Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

Στο Ψιμύθι, κάτω στο Ρέμα της Χελιδονούς (τυπώνοντας το εξώφυλλο της Διονυσίας).



«Ξέρεις, το τυπογραφείο βρίσκεται στο Ρέμα της Χελιδονούς. Υπάρχει ένα εκκλησάκι εκεί, η Παναγιά η Χελιδονού, και ένα σπήλαιο νομίζω. Κάτω από την Πάρνηθα, εξοχή υπέροχη.»
Μιλάγαμε στο τηλέφωνο. Χρειάστηκα ώρες να το εννοήσω, και τότε την κάλεσα εγώ.
«Τζούλια, μήπως ελάνθανε στα περί της Χελιδονούς που μου έλεγες το πρωί κάτι σαν πρόσκληση για το τυπογραφείο;»
«Άντε, το κατάλαβες, μπράβο, χαίρομαι», απολάμβανε την ειρωνεία της, αλλά συμπλήρωσε κι ένα «Ναι, ελάνθανε» (γιατί τον καλό εκδότη με κάτι «ελάνθανε» τον τυλίγεις).
Και, πράγματι, δυο - τρεις μέρες έπειτα, την Τετάρτη 14 του Μαρτίου, λίγο μετά τις εννιά το πρωί από την Πλατεία Μητροπόλεως και το καφέ Centrale (το επίνειο των εκδόσεων Τὸ Ροδακιό) επιβιβαζόμαστε σε ταξί με κατεύθυνση προς τον Κηφισό, περάσαμε τα ΚΤΕΛ, ύστερα γινόταν κάπως πιο υποφερτό το προαστιακό τοπίο, κατηφορίζοντας κιόλας προς το ρέμα, όντως, σχεδόν εξοχή. Σκόρπιες βιοτεχνίες ή αποθήκες ή μόνο τα κελύφη τους, ο κατηφορικός δρόμος τσιμεντένιος, περιβολάκια, θάμνοι, υγρασία που πύκνωνε μαζί με τη βλάστηση στο βάθος κατά μήκος του ρέματος. Καιγόντουσαν σε μικρή φωτιά δίπλα στο σημείο που αποβιβαστήκαμε σκουπίδια μαζί και κάτι σαν λάστιχο με τη χαρακτηριστική δυσάρεστη μυρουδιά. Όμως, τ’ άλλα, το φως, το αεράκι, η θερμοκρασία, ήταν όλα της άνοιξης.
Θα τυπωνόταν το εξώφυλλο εκείνη την ημέρα. Είχα ήδη δει μια πρόχειρη εκτύπωσή του.

Το τυπογραφείο, το Ψιμύθι, στεγάζεται σ’ ένα πρώην κλωστήριο. Στην αυλή αριστερά ένα χαμόσπιτο με κληματαριά, με κατατόπιζε η Τζούλια, ανήκε στον ιδιοκτήτη του βιοτεχνικού κτιρίου, ευγενικό άνθρωπο, εδώ ξεκαλοκαιριάζει. Φοράμε ριγμένα χαλαρά στο λαιμό κασκόλ, στις κορφές της Πάρνηθας υπάρχει ακόμα χιόνι. Με τις στιχομυθίες μας, ένα πεζό κουβεντολόι, περνώ από το ένα στο άλλο δίχως να συνειδητοποιώ συγκινήσεις και ρίγη, καν την έξαψή μου. Το ψηλοτάβανο και πολλών τετραγωνικών κτίριο, οι πάγκοι – τα πελώρια τραπέζια, όλα κατειλημμένα από ποικίλα έντυπα, εκτός από ένα δίκην γραφείου κοντά στην είσοδο, με τους καφέδες τσιγάρα τηλέφωνα, οι μηχανές να τυπώνουν –Θε μου, τα τυπογραφικά φύλλα της Διονυσίας!-, το κορίτσι που στοιβάζει τα διπλωμένα, τα πλακώνει με τη σανίδα στο μέγεθος της σελίδας, τα συμπιέζει, τα δένει σφιχτά με τους ιμάντες, «να φύγει ο αέρας», με ξεναγεί η Τζούλια, έπειτα ο Ζώης, ο νεαρός όλο νεύρο, «είδες τι καλός που είναι;», σχολιάζει σαν μένουμε οι δυο μας, «όποια μέρα, όποια ώρα και να ’ρθεις, έτσι δουλεύει», λίγο αργότερα εμφανίζεται και ο Νίκος Καρακώστας, ο τυπογράφος, λεπτός, γκρίζα μικρή αλογοουρά, μουσάκια, οβάλ πρόσωπο, δόντια καπνιστή, ένας πράος πενηντάρης. Τον ρωτάει η Τζούλια για το νερό στο πλαστικό μπουκάλι με την ετικέτα «δοκιμαστικό» στο τραπέζι - γραφείο, σκόπευαν, της απαντά, να καλλιεργήσουν ένα κηπάριο παρακάτω, κι έστειλαν για έλεγχο νερό από το ρέμα μήπως ήτανε τίποτα μολυσμένο, τι να τα κάνεις ύστερα τα βιολογικά λαχανικά, σχέδια όμως που για διάφορους άλλους λόγους τα εγκατέλειψαν, «Έχει πλάκα», λέει συνειρμικά στο τέλος, «παλιά, συγγενείς από την επαρχία μάς στέλνανε κανένα αψέκαστο μαρούλι, τώρα, και τι δε μας πακετάρουν, μάλλον από τις τηλεοράσεις -λόγω η κρίση- νομίζουνε οι άνθρωποι περνάμε Κατοχή, ότι πεινάμε», μειδιούσε.
Οι μηχανές που τύπωναν έδιναν το ρυθμό, τον παλμό.
Μύριζε χρώματα.
Άκουγα και δεν καταλάβαινα, έβλεπα και δε διέκρινα. Το εξώφυλλο έβγαινε σε πενταχρωμία. Εγώ δεν ξεχώριζα παρά μόνο το πορφυρό στη φωτογραφία με τα τρία λοφάκια γιασεμιά και στην ταινία με τον τίτλο «Διονυσία», επίσης το κυπαρισσί του ονόματός μου. Τώρα ο Ζώης ετοίμαζε το αχνό πράσινο του φόντου, το «τσαγαλί, το almond, το χρώμα του τσάγαλου, του άγουρου αμύγδαλου», μου εξηγεί η Τζούλια. Ανακάτευε με τη σπάτουλα πάνω σε χαρτόνι ξεκινώντας από το ουδέτερο (ένα μπεζ ανοιχτό) το μπλε με το κίτρινο που δίνουν το πράσινο, προλάβαινε φτυαρίζοντας με τη σπάτουλα το παχύρρευστο πράσινο, που ολοένα ζωντάνευε και πύκνωνε, να μην απλωθεί στη χάρτινη επιφάνεια, ανάδευε με πολλή επιδεξιότητα το υλικό, έπειτα βούταγε το ακροδάχτυλο στο χρώμα, το έτριβε τέλος σε καθαρά σημεία του χαρτονιού, εωσότου αραιώσει, μείνει εκείνο το ελάχιστο, το αδιόρατα πράσινο, στην ένταση ακριβώς που το θέλει η εκδότρια. Εκείνη πότε σκύβει πάνω από τα δοκιμαστικά όπως τα τυπώνει η μηχανή, πότε από απόσταση μισού μέτρου με τα πόδια στητά, το πανωκόρμι σε ελαφρά κλίση, τα χέρια πίσω χαμηλά στη μέση με τις παλάμες ανάστροφες, τη μια τής φαίνεται ότι περισσεύει ένα κιτρινάκι εδώ, την άλλη λίγο κάτι πιο σκούρο εκεί, ο Ζώης συμφωνεί και ακολουθεί τις υποδείξεις της, εμένα ακόμα και με τα γυαλιά της πρεσβυωπίας όλα μού μοιάζουν ίδια, δε βλέπω ούτε καταλαβαίνω τι διορθώνουν, γιατί πετούν τα «σκάρτα», αν μπορούσα θα τα κράταγα όλα, να τα πάρω μαζί μου φεύγοντας ως αναμνηστικά, ως ενθύμια. Πρώτα το καμαρώνει κι έπειτα ψιθυρίζει, «Έπρεπε να γράψω σχεδιασμός εξωφύλλου, Τζούλια Τσιακίρη», και χαμογελώντας, «καλά, στην ανατύπωση».
Αργότερα πέρασε και ο ιδιοκτήτης του κτιρίου, ένας προσηνής άνθρωπος γύρω στα εβδομήντα. Είπε τον καλό λόγο και μας ευχήθηκε την επιτυχία του βιβλίου.
Κόντευε μεσημέρι, κατηφορίζαμε προς το ρέμα, περπατούσαμε στα χωραφάκια κάτω από το τυπογραφείο. Μιλούσαμε ήσυχα, κατά διαστήματα μας διέκοπταν οι κλήσεις στο κινητό της. Για λίγα λεπτά κάθισε στη γωνία μιας χαμηλής περίφραξης, λέγαμε ιδιωτικά πράγματα, αυτές τις μέρες γνωριζόμαστε καλύτερα. Δε θυμάμαι τι περιμέναμε στο προαύλιο, ίσως τον Νίκο τον τυπογράφο, αν είχε λείψει κάπου, πάντως την άφησα να μιλάει στο κινητό εκεί, επέστρεψα και πάλι στις μηχανές, στα τυπωμένα δεκαεξασέλιδα, διάβαζα σκόρπιες παραγράφους από τη μια ή την άλλη σελίδα, αίφνης χλομιάζω, είμαι σίγουρος πρόκειται για λάθος, Θε μου, τόσες φορές σαρώνοντας το κείμενο, τόσο επισταμένα λεπτολογώντας, τώρα η αναλαμπή από το λήμμα του λεξικού στο μυαλό μου, τώρα που δε γινόταν πια να διορθωθεί το λάθος…, μου κοβόταν η ανάσα. Στη σελίδα 386, στην τελευταία παράγραφο, «Ο εργάτης… ανασήκωνε …απ’ το σάπιο φέρετρο το μεγαλύτερο κομμάτι της σορού», μα πώς μου διέφυγε αυτό το …σορού!
Ποιος ξέρει σε ποια κατάσταση με αντίκριζε η Τζούλια.
«Βρήκα λάθος!»
«Κι άλλο;» Νωρίτερα είχε εντοπίσει εκείνη έναν τόνο (κόρακι αντί κοράκι).
«Όχι, δικό μου. Λέω βγάζει μέσ’ απ’ το φέρετρο τη σορό. Μου ’ρθε σε έκλαμψη το λήμμα του Πρωίας. Η πρώτη σημασία της λέξης σορός είναι φέρετρο. …Μέσ’ απ’ το φέρετρο, …το φέρετρο;»
«Πέτα το. Το Πρωίας. Αμάν πια αυτό το Πρωίας! Πάρε του Σταματάκου, πάρε του Δημητράκου, έχει και άλλα λεξικά.»
Η αλήθεια, μια το ένα - μια το άλλο, την είχα πρήξει κάπως με το Πρωίας…
«Η σορός είναι το πτώμα. Κανένα λάθος. Και μακριά απ’ τα τυπογραφικά, σταμάτα να τα διαβάζεις!»
Ναι, να ηρεμούσα. Και λάθος να ήταν, είμαστε και τα λάθη μας, σχημάτισα τη σοφή ατάκα, και κάπως ησύχασα.
Ο τυπογράφος τής υποσχέθηκε, το αργότερο ως την επομένη Δευτέρα 19 Μαρτίου, θα της παρέδιδε τα πρώτα δεμένα αντίτυπα.
Περιμέναμε το ταξί, η φωτιά στην άκρη του τσιμεντένιου δρόμου είχε σβήσει πια, δε μύριζε καμένο λάστιχο. Είχε μεσημεριάσει, οι διαχύσεις δεν της αρέσουν, τη φίλησα, την ευχαρίστησα, συγκρατημένα, αγορίστικα. Σκεφτόμουν, δεν της το ανακοίνωσα, ότι οι ψυχές έχουν τροπισμό η μια προς την άλλη. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί τόση συγκέντρωση ευγένειας (τα πρόσωπα, εννοώ, το ένα μετά το άλλο) σε τόσο λίγα τετραγωνικά. Αλλά κι η περίπου σαραντάρα ταξιτζού, (γι’ αυτήν θα μερίμνησε η …ειρωνεία της τύχης), καθ’ οδόν προς την πόλη με ανεπιτήδευτη ευγένεια επίσης μας περιγράφει τη λαχτάρα της να χαρεί μια άλλη ζωή στην ύπαιθρο, να χώνει τα χέρια στο χώμα, να σκάβει, να ποτίζει, να τρέφει παραγωγικά ζώα, όχι μόνο το παπαγαλάκι και τις δυο γάτες της, όμως, και τι περισσότερο σ’ ένα στενόχωρο διαμέρισμα, η Τζούλια κάνει χάζι τη γυναίκα δίπλα της, «Πολύ τυχερά τα ζωάκια σας, λέω εγώ», «Α, δε φαντάζεστε, κυρία μου, πόσο τα φροντίζω», χαίρεται η οδηγός, και συνεχίζουν να τα λένε, ενώ η αφεντιά μου στο πίσω κάθισμα ευθυμεί περισσότερο με τα δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα σε θυμηδία και σε χιούμορ στο ύφος της συνοδηγού.
Αλλά ήμουν κι ευτυχισμένος, πολύ ευτυχισμένος.