καλύτερα. Ύστερα γύρισε να μου το δείξει. Ζωγραφισμένο από τον ίδιο.

Σ’ ένα φόντο γκρίζο μολυβί μετεωρίζονταν σκαριά και κατάρτια πλοίων σχεδιασμένα μ’ ένα διάφανο άσπρο ή ασημί χρώμα.

«Είναι γυάλινα», μου λέει. «Κάτω στο λιμάνι. Τα είδα. Μία μέρα. Στον ουρανό.» 

«Α, είσαστε ζωγράφος», αναφώνησα χαζά.

«Ωραία σα μπιμπελά.» Με κοίταζε, εννοούσε να σκύψω να τα δω κι εγώ μέσ’ απ’ τα μάτια του. «Τα πλοία.» (…)