Κυριακή 22 Μαΐου 2022

Στη λαλιά της πατρικής γιαγιάς.


(Θεόφιλος Χατζημιχαήλ, Ερωτόκριτος και Αρετούσα)

Όταν στην εργασία μου απάνω ανακαλώ ιδιαίτερες λέξεις ή φράσεις της οικείας ντοπιολαλιάς, κι ύστερα τις ψάχνω σε λεξικά ή κείμενα, συχνότερα τις εντοπίζω στο λεξιλόγιο του Κορνάρου, του Χορτάτση, (ίσαμε και του Καζαντζάκη που κατεξοχήν αποθησαύρισε το υλικό της κρητικής διαλέκτου). Δεν με εκπλήσσει. Ήδη στο παν/μιο είχα την πληροφορία πως οι δωδεκανησιακές λαλιές υπάγονται στις νότιες νησιωτικές διαλέκτους (μαζί με της ανατολικής κυρίως Κρήτης και της Κύπρου). Αναφέρομαι σε λαλιά που είναι σε χρήση και σήμερα ακόμη στο χωριό του πατέρα μου, στην Κέφαλο. Λέξεις και συντάξεις που ανασύρω μαζί με κουβέντες και τη φωνή της γιαγιάς Καλλιόπης.   

Τον Ερωτόκριτο, την Ερωφίλη, τη Θυσία, τα κάναμε στο παν/μιο. (*) Μα, όπως και με τον Όμηρο, είναι άλλη, πολύ διαφορετική εμπειρία (αναγνωστική και του εργαστηρίου) να μελετάει κανείς ωριμότερος αυτά τα κείμενα. Το σκόπευα από χρόνια: να εντρυφήσω με τα τωρινά μου εργαλεία στην κρητική λογοτεχνία. Ξεκινώ, λοιπόν, με τον Ερωτόκριτο.

 

Ο Βιτσέντζος Κορνάρος –το λέω μόνο από συγγραφικό ένστικτο- είναι και Έλληνας και Κρητικός, βέβαια πάνω απ’ όλα ένας ιδιαίτερα ικανός αφηγητής. Ο Ερωτόκριτος χρονολογείται στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, όχι πολύ μακριά από το τέλος της ενετοκρατίας στο νησί, το 1669.

Τρία αποσπάσματα. Στο πρώτο, (ενότητα Α, 1218-1229), λόγια του Πολύδωρου, συμβουλές στον ερωτοχτυπημένο φίλο του Ερωτόκριτο, που όμως απαυγάζουν την παιδεία, τον κοσμοπολιτισμό του ποιητή, θα έλεγα και αμυδρά τα φώτα της Αναγέννησης. Το δεύτερο, (Α, 1671-1676), ένα νομίζω καλό δείγμα αφηγηματικής δεινότητας, η νένα Φροσύνη και η Αρετούσα, αμίλητες συλλογίζονται τι να κάνουν –η ευκρίνεια, η λεπτομέρεια (το χέρι στο μάγουλο), η ψυχογραφία επίσης. Στο τρίτο, (Α, 1733-1734), ο ρυθμός, η ομορφιά της γλώσσας.


μίσεψε, κι άμε γύρισε Aνατολή και Δύση.
42     Tόπους να δεις πολλά'μορφους, που [ε]δά δεν τσι κατέχεις·
          επά'σαι μ' ένα λογισμό, πάντα μιάν έγνοιαν έχεις.          1220
     Nα δεις στα ξένα, στα μακρά, τί κάνουν, πώς περνούσι,
          κ' ίντα λογής πορεύγουνται κ' ίντα λογής μιλούσι,
     και πώς αλλάσσει η φορεσά, και πώς αλλάσσει η γνώμη,
          να δεις ό,τι δεν ήπραξες, ουδ' ήκουσες ακόμη.
     Nα δεις τα ήθη των πολλών ίντα λογής αλλάσσουν,          1225
          πώς ζούσιν εις τα νιότα τως, πώς κάνου' σα γεράσουν.
     Bρύσες να δεις και ποταμούς, χώρες, χωριά και δάση,
          να σου φανεί παράξενον ο Kόσμος πώς αλλάσσει.

 

Oληνυκτίς πειράζουνται δίχως να κοιμηθούσι,          
          όντε τα ξημερώματα και φως τσ' αυγής θωρούσι.
     Ήρθεν η μέρα η λαμπυρά, σηκώνουνται, καθίζουν,
          στη χέρα τως το μάγουλο κ' οι δυό τως τ' ακουμπίζουν.
     Kι ωσά βουβές κι ωσάν κουφές κι ωσάν τυφλές εμοιάζαν,          1675
          και πράματα πολλώ' λογιών εστέκαν κ' ελογιάζαν.  

 

Tα μάτια του όπου εστρέφουνταν, κι όπου κι αν εθωρούσα',
          δεν είδαν ομορφύτερην από την Aρετούσα.

 

Βυθίζομαι στη γλώσσα μου -τους ακούω κάτω απ' τους στίχους, ιδίως τη γιαγιά.

Με τους πατρικούς παππούδες, Αντώνη και Καλλιόπη. Στο προαύλιο του Αγίου Νικολάου στην πόλη της Κω. Θα πηγαίνουμε σε κάποιο οικογενειακό γάμο ή βάφτιση. 

Με τη γιαγιά Καλλιόπη το 1982. 
 

(*Ο Λίνος Πολίτης, για το σύνολο της κρητικής λογοτεχνίας) Κι ένα άλλο χαρακτηριστικό της κρητικής λογοτεχνίας του 17ου αιώνα πρέπει να υπογραμμίσουμε: τη λογοτεχνικά καθαρή και υψωμένη γλώσσα. Οι ποιητές της περιόδου αυτής χρησιμοποιούν την ομιλουμένη κρητική διάλεκτο, εντελώς καθαρμένη από μεσαιωνικά κατάλοιπα ή άλλα λόγια στοιχεία· το ντόπιο ιδίωμα υψώνεται σε μια γλώσσα λογοτεχνική, κομψή, ικανή να αποδώσει τις πιο λεπτές αποχρώσεις του ποιητικού στοχασμού. Μια γλώσσα διαμορφωμένη με βούληση καλλιτεχνική. Ίσως ποτέ άλλοτε η δημοτική δε γράφτηκε με τόση καθαρότητα και με τόση συνέπεια στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Λίνος Πολίτης, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1998 (9η έκδ.), 65-66.