Είναι λάθος να θεωρούμε εαυτούς ξεσκολισμένους από συγγραφείς της δύναμης του Ντοστογιέφσκι, ή τέλος πάντων ωφελεί να τους ξαναδιαβάζουμε. Περισσότερο έμπειροι όντας στη γραφή, και επιστρέφοντας για τα εργαστήριά τους κυρίως.
Τα χρόνια που γράφεται ο Ηλίθιος, στη Γαλλία κάνει την εμφάνισή του στη ζωγραφική το κίνημα του ιμπρεσιονισμού και είχα συχνά μια ανάλογη εντύπωση στις περιγραφές, στις γρήγορες και αδρές πινελιές του Ντοστογιέφσκι.
Τα κύρια πρόσωπα της αφήγησης: ο ηλίθιος, αυτός που οι άλλοι ονομάζουν ηλίθιο, ο αφελής και με κρίσεις επιληψίας πρίγκιπας (ξεπεσμένος, ο οποίος κάπου στο εν τρίτο της αφήγησης γίνεται αποδέκτης μιας σεβαστής μάλλον κληρονομιάς, που δε θα διαχειριστεί υποδειγματικά, -από επιληψία έπασχε και ο Φ. Ν.), ο Λεφ Νικολάγιεβιτς Μίσκιν, η Ναστάζια Φιλίπποβνα και ο Ραγκόζιν, πρόσωπα με πάθη και ανεξέλεγκτες κυκλοθυμίες, μάλλον τα πιο δυνατά πορτρέτα του μυθιστορήματος, επίσης η οικογένεια της Λιζαβέτας Προκόφιεβνα και του στρατηγού Ιβάν Φιοντόροβιτς με τις τρεις κόρες τους, περισσότερο η τρίτη, η Αγκλάια.
Απόλυτη κατοχή της τέχνης του, δεξιοτεχνία σε κάθε τι. Πορτρέτα, σκηνές πολυπρόσωπες, με πολλή ζωντάνια οι ρώσικες εσπερίδες στις ντάτσες -ατμόσφαιρα γνωστή μας από τα μεταγενέστερα τσεχωφικά δράματα-, οι ξεπεσμένοι αριστοκράτες, οι αστοί σε συνθήκες ακραίας οικονομικής αστάθειας. Εγκιβωτισμοί, όπως η ιστορία της γριάς και της σουπιέρας, αλλά και υπαγωγή πραγματολογικών στοιχείων στον κύριο κορμό της αφήγησης, όπως στις σελ. 648 - 653 σχετικά με τον ανθρωποφάγο του 12ου αιώνα. Επίσης, στις σελ. 664 ως 713, η γραπτή αφήγηση μέσα στην αφήγηση, η ανάγνωση του άρθρου του νεαρού φυματικού Ιππόλυτου από τον ίδιο τον αρθρογράφο του. Η μεγάλη διαστολή του χρόνου της αφήγησης (μέχρι τη σελ. 398, φέρ’ ειπείν, περίπου ως τη μέση του μυθιστορήματος, ο πραγματικός χρόνος είναι μόνο έξι μήνες). Ο αφηγητής καταγράφει με πολλή οξυδέρκεια διακυμάνσεις αισθηματικές, αλλαγές, μεταπτώσεις, χειρονομίες, συμπεριφορές, όμως δεν κόπτεται να αιτιολογήσει τίποτα απ’ αυτά. Παρακολουθεί από κοντά τον κεντρικό ήρωα, τον πρίγκιπα - ηλίθιο, όσο βρίσκεται στην Πετρούπολη, κι όταν ο πρίγκιπας απομακρύνεται απ’ αυτήν συλλέγει τις φήμες που τον αφορούν από μακριά. Κάποιες φορές παρεμβαίνει στο α’ πληθυντικό, για να απευθυνθεί στον αναγνώστη, όπως στη σελ. 977 «…καλύτερα να δοκιμάσουμε να εξηγηθούμε με ένα παράδειγμα, με το οποίο ίσως ο καλοπροαίρετος αναγνώστης…», ή παρεμβαίνει και σχολιάζει, όπως στη σελ. 826 «…έτσι θα κάνουμε κι εμείς στη συνέχεια, προσπαθώντας να εξηγήσουμε τη συμφορά που βρήκε τώρα το στρατηγό ∙ διότι, όσο κι αν ορκιζόμαστε για το αντίθετο, είμαστε ρητά υποχρεωμένοι να δώσουμε σ’ αυτό το δευτερεύον πρόσωπο της ιστορίας μας λίγο περισσότερη προσοχή και χώρο απ’ ό,τι σχεδιάζαμε ως τώρα». Στις σελ. 787 – 789 εν είδει παρέμβλητου δοκιμίου αναφέρεται στους ξεχωριστούς χαρακτήρες που όμως είναι ολότελα πραγματικοί, «πιο πραγματικοί από την πραγματικότητα, όπως ο Παντκαλιόσιν από τα Παντρολογήματα του Γκόγκολ ή ο Ζορζ Νταντέν του Μολιέρου…». Ή ομολογεί ότι δε γνωρίζει τα πάντα – αποποιείται το ρόλο του αφηγητή παντογνώστη, σελ. 1010, «ο πρίγκιπας κάθισε μαζί της μια ολόκληρη ώρα ∙ δεν ξέρουμε για ποιο πράγμα μιλούσαν».
Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση του ταξιδεμένου στη δυτική Ευρώπη Ντοστογιέφσκι -προφανώς συγκρίνοντας με τις εκεί κοινωνίες- σχετική με την απουσία σοβαρής ιθύνουσας τάξης στη Ρωσία, και που προοικονομεί ό,τι συνέβη στη χώρα μετά το 1917, σελ. 940 – 941: «το ανώτερο στρώμα των Ρώσων δεν αξίζει τίποτα, τα έφαγε τα ψωμιά του», και παρακάτω «στη χώρα μας ποτέ δεν υπήρξε ανώτερο στρώμα, εκτός από το αυλικό ή το στρατιωτικό».
Και λίγο πριν από το τέλος του βιβλίου, σελ. 1025, η καλή έκπληξη: στο δωμάτιο της Ναστάζιας Φιλίπποβνα, πάνω στο τραπεζάκι της, από δανειστική βιβλιοθήκη, το βιβλίο της Madame Bovary. Ο συγγραφέας δίχως συμπλέγματα αποτίνει το σεβασμό στο συνομήλικο ομότεχνο, δεν έχει λόγο να κρύψει την αναφορά του. Το αντίθετο, μάλιστα. Ο Φλωμπέρ, πάλι, αν είχε την τύχη να το διαβάσει, σίγουρα θα το χάρηκε όσο κανενός τον έπαινο.
[Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: Ο ηλίθιος, μυθιστόρημα, μετάφραση από τα ρωσικά – πρόλογος Ελένη Μπακοπούλου, εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήναι 2008, σελ. 1075.]