Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018

Ρομπέρτο Μπολάνιο: Λούμπεν μυθιστορηματάκι.



Δεν είχα διαβάσει ξανά Ρομπέρτο Μπολάνιο (1953-2003), ξεκίνησα με τούτο το μικρής έκτασης μυθιστόρημα, πάνε δυο μήνες διαβασμένο, κι όλο το αναβάλλω να σημειώσω εδώ λίγες γραμμές. Ένα είναι σίγουρο, θα δοκιμάσω κι άλλον Μπολάνιο. Οι αφηγηματικές τέχνες, η τέχνη ίσως το σύνολό της, προαναγγέλλει ή παρακολουθεί τις αλλαγές από εποχή σε εποχή, με τρόπο που πάντοτε εκπλήσσει όσους τη μελετούν. Θέλω να πω, δεν ακολουθεί μηχανιστικά την υπόλοιπη ιστορική εξέλιξη. Η όποια αλλαγή σχετίζεται πολύ λίγο, και οπωσδήποτε όχι άμεσα, με τις τρέχουσες εκάστοτε πληροφορίες ή ιδέες. Αν αλλάζει κάτι είναι η συνείδηση του εαυτού, οι συσχετίσεις του νου που του επιτρέπουν να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του μέσα στον χώρο και στον χρόνο, και κατά συνέπεια και η μνήμη, άρα και η αφήγηση.
Το Λούμπεν μυθιστορηματάκι είναι από τις ευτυχέστερες στιγμές ή εκδοχές της σύγχρονης (ώριμης μετανεωτερικής) λογοτεχνίας που έπεσαν στα χέρια μου. Καμιά επιτήδευση. Έμπνευση, ταλέντο, λογοτεχνία ατόφια. Κι όταν το πράγμα είναι τόσο καθαρό, η λογοτεχνία θριαμβεύει: επαληθεύει τη δύναμή της, ξαναγίνεται τέχνη αιχμής. 
 

Ενδεικτικά αποσπάσματα:

(Σελ. 12-13) Από τούτη τη στιγμή κι έπειτα άλλαξαν οι μέρες. Ο ρους των ημερών, εννοώ. Εννοώ αυτό που ενώνει μια μέρα με την άλλη και ταυτοχρόνως χαράζει το όριο μεταξύ τους. Άξαφνα έπαψε να υπάρχει νύχτα και όλα ήταν διαρκώς στον ήλιο και στο φως. Στην αρχή νόμιζα πως έφταιγε η κούραση, το σοκ από την αιφνίδια εξαφάνιση των γονιών μας∙ όμως, όταν το συζήτησα με τον αδελφό μου, εκείνος μού είπε ότι του συνέβαινε ακριβώς το ίδιο. Ήλιος και φως και έκρηξη παραθύρων.
Κατέληξα στη σκέψη ότι θα πεθαίναμε.

(Σελ. 20-21) Το επόμενο βράδυ υπήρχε μια νέα ταινία πορνό στο σπίτι μας. Ενώ τη βλέπαμε, εμένα με πήρε ο ύπνος. Προτού κλείσω τα μάτια μου, σκέφτηκα: Τώρα θα βλέπω όνειρα αυτές τις αηδίες, αλλά μετά ονειρεύτηκα μια έρημο. Περπατούσα στην έρημο, μισοπεθαμένη από τη δίψα, και πάνω στον ώμο μου κουβαλούσα έναν λευκό παπαγάλο, έναν παπαγάλο που έλεγε: «Δεν μπορώ να πετάξω, λυπάμαι, συγχωρήστε με, δεν μπορώ να πετάξω». Αυτό το έλεγε επειδή σε κάποια στιγμή του ονείρου εγώ του είχα ζητήσει να πετάξει, γιατί ήταν πολύ βαρύς (τουλάχιστον πέντε κιλά, ήταν μεγάλος παπαγάλος), δεν μπορούσα να τον κουβαλάω διαρκώς, ο παπαγάλος όμως για κανέναν λόγο δεν κουνιόταν από τον ώμο μου, και τα βήματά μου γίνονταν ολοένα και πιο αδύναμα, έτρεμα όλο και πιο πολύ, πονούσαν τα γόνατά μου, τα πόδια μου, οι βουβώνες, το στομάχι, ο λαιμός, ήταν λες και έπασχα από καρκίνο, όμως ήταν σαν να έτρεχα κιόλας, ένα τρεχαλητό ατέρμονο και εξαντλητικό, ή σαν να κατάπινα τα μάτια μου, τα ίδια μου τα μάτια, προσπαθώντας να τα καταπιώ αλλά να μην τα δαγκώσω, και ο άσπρος παπαγάλος κάθε τόσο με εμψύχωνε, μου έλεγε: «Κουράγιο, Μπιάνκα», αλλά κατά γενικό κανόνα κρατούσε το στόμα του κλειστό, κι εγώ ήξερα ότι, όταν θα έπεφτα πάνω στην καυτή άμμο και θα ήμουν έτοιμη να πεθάνω από τη δίψα, αυτός θα άνοιγε φτερά και θα απομακρυνόταν από εκείνη την περιοχή της ερήμου, θα πετούσε προς άλλη περιοχή της ερήμου, θα απομακρυνόταν από το ξεψυχισμένο κουφάρι μου, σε αναζήτηση άλλων κουφαριών, λιγότερο ξεψυχισμένων, θα απομακρυνόταν από το πτώμα μου για πάντα, για πάντα.

(Σελ. 60-61) Τις μέρες εκείνες επίσης θυμάμαι μια συζήτηση με μια συναδέλφισσα στη δουλειά. Ήταν στην ηλικία μου αλλά εκείνη είχε αγόρι και ένα απόγευμα προτού κλείσουμε το κομμωτήριο άρχισε να μιλάει για το μέλλον της. Για μια στιγμή νόμιζα ότι τρελαινόμουν. Δεν μπορούσα να πιστέψω αυτά που άκουγα.
«Μα σοβαρά μιλάς; Με δουλεύεις μήπως;»
Μιλούσε σοβαρά, παρότι όταν είδε τη σκυθρωπή φάτσα μου σταμάτησε να μιλά και έφυγε στην άλλη άκρη του μαγαζιού, όπου είπε κάτι σε μια κομμώτρια που ξεκουραζόταν σε μια καρέκλα, καπνίζοντας ένα τσιγάρο και κοιτάζοντας από το παράθυρο το σούρουπο. Το πρόσωπο της συναδέλφου μου, αντιθέτως, μου φάνηκε μοχθηρό. Ανάσαινε με δυσκολία, σαν να είχε τρέξει από τη μια μεριά στην άλλη σε χρόνο ρεκόρ, και παρότι γέλασε πολλές φορές, σαν να μην πίστευε κι εκείνη τα ίδια της τα λόγια, κατάλαβα ότι ήταν πολύ ταραγμένη. Η κομμώτρια την άκουσε χωρίς να σηκωθεί από την καρέκλα. Είχα την εντύπωση ότι τα λόγια της συναδέλφου μου γλιστρούσαν πάνω στο πρόσωπό της, ένα πρόσωπο μάλλον σκληρό και καθόλου επιεικές. Αυτό θυμάμαι. Επίσης θυμάμαι το σούρουπο, ένα σούρουπο με ρόδινες και κιτρινωπές αποχρώσεις που εισχωρούσε μέχρι το βάθος του κομμωτηρίου, αλλά χωρίς να καταφέρει να με αγγίξει ποτέ.

(Σελ. 116) Μετά πήγα στο κομμωτήριο και αφού μίλησα με την αφεντικίνα, πήρα άδεια κι άρχισα να κάνω βόλτες στην πόλη. Γύρισα στο σπίτι το απόγευμα. Ο Μπολονέζος και ο Λίβυος έβλεπαν τηλεόραση, αλλά όποιος κι αν τους έβλεπε θα καταλάβαινε ότι βρίσκονταν πολύ μακριά από κει∙ όχι στο σαλόνι μας αλλά σ’ έναν σταθμό λεωφορείων ή σ’ ένα αεροδρόμιο. Δεν ήταν κάτω από το φως μας, αλλά λουσμένοι σ’  ένα κόκκινο φως που έμοιαζε να αναδύεται από άλλον πλανήτη.   

[Roberto Bolaño: Λούμπεν μυθιστορηματάκι, μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος, εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2018, σελ. 120.]