Athens Voice, 08/08/2013 - 08:40.
Η Καπέλα Σιξτίνα ή Σιστίνα είναι το παρεκκλήσι του Αποστολικού Μεγάρου, του επίσημου ενδιαιτήματος του ποντίφικα στο Βατικανό. Πήρε το όνομά της από τον Πάπα Σίξτο (ή Σίστο) Δ’, χτίστηκε στο τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα, όμως είναι κυρίως γνωστή για τις νωπογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου μερικά χρόνια αργότερα με παραγγελία του Πάπα Ιουλίου Β’. Την επισκέφτηκα για πρώτη φορά πριν από λίγες μέρες, νομίζω θα τη συμπεριλαμβάνω στις πιο δυνατές εμπειρίες της ζωής μου.
Η Καπέλα Σιξτίνα συναριθμείται στα κορυφαία επιτεύγματα της Αναγέννησης. Όπως τα περισσότερα μεγάλης πνοής έργα (όχι μόνο της τέχνης) νομιμοποιεί τις αντίρροπες ή αντιφατικές εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης. Χώρος πνευματικής ανάτασης, προσευχής, και ταυτόχρονα παγανιστικής σχεδόν απεικόνισης του γυμνού σώματος, ιδίως του σφριγηλού και ρωμαλέου αντρικού που παραπέμπει στην προχριστιανική τέχνη, χώρος περισυλλογής για προκαθήμενο της θρησκείας του θεού της άκρας ταπείνωσης, αλλά και αίθουσα με την πιο εκλεπτυσμένη όσο και μεγαλοπρεπή εκδοχή της κοσμικής ισχύος, χώρος ενδοσκόπησης αλλά και τόπος διεξαγωγής του κονκλαβίου για την εκλογή των παπών. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι προαναφερθέντες πάπες όπως και οι περισσότεροι της Αναγέννησης εκτός από ισχυρές προσωπικότητες, φιλόμουσοι και πεφωτισμένοι, υπήρξαν κατά τους επικριτές τους και αήθεις μηχανορράφοι, δολοπλόκοι συνωμότες, φιλήδονοι και ουχί σπάνια «σοδομίτες». Και νομίζω είμαστε πολλοί όσοι αποτιμούμε ως τη μεγαλύτερη εισφορά του χριστιανισμού στην ανθρωπότητα αυτή την περίοδο: την Αναγέννηση ιδίως στην ιταλική χερσόνησο με την καταλυτική δράση σ’ αυτήν της παπικής εκκλησίας. Ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στην πορεία ελευθερίας που ξεκίνησε από την κλασική Αθήνα, για να περάσει στο Παρίσι και ιδίως στο Λονδίνο κι από κει στις ΗΠΑ, το κατ’ εξοχήν δημιούργημα του Διαφωτισμού.
Όπως κι ο Παρθενώνας, άλλωστε, είκοσι περίπου αιώνες νωρίτερα από την Καπέλα Σιστίνα, μνημείο της πνευματικής ανάτασης και του μέτρου, αλλά και της αθηναϊκής ηγεμονίας και ύβρεως. Ο Φειδίας με άκρα ειρωνεία έβαλε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς να πατάει στο κουτί της Πανδώρας.
Η άλλη πολύ δυνατή στιγμή στο ολιγοήμερο ταξίδι μου στην Ιταλία ήταν μπροστά στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή του Καραβάτζιο. Ζωγράφος του Μπαρόκ αυτός, περίπου έναν αιώνα μετά τις νωπογραφίες του Μικελάντζελο στην Καπέλα Σιστίνα, (κι ενώ στα μέρη μας είναι πια σχεδόν διακοσμητική η μανιέρα γκρέκα, δεδομένος ο δογματισμός, οι ρητορείες και τα λογοπαίγνια των εγκωμίων, η καθ’ ημάς ανατολή, που δεν έπαψαν και ποτέ να μας κατατρύχουν), ο νεαρός ελεύθερος (έως προπέτης) ζωγράφος θέλει τον Άγιο Ιωάννη ένα ολόγυμνο αλητόπαιδο σε στάση προκλητικά ηδυπαθή ν’ αγκαλιάζει έναν τράγο, περισσότερο Φαύνο – σάτυρο, όχι τον αμνό, το σύμβολο του Ιησού, με μόνη θεματική συνέπεια στην προβιά του Βαπτιστή, που κι αυτήν όμως την τοποθετεί κάτω από τη λαγόνα του γυμνού εφήβου Ιωάννη, λεπτομέρεια που μάλλον επιτείνει την όλη ηδυπάθεια της σύνθεσης.
Το συγκεκριμένο πίνακα τον είδα σε δύο αντίγραφα, το πρώτο στην Galleria Doria Pamphili στη Ρώμη, το δεύτερο στην Κρύπτη του Καθεδρικού της Σιένας (προσωρινό δάνειο από τα μουσεία Capitolini της Ρώμης). Την πρώτη φορά αναλογίστηκα πόσο προσχηματική είναι εντέλει η νατουραλιστική απόδοση στην τέχνη, πως είναι τόσο πιο αληθινή η αφήγηση όσο πιστότερα αποδίδει το νου, τη μνήμη του δημιουργού, όχι την ίδια την πραγματικότητα του βιώματός του, τη δεύτερη φορά -και με το συμπάθιο η βίαιη αλλαγή αφαίρεσης- έδωσα μια και βρέθηκα στη νεοελληνική Βουλή των Εφήβων, το εκτροφείο των ηθικολόγων του μέλλοντός μας, μπορεί από τον έφηβο ο συνειρμός, ούτε εγώ κατάλαβα πώς. Έπειτα μαζί με μια νότα μίζερης νοσταλγίας έφερα στη σκέψη μου την εικόνα του ιδρυτή του εν λόγω θεσμού, του Απόστολου Κακλαμάνη. Ύστερα, κι αυτό επίσης δεν ξέρω γιατί, γλίστρησε στο νου μου και δεύτερη μορφή, ο Φώτης Κουβέλης.
Ο ηθικολόγος, αυτός που τείνει το δείχτη, πρώτα ορίζει αυθαίρετα το σύνορο ανάμεσα στο καλό και το κακό, ύστερα το δείχνει συνεχώς, ενώ κατά βάση πάσχει από δειλία, από φόβο, φοβικότητα όπως λέμε πια. Είναι αυτός που φοβάται το κακό, φοβάται μην το δοκιμάσει. Με τη διαφορά πως στη ζωή, κι αυτή τη γνώση τη φέρνουν τα χρόνια, όσο περισσότερο φοβάσαι κάτι, τόσο πιο πολύ κυριαρχείσαι απ’ αυτό, ή ακόμα χειρότερα από τη μανία ότι σε καταδιώκει.
Δείτε τους φιλήδονους που δεν ενδίδουν στις επιθυμίες τους, προσέξτε πόσο περισσότερο τοξικοί, δηλητηριώδεις καταντούν. Χρειάζεται να αναφέρω τους συγκεκριμένους ρασοφόρους; Έπειτα, δεν είναι λίγοι και όσοι ηθικολογούν από καθαρή υποκρισία, στηλιτεύουν και ελέγχουν στεντορείως προκειμένου να μην ελεγχθούν οι ίδιοι, κατηγορία στην οποία υπάγονται και οι εγχώριοι πολιτικάντηδες και οι λοιποί λαϊκιστές. Ετούτοι στο όνομα ενός παιδαριώδους ηθικού ιδεαλισμού, συγγενικού με τις κυρίαρχες ιδεοληψίες, αμφισβητούν εκ των προτέρων οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, (αφού η όποια αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει και «ηθικώς απαράδεκτες συνέπειες»), προτιμούν με ρητορικές ακροβασίες να ονομάζουν μεταρρυθμίσεις τη διαιώνιση της στασιμότητας.
Στη διάρκεια του ταξιδιού μου αναλογιζόμουν κιόλας τη σύγχρονη παρακμή της χώρας που επισκεπτόμουν. Καλά εμείς και οι φαιδρότητές μας. Έπεσε το μάτι μου σε εφημερίδα: η κόρη του Μπερλουσκόνι, λέει, παρά το ότι δεν το θέλει, θα το κάνει για το χατίρι του μπαμπά της, μετά την καταδίκη εκείνου θα αναλάβει αυτή τα ηνία του «Φόρτσα Ιτάλια». Πού είναι, άραγε, η πρόσφατη μόλις λίγων δεκαετιών χώρα του Βισκόντι, του Φελίνι, του Παζολίνι; Ήτανε βράδυ στην πλατεία της Σάντα Κρότσε στη Φλωρεντία, έψαχνα το «Βίβολι», το παραδοσιακό παγωτατζίδικο της πόλης, καταλάμβανε ολόκληρη την πλατεία στημένο υπαίθριο θέατρο, έπαιζε ο Ρομπέρτο Μπενίνι. Αυτός, μάλιστα, σκέφτηκα. Είχα ήδη προσέξει πολλούς πατεράδες τρυφερούς με τους γιους τους που μου τον θύμιζαν στο «La vita è bella». Αλλά και δε θα καταλάβαινα πώς, τι συνέβη τότε πίσω από τις προκάτ κερκίδες της πλατείας της Σάντα Κρότσε, ούτε από ποιο πικρό συνειρμό θα γλίστραγε στο μυαλό μου η σκέψη ότι εμείς αντ’ αυτού όπως λέμε, αντί του Μπενίνι, έχουμε τον Λάκη Λαζόπουλο...
Η Καπέλα Σιξτίνα ή Σιστίνα είναι το παρεκκλήσι του Αποστολικού Μεγάρου, του επίσημου ενδιαιτήματος του ποντίφικα στο Βατικανό. Πήρε το όνομά της από τον Πάπα Σίξτο (ή Σίστο) Δ’, χτίστηκε στο τελευταίο τέταρτο του 15ου αιώνα, όμως είναι κυρίως γνωστή για τις νωπογραφίες του Μιχαήλ Αγγέλου μερικά χρόνια αργότερα με παραγγελία του Πάπα Ιουλίου Β’. Την επισκέφτηκα για πρώτη φορά πριν από λίγες μέρες, νομίζω θα τη συμπεριλαμβάνω στις πιο δυνατές εμπειρίες της ζωής μου.
Η Καπέλα Σιξτίνα συναριθμείται στα κορυφαία επιτεύγματα της Αναγέννησης. Όπως τα περισσότερα μεγάλης πνοής έργα (όχι μόνο της τέχνης) νομιμοποιεί τις αντίρροπες ή αντιφατικές εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης. Χώρος πνευματικής ανάτασης, προσευχής, και ταυτόχρονα παγανιστικής σχεδόν απεικόνισης του γυμνού σώματος, ιδίως του σφριγηλού και ρωμαλέου αντρικού που παραπέμπει στην προχριστιανική τέχνη, χώρος περισυλλογής για προκαθήμενο της θρησκείας του θεού της άκρας ταπείνωσης, αλλά και αίθουσα με την πιο εκλεπτυσμένη όσο και μεγαλοπρεπή εκδοχή της κοσμικής ισχύος, χώρος ενδοσκόπησης αλλά και τόπος διεξαγωγής του κονκλαβίου για την εκλογή των παπών. Κατά τον ίδιο τρόπο που οι προαναφερθέντες πάπες όπως και οι περισσότεροι της Αναγέννησης εκτός από ισχυρές προσωπικότητες, φιλόμουσοι και πεφωτισμένοι, υπήρξαν κατά τους επικριτές τους και αήθεις μηχανορράφοι, δολοπλόκοι συνωμότες, φιλήδονοι και ουχί σπάνια «σοδομίτες». Και νομίζω είμαστε πολλοί όσοι αποτιμούμε ως τη μεγαλύτερη εισφορά του χριστιανισμού στην ανθρωπότητα αυτή την περίοδο: την Αναγέννηση ιδίως στην ιταλική χερσόνησο με την καταλυτική δράση σ’ αυτήν της παπικής εκκλησίας. Ο δεύτερος μεγάλος σταθμός στην πορεία ελευθερίας που ξεκίνησε από την κλασική Αθήνα, για να περάσει στο Παρίσι και ιδίως στο Λονδίνο κι από κει στις ΗΠΑ, το κατ’ εξοχήν δημιούργημα του Διαφωτισμού.
Όπως κι ο Παρθενώνας, άλλωστε, είκοσι περίπου αιώνες νωρίτερα από την Καπέλα Σιστίνα, μνημείο της πνευματικής ανάτασης και του μέτρου, αλλά και της αθηναϊκής ηγεμονίας και ύβρεως. Ο Φειδίας με άκρα ειρωνεία έβαλε το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς να πατάει στο κουτί της Πανδώρας.
Η άλλη πολύ δυνατή στιγμή στο ολιγοήμερο ταξίδι μου στην Ιταλία ήταν μπροστά στον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή του Καραβάτζιο. Ζωγράφος του Μπαρόκ αυτός, περίπου έναν αιώνα μετά τις νωπογραφίες του Μικελάντζελο στην Καπέλα Σιστίνα, (κι ενώ στα μέρη μας είναι πια σχεδόν διακοσμητική η μανιέρα γκρέκα, δεδομένος ο δογματισμός, οι ρητορείες και τα λογοπαίγνια των εγκωμίων, η καθ’ ημάς ανατολή, που δεν έπαψαν και ποτέ να μας κατατρύχουν), ο νεαρός ελεύθερος (έως προπέτης) ζωγράφος θέλει τον Άγιο Ιωάννη ένα ολόγυμνο αλητόπαιδο σε στάση προκλητικά ηδυπαθή ν’ αγκαλιάζει έναν τράγο, περισσότερο Φαύνο – σάτυρο, όχι τον αμνό, το σύμβολο του Ιησού, με μόνη θεματική συνέπεια στην προβιά του Βαπτιστή, που κι αυτήν όμως την τοποθετεί κάτω από τη λαγόνα του γυμνού εφήβου Ιωάννη, λεπτομέρεια που μάλλον επιτείνει την όλη ηδυπάθεια της σύνθεσης.
Το συγκεκριμένο πίνακα τον είδα σε δύο αντίγραφα, το πρώτο στην Galleria Doria Pamphili στη Ρώμη, το δεύτερο στην Κρύπτη του Καθεδρικού της Σιένας (προσωρινό δάνειο από τα μουσεία Capitolini της Ρώμης). Την πρώτη φορά αναλογίστηκα πόσο προσχηματική είναι εντέλει η νατουραλιστική απόδοση στην τέχνη, πως είναι τόσο πιο αληθινή η αφήγηση όσο πιστότερα αποδίδει το νου, τη μνήμη του δημιουργού, όχι την ίδια την πραγματικότητα του βιώματός του, τη δεύτερη φορά -και με το συμπάθιο η βίαιη αλλαγή αφαίρεσης- έδωσα μια και βρέθηκα στη νεοελληνική Βουλή των Εφήβων, το εκτροφείο των ηθικολόγων του μέλλοντός μας, μπορεί από τον έφηβο ο συνειρμός, ούτε εγώ κατάλαβα πώς. Έπειτα μαζί με μια νότα μίζερης νοσταλγίας έφερα στη σκέψη μου την εικόνα του ιδρυτή του εν λόγω θεσμού, του Απόστολου Κακλαμάνη. Ύστερα, κι αυτό επίσης δεν ξέρω γιατί, γλίστρησε στο νου μου και δεύτερη μορφή, ο Φώτης Κουβέλης.
Ο ηθικολόγος, αυτός που τείνει το δείχτη, πρώτα ορίζει αυθαίρετα το σύνορο ανάμεσα στο καλό και το κακό, ύστερα το δείχνει συνεχώς, ενώ κατά βάση πάσχει από δειλία, από φόβο, φοβικότητα όπως λέμε πια. Είναι αυτός που φοβάται το κακό, φοβάται μην το δοκιμάσει. Με τη διαφορά πως στη ζωή, κι αυτή τη γνώση τη φέρνουν τα χρόνια, όσο περισσότερο φοβάσαι κάτι, τόσο πιο πολύ κυριαρχείσαι απ’ αυτό, ή ακόμα χειρότερα από τη μανία ότι σε καταδιώκει.
Δείτε τους φιλήδονους που δεν ενδίδουν στις επιθυμίες τους, προσέξτε πόσο περισσότερο τοξικοί, δηλητηριώδεις καταντούν. Χρειάζεται να αναφέρω τους συγκεκριμένους ρασοφόρους; Έπειτα, δεν είναι λίγοι και όσοι ηθικολογούν από καθαρή υποκρισία, στηλιτεύουν και ελέγχουν στεντορείως προκειμένου να μην ελεγχθούν οι ίδιοι, κατηγορία στην οποία υπάγονται και οι εγχώριοι πολιτικάντηδες και οι λοιποί λαϊκιστές. Ετούτοι στο όνομα ενός παιδαριώδους ηθικού ιδεαλισμού, συγγενικού με τις κυρίαρχες ιδεοληψίες, αμφισβητούν εκ των προτέρων οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, (αφού η όποια αλλαγή δεν μπορεί παρά να έχει και «ηθικώς απαράδεκτες συνέπειες»), προτιμούν με ρητορικές ακροβασίες να ονομάζουν μεταρρυθμίσεις τη διαιώνιση της στασιμότητας.
Στη διάρκεια του ταξιδιού μου αναλογιζόμουν κιόλας τη σύγχρονη παρακμή της χώρας που επισκεπτόμουν. Καλά εμείς και οι φαιδρότητές μας. Έπεσε το μάτι μου σε εφημερίδα: η κόρη του Μπερλουσκόνι, λέει, παρά το ότι δεν το θέλει, θα το κάνει για το χατίρι του μπαμπά της, μετά την καταδίκη εκείνου θα αναλάβει αυτή τα ηνία του «Φόρτσα Ιτάλια». Πού είναι, άραγε, η πρόσφατη μόλις λίγων δεκαετιών χώρα του Βισκόντι, του Φελίνι, του Παζολίνι; Ήτανε βράδυ στην πλατεία της Σάντα Κρότσε στη Φλωρεντία, έψαχνα το «Βίβολι», το παραδοσιακό παγωτατζίδικο της πόλης, καταλάμβανε ολόκληρη την πλατεία στημένο υπαίθριο θέατρο, έπαιζε ο Ρομπέρτο Μπενίνι. Αυτός, μάλιστα, σκέφτηκα. Είχα ήδη προσέξει πολλούς πατεράδες τρυφερούς με τους γιους τους που μου τον θύμιζαν στο «La vita è bella». Αλλά και δε θα καταλάβαινα πώς, τι συνέβη τότε πίσω από τις προκάτ κερκίδες της πλατείας της Σάντα Κρότσε, ούτε από ποιο πικρό συνειρμό θα γλίστραγε στο μυαλό μου η σκέψη ότι εμείς αντ’ αυτού όπως λέμε, αντί του Μπενίνι, έχουμε τον Λάκη Λαζόπουλο...