Η Θεία Χάρη αγαπάει την ειρωνεία
Η συμπερίληψη του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου στα ανθρώπινα δικαιώματα, όσο και η επέκταση του πολιτικού γάμου στα ζευγάρια όμοιου φύλου αποτελούν σήμερα ζητήματα αιχμής στις κοινωνίες της φιλελεύθερης δύσης.
Εδώ, σ’ εμάς, αντίθετα, σηκώσανε πάλι τα λάβαρα της αντίδρασης οι γνωστοί ιερωμένοι, άρχισαν ξανά τις υστερικές απειλές και το μίσος. Διευκρινίζοντας κιόλας ότι δε μισούν τους ομοφυλόφιλους, αυτούς τους αξιολύπητους, ότι μισούν και βδελύσσονται το ειδεχθές πάθος τους, την ομοφυλοφιλία. Απίστευτα στρεψόδικο σόφισμα, – ποιος άραγε δικηγορίσκος να το υπέδειξε. Αμέσως ένα κομμάτι της πολιτικής τάξης, βουλευτές του κατεξοχήν –τρομάρα του– αστικού κόμματος λουφάξανε, βάλανε την ουρά στα σκέλια.
Η λογική και τα επιχειρήματα σε πραγματικότητες όπως η τωρινή νεοελληνική δε φτουράνε και πολύ. Απευθυνόμενος, λοιπόν, στη μήτιν –να ονομάσω κομψά την πονηρία– του ελληνορθόδοξου ιερατείου, θα ήθελα να σημειώσω κάτι που μάλλον τους διέφυγε. Τον τελευταίο καιρό όχι μόνο προτεσταντικές, αλλά και η μεγάλη και σοφή στην επικοινωνία και τη διπλωματία της καθολική εκκλησία, έκαναν, εντυπωσιακή στροφή στις απόψεις τους περί ομοφυλοφιλίας, γάμου ομοφύλων κ.λπ., – δεν είναι αυτό που τους διέφυγε, θα εξηγηθώ παρακάτω.
Ο πάπας δεν είναι ποτέ ένα άτομο μόνο ούτε τα λόγια του ακριτομυθίες προς δημοσιογράφους, ειδικά όταν όπως ο νέος πάπας Φραγκίσκος Α’ δείχνει νους εξαιρετικής ευελιξίας και βαθιάς καλλιέργειας. Σταχυολογώ από τις δηλώσεις του προ διμήνου περίπου, όπως αναδημοσιεύτηκαν στον ελληνικό τύπο, ορισμένες φράσεις.
«Η εκκλησία έχει το δικαίωμα να εκφράσει την άποψή της, αλλά ο Θεός, με τη δημιουργία της πλάσης, μας χάρισε την ελευθερία. Κάτι που σημαίνει ότι η πνευματική παρέμβαση στην προσωπική ζωή, δεν είναι δυνατή.»
«Όποιος κηρύττει το λόγο του Θεού, πρέπει να μεταδίδει ζεστασιά στην καρδιά, να περπατά μέσα στο σκοτάδι μαζί με τους ανθρώπους, καταφέρνοντας να μη χαθεί. Το ποίμνιο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας θέλει ποιμένες και όχι κληρικούς-ιθύνοντες.»
«Η εξομολόγηση δεν πρέπει να μοιάζει με βασανιστήριο, αλλά να εμπνέεται από το αίσθημα του ελέους, με το οποίο ο Κύριος μας ωθεί να κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε.»
«Το πιο σημαντικό είναι να κηρύξουμε το Ευαγγέλιο αντί να επικεντρωνόμαστε συνεχώς στην άμβλωση, τους γάμους των ομοφυλόφιλων, τη χρήση αντισύλληψης.»
«Αν ένα πρόσωπο είναι ομοφυλόφιλος και αναζητεί τον Κύριο και είναι καλοπροαίρετος, ποιος είμαι εγώ για να τον κρίνω;»
Οποιοσδήποτε, νομίζω, μπορεί να συναγάγει ότι άλλο «οι απόψεις της εκκλησίας» άλλο η εκ Θεού «ελευθερία στην προσωπική ζωή», επίσης ότι ο κληρικός δεν πρέπει να ηθικολογεί, ότι το κήρυγμα του Ευαγγελίου δε σχετίζεται με αμβλώσεις, γάμους ομοφύλων κ.λπ., αλλά και από το «ποιος είμαι εγώ για να κρίνω έναν ομοφυλόφιλο», –μέσα σε μια φράση όλη η καλή χριστιανική θεολογία–, και το πιο ενδιαφέρον, ότι άτυπα όμως εκούσια ο ίδιος ο πάπας αποποιείται το αλάθητο. Είμαι, σαν να λέει, ένας αδύναμος ταπεινός άνθρωπος, γιατί να ξέρω, και αν ισχυριστώ ότι ξέρω, γιατί να μην έχω πολλές πιθανότητες να σφάλλω.
Μία κυνική ερμηνεία, βέβαια, των παραπάνω δηλώσεων θα ήταν ότι μαζεύτηκαν τόσοι φάκελοι σεξουαλικών σκανδάλων στο Βατικανό, που το πράγμα πια δύσκολα μαζεύεται ή κουκουλώνεται, οπότε αποφάσισαν σταδιακά να του αλλάξουν διαβάθμιση.
Γιατί όμως να μην ισχύει και μία άλλη εκδοχή, όχι και τόσο απίθανη: τι θα γίνει, αν σε πέντε - δέκα χρόνια, –ορισμένοι εκτιμούν ότι επίκειται–, έχουμε την επιστημονική - βιολογική απόδειξη ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι εκ γενετής καθορισμένος, ενδεχομένως εν μέρει και γονιδιακά; Να το πω απλά, όταν επιβεβαιωθεί αυτό που νιώθουμε βαθιά οι περισσότεροι ενδιαφερόμενοι, ότι ο προσανατολισμός είναι φύσει στοιχείο, ή να το διατυπώσω θεολογικά, ότι οι ομοφυλόφιλοι αποτελούμε επίσης πρόνοια της οικονομίας του Θεού; Όλοι οι άλλοι δικαιούνται αφού τινάξουν τους ώμους να αποδώσουν ό,τι κακό προηγήθηκε σε προκαταλήψεις και στερεότυπα, και ωραιότατα να ανανεώσουν ήθη και συμπεριφορές.
Ωραιότατα, αλλά εσείς οι ποικιλώνυμοι φορείς της εξ αποκαλύψεως αληθείας των μονοθεϊστικών θρησκειών, ιερείς και κήρυκες και άλλοι θεόπνευστοι κήνσορες, πού πάτε; Εσείς δεν έχετε δικαίωμα να τινάζετε απλώς τους ώμους. Τα πογκρόμ; Οι θανατώσεις; Τα εγκλήματα; Οι αυτοκτονίες; Οι προπηλακισμοί, οι διασυρμοί, η κακή ποιότητα της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, αυτό το αιώνων διαρκές έγκλημα κατά της ανθρωπότητας γιατί δε σας φώτισε ποτέ η Θεία Χάρη να το σταματήσετε; Γιατί ακόμα και στο 2013 υποκινείτε σε μίσος και στα συνακόλουθά του; Γιατί εννοείτε να ευλογείτε αυτοκίνητα και μαγαζιά και αποθήκες και όχι την αγάπη ανάμεσα σε δυο ανθρώπους; Να αντιδράτε λυσσαλέα όταν οι πολιτικά υπεύθυνοι πάνε να επιλύσουν όσα προβλήματα συνεπάγεται η σε βάρος των ομοφυλοφίλων ανισότητα;
Γυρίστε τώρα στις δηλώσεις του ποντίφικα, δείτε τι καλά που κουμπώνουν με τις ερωτήσεις της προηγούμενης παραγράφου.
Γιατί, καταπώς θα ’λεγε και ο Ροΐδης, ενώ εν Μακόνι της Γαλατίας το 781 συγκλήθηκε σύνοδος με μόνο θέμα το αν οι γυναίκες είναι πράγματι άνθρωποι, (και αποφάνθηκαν τότε οι άγιοι ιεράρχες ότι οι γυναίκες είναι όντως άνθρωποι, mulieres esse homines), γιατί δε σας φώτισε για μία ανάλογη σύνοδο και για τους ομοφυλόφιλους; Ή μήπως, τελικά, ο Θεός και η Χάρη του είναι τόσο μακριά, τόσο δυσπρόσιτοι, τόσο πέρα από τα ανθρώπινα, που ας αρκεστούμε σ’ όσα ψαχουλεύει ο νους που ερευνά, η επιστήμη;
Μ’ έμαθε ο Σοφοκλής την ύβριν της αθεΐας να μην τη διατυπώσω ποτέ, τους πιστούς να μην τους κοροϊδέψω ποτέ τυφλούς «τα τ’ ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματα / και στ’ αυτιά και στο νου και στα μάτια», και τίποτα δε ζηλεύω όσο την πίστη στον Θεό. Άλλωστε κάνω και μία ακόμα σκέψη, αν εγώ ένας απλός συγγραφέας ξέρω πόσο ανώτερη και πολυπλοκότερη υφολογικά είναι η ειρωνεία από την προσωποποίηση, γιατί Εκείνος να μην το ξέρει; Γιατί να σας διαφωτίσει με τη φωνή ή με τη σκέψη, με ηχηρές ή άηχες λέξεις των ανθρώπων, και όχι με την ειρωνεία; Δηλαδή, πόσο περισσότερο, αιώνες τώρα, να γέμιζε μητροπόλεις και μοναστήρια με ομοφυλόφιλους; Που ανάμεσά τους συναριθμούνται και μερικοί από τους πιο ενάρετους ιερωμένους, – το ξέρετε. Πόσο ηχηρότερα να το φωνάξει;
«Ή μικρός - μικρός παντρέψου ή μικρός - μικρός καλογερέψου», ήμουνα δεν ήμουνα είκοσι οχτώ και μου το ’λεγε όλο τσαχπινιά ένας τρυφερός και καλόκαρδος μοναχός. Αγαπώ το βυζαντινό μέλος, το ορθόδοξο τελετουργικό, εκκλησιάζομαι συχνά.
Σφυρίζει ο αέρας καμιά φορά, ανεμίζουν τα λεπτής ύφανσης άμφια στον ανάλαφρο βηματισμό όσων τα φορούνε, λέω στον εαυτό μου, μην κολάζεσαι, δεν είναι του πειρασμού το θρόισμα, είναι το απειράγαθο γελάκι του Θεού, φυσάει την ανάσα του, μας γεμίζει χάρη. Γελάει με τις ανοησίες μας. Πάντως, μην παρεξηγηθώ: τη φωνή ή το γέλιο Του δεν το άκουσα ποτέ. Το εικάζω μόνο.