ΔΙΟΝΥΣΙΑ
Φωτογραφία στο εξώφυλλο: ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΟΥΤΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Σχήμα 15Χ23, σελ. 400, τιμή: 20 €, ISBN 978–960–8372–49–8
Η Διονυσία ή Διονυσώ ή Διασουνιώ, στο νησί της Κω, έχει στον κήπο της τα πιο όμορφα λουλούδια και μυριστικά. Στην κουζίνα της, που αστράφτει από νοικοκυροσύνη, μαγειρεύονται οι πιο λεπτές γεύσεις της Δύσης και της Ανατολής. Κάπου ανάμεσα στα ζουμπούλια και στο μαλεμπί φωλιάζει ο κίνδυνος σα μαύρο χνουδωτό σκαθάρι. Βήμα το βήμα, σ’ ένα κυματιστό ψηφιδωτό από κοντινές λήψεις και αναδρομές, η Διονυσία διανύει το τόξο της γνώσης. Τελετουργική αναγκαιότητα ορίζει κάθε σταθμό αυτού του ταξιδιού προς την ανανέωση της ζωής μέσα από το μυστήριο του θανάτου. Άγγελος και Διόνυσος, θα τα γνωρίσει όλα, θα ανεβεί και θα κατεβεί, θα αγγίξει με τα χαρισματικά της δάκτυλα τις ζωές των άλλων και σαν αντάλλαγμα θα δώσει τη δική της. Οι τοίχοι γίνονται χάρτινοι, η λογική θρυμματίζεται, τα ρούχα δεν κρύβουν πια τίποτα. Από την Κω στην Αθήνα, από το 1997 ως το 2007, κάτι γινόταν δίπλα μας που μας ξέφευγε. Το πέρασμα της Διονυσίας από τη μεγάλη μας πόλη λούζει αυτή την αλήθεια με πολύ δυνατό φως.
«Συνέχιζε με βήμα άρρυθμο στον πεζόδρομο της Κάνιγγος, τον παράλληλο στην Πατησίων. Με κλειστά τα μαγαζιά, την κίνηση υποτονική, τις ακτίνες στην καθαρή από τη βροχή ατμόσφαιρα να κατεβαίνουν από τις πολυκατοικίες σαν από ψηλά φυλλώματα, στάθηκε για μια ανάσα στη μέση του πλακόστρωτου. Ξεφυσούσε ήσυχα και αργά. Ύστερα, λίγα βήματα παρακεί, σ’ έναν παρατημένο ξύλινο πάγκο, έσυρε με την παλάμη τις χοντρές σταγόνες στην επιφάνειά του, να την στεγνώσει λίγο, κάθισε κι ας βρεχόταν. Ίσιωσε κάθετα τη σπονδυλική στήλη, όρθωσε το λαιμό. Νοερά υψωνόταν, το κεφάλι της έφτανε και κατόπτευε τον έρημο δρόμο από το ύψος του πρώτου ορόφου των κτιρίων γύρω της, με τα χέρια της που επιμηκύνονταν κι αυτά, τακτοποιούσε χαμηλά το σακάκι, παρακάτω το παντελόνι της, έπειτα ανάερα το μεγάλο κυκλοτερές πλέγμα, το τεράστιο κρινολίνο με τα μικρά κουτάκια τα δεμένα στα σημεία που διασταυρώνονταν τα ακτινωτά κάθετα με τα κυκλικά οριζόντια ελάσματα, τον πελώριο κώδωνα-φούστα από τη μέση της έως τις πλάκες κάτω και ολόγυρά της. Τα αναρίθμητα μικρά κουτάκια της. Χρυσά με βυσσινιές κορδέλες. Η βροχή τα γυάλιζε. Ψιχάλιζε. Ανέβαζε το μέτωπο, ένιωθε τις σταγόνες στα κλειστά βλέφαρα. Κυλούσαν από τα μάγουλα στο λαιμό, κάτω απ’ τη λαιμόκοψη της μπλούζας στον κόρφο, στην κοιλιά της.»