Ο Β. Δ. γεννήθηκε το 1941 στην Αταλάντη και φοίτησε στη Νομική Αθηνών. Ανάμεσα στο 1978 και το 1997 εξέδιδε το περιοδικό λογοτεχνίας Εκηβόλος, εργάστηκε ως επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής, ενώ από το 1992 μαζί με τη σύντροφό του Τζούλια Τσιακίρη διευθύνουν τον ποιοτικό μικρό εκδοτικό οίκο Το Ροδακιό. Υπήρξε ταυτόχρονα η κεφαλή, το κέντρο ενός λογοτεχνικού κύκλου, της Εταιρείας φίλων του περιοδικού Εκηβόλος & των εκδόσεων Το Ροδακιό, όπως τυπώνεται σταθερά στα οπισθόφυλλα των βιβλίων τους, αλλά και ο αποτραβηγμένος, στην όψη σχεδόν απόκοσμος ασκητής, διανοούμενος, αισθητής και λάτρης των γραμμάτων. Τον συνάντησα για πρώτη φορά πριν από ενάμιση περίπου χρόνο στο μικρό δυαράκι – γραφείο, δίπλα στο σπίτι τους στην Απόλλωνος, είχα ραντεβού με την Τζούλια. Μίλαγε με πολλές μακρές σιωπές, αρκετές από αυτές παύσεις, κάθε τόσο με τα κίτρινα δάχτυλα του χρόνιου καπνιστή άναβε τσιγάρο. Στοίχιζε τις κουβέντες του με το σταθερό τόνο της φωνής και τη στίξη του γραπτού λόγου. Λόγιος, μπορεί να σκεφτόσουν παλιομοδίτης, αλλά την ίδια στιγμή καταλάβαινες πως τη στάση του την καθόριζε ένα πείσμα όχι εγκεφαλικού, αλλά αισθαντικού, ιδιοσυγκρασιακού σχεδόν διανοητή. Και τις επόμενες τέσσερις πέντε φορές που συναντηθήκαμε μου απευθυνόταν πάντοτε στον πληθυντικό, δε μιλήσαμε ποτέ στον ενικό ούτε με οικειότητα. Πέντε μέρες πριν από τη θανή του, στο καθιστικό τους, σε συνάντηση που νομίζω επεδίωξε η Τζούλια και για μια παραπάνω επικοινωνία μου μ’ εκείνον, μόλο που αδύναμος, όσα μού απηύθυνε – λόγια καίρια και πυκνά πολύ- δύσκολα θα τα ξεχάσω.
Απεβίωσε στη μιάμιση το πρωί της Τρίτης 20 τρέχοντος. Το βράδυ, στο ίδιο καθιστικό, μαζί και με τον πολύ καλό συγγραφέα και φίλο, τον Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη, αυτόν που μεσολάβησε πριν από δυο χρόνια για τη γνωριμία μου με την Τζούλια και τον εκλιπόντα, θα γνώριζα και τον έναν μετά τον άλλο τους φίλους του Εκηβόλου, τη συντροφιά που είχε κέντρο εκείνον και που συναντιόντουσαν πια γύρω από τη μνήμη του μόνο. Λιγοστές κουβέντες, ευγένεια, διακριτά πορτρέτα, χαρακτήρες και έκφραση. Δύο μέρες έπειτα, η ίδια συντροφιά, σιωπηλά, με λιτότητα που ταίριαζε στον άνθρωπο, κήδευσε και τη σορό του. Το βροχερό απομεσήμερο της περασμένης Πέμπτης.