(Σπαθάκι ή πετειναράκι, άγρια γλαδιόλα σε παρτέρι του κήπου. Το απόσπασμα από "Το γυμναστήριο".)
(...) »Εγώ περπατούσα σκυφτή, αφαιρέθηκα, σε μονοπάτια σκιασμένα από φυλλώματα που πλέκονταν ψηλά σε πυκνές αψίδες. Άφησα τους άλλους στους υπολογισμούς τους, έκοβα κυκλάμινα στις άκρες των μονοπατιών και κάτι άλλα κρινάκια κοκκινωπά που θύμιζαν γλαδιόλες σε μικρογραφία. Τα σπαθάκια, αν έχεις υπόψη σου, τα πετειναράκια –που τα κρινάκια τους βγαίνουν κατά μήκος του βλαστού; που γέρνουν προς τη μια πλευρά; Τέλος πάντων, από κρινάκι σε κρινάκι χάθηκα. Και τότε, σ’ έναν κολπίσκο με χλιαρό νερό, οι ατμοί να κυματίζουν πάνω από την πρασινωπή υγρή επιφάνεια –ξέρεις-, …να τοι, μια παρέα νεαροί αξιωματικοί, γυμνιστές. Εντελώς γυμνοί: ούτε μαγιό. Πέντε. Σίγουρα πέντε!»
Σταματάει, τον διαπερνάει όπως αν ήτανε πλάσμα της φαντασίας της μόνο, αν ήτανε διαφανής. Εκείνος μένει ασάλευτος. Ύστερα, σαν γιατί δόθηκε κάποιο σύνθημα, λύνει την πετσέτα γύρω απ’ τη λεκάνη του -φοράει σλιπ-, σκουπίζει αυχένα – πλάτη, της χαμογελάει. Η Ράνια κατεβάζει το βλέμμα αργά, τον σαρώνει ίσαμε κάτω στις φλέβες που δένουν τους αστραγάλους του, το αίμα επιστρέφει στο πρόσωπο, στα μάγουλά της.
Όπως θα το ’λεγε αν ήτανε η μάνα του: «Φοράς το σλιπ σου».
«Αν θες, το βγάζω».
«Όχι! Να χαρείς, όχι! Άλλωστε, μη νομίζεις, τόση πολλή γύμνια δεν αντέχεται…» Χαμογελάει, «Πάντως, ωραίο το σλιπάκι σου. Μόνος σου τα πλένεις τα εσώρουχά σου; Στο χέρι;»
«Η μάνα τα πλένει».
«Ναι, μωρέ, πάντα το ξεχνάω ότι μένεις με τη μαμά σου… Και πάνω που ετοιμαζόμουνα να σου πω: τίποτε πιο τρυφερό από έναν νεαρό εργένη που πλένει τα εσώρουχά του στο χέρι…» Τον χαζεύει. «Ωραίοι οι θωρακικοί, και οι δελτοειδείς, οι μύες σου… Τι ωραία που ξεδιπλώνεται το σώμα σου… εσύ ολόκληρος δηλαδή…» χαμογελάει, «και η ανάσα σου ακόμα, γερή και ανάλαφρη…».