Ο Francis Scott Fitzgerald (24 Σεπτεμβρίου 1896 – 21 Δεκεμβρίου 1940) ανήκει στην αποκαλούμενη Χαμένη Γενιά των Αμερικανών συγγραφέων (Χέμινγουεϊ, Φιτζέραλντ, Ντος Πάσος κ.ά.). Μολονότι πέθανε στην πολύ νεαρή για πεζογράφο ηλικία των 44 χρόνων, πρόλαβε να γράψει πέντε μυθιστορήματα (το πέμπτο ημιτελές) και πολλά διηγήματα. Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ (The Great Gatsby), κατά την εκτίμηση πολλών το καλύτερο από τα έργα του, εκδόθηκε το 1925. Ο Τ. Σ. Έλιοτ έγραψε γι’ αυτό ότι είναι «το πρώτο βήμα που έχει κάνει το αμερικανικό μυθιστόρημα από την εποχή του Χένρυ Τζέιμς».
Στον Υπέροχο Γκάτσμπυ
καταγράφεται ο αμερικανικός μεσοπόλεμος, πολύ κοντά σ’ ό,τι στις μέρες μας ονομάζουμε
ατμόσφαιρα ή κόσμο του life style.
Ανεμελιά, ελαφρότητα, χαρωπός εύκολος πλούτος, πολύ ύφος, πολλή επιφάνεια. Ο Φ.
Σ. Φιτζέραλντ δε δυσφορεί, δεν καταγγέλλει. Μα ούτε εξωραΐζει. Στο φινάλε το
πάρτι θα τελειώσει άσχημα, βέβαια.
Ο Γκάτσμπυ είναι αυτός που οικειοποιείται έναν τρόπο ή ένα
επίπεδο ζωής ανώτερό του, που δεν του ανήκουν, και που βρέθηκε εκεί ύστερα από μια
αμφιλεγόμενη ή σκοτεινή διαδρομή, σπρωγμένος όμως από φωτεινό κίνητρο, να
ξαναφέρει κοντά του την παντρεμένη με άλλον πια, παλιά ερωμένη του, Νταίζη. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς επί μακρόν για το περιεχόμενο της αφήγησης, το υλικό ή
ακόμα και την πλοκή, επίσης για τον επινοημένο αφηγητή (ομοδιηγηματικό) Νικ
Κάραγουεϊ, έναν εργαζόμενο στη Γουόλ Στριτ, χρηματιστή, τον καταλληλότερο να
παρεισφρήσει στον κόσμο των ηρώων. Αλλά στο εν λόγω μυθιστόρημα όντως υπέροχη είναι η ίδια η αφήγηση.
Φευγαλέες λεπτών αποχρώσεων πινελιές, γρήγορες εναλλαγές
εικόνων, συνειρμική και με τον τρόπο της χαλαρής μνήμης ανέλιξη, σχεδόν
ιμπρεσιονιστική, μεταφορές και παρομοιώσεις που αιφνιδιάζουν, υψηλό ύφος. Το
πιο ενδιαφέρον, νομίζω, ότι παρόλο που νεωτερική λογοτεχνία (που δεν έχει να
ζηλέψει από τις αντίστοιχες σύγχρονές της ευρωπαϊκές), εντούτοις με το να μην
καταργεί την προοικονομία στην πλοκή, ενδεχομένως γιατί αλλιώς δε θα είχε καμιά
τύχη στην τότε αμερικανική εκδοτική αγορά, γίνεται εν μέρει μετανεωτερική,
έρχεται και ως προς αυτό κοντύτερά μας.
Μερικά αποσπάσματα:
Σελ. 28: Το μόνο πραγματικά σταθερό αντικείμενο στο δωμάτιο
ήταν ένας τεράστιος καναπές στον οποίο είχαν μισοξαπλώσει δύο νεαρές γυναίκες
που έμοιαζαν ν’ αναπαύονται μέσα σ’ ένα
προσγειωμένο αερόστατο. Ήταν ντυμένες κι οι δυο στα λευκά και τα φορέματά τους φτερούγιζαν σαν να είχαν μόλις κατέβει από μια
πτήση γύρω από το σπίτι. Θα πρέπει να στεκόμουν εκεί για λίγα λεπτά ακούγοντας
το μαστίγωμα και το τίναγμα των κουρτινών και το τρίξιμο του πίνακα στον τοίχο.
Σελ. 36: Μια τελευταία ηλιαχτίδα έπεσε ρομαντικά στο λαμπερό
της πρόσωπο. Η φωνή της με πολιορκούσε καθώς άκουγα με κομμένη την ανάσα – μετά
η λάμψη ξεθώριασε, το φως άρχισε να την εγκαταλείπει αργοπορώντας σαν να μετάνιωνε,
όπως τα παιδιά που αφήνουν τη χαρά του παιχνιδιού στο δρόμο το σούρουπο.
Σελ. 57: Η κυρία Γουίλσον είχε αλλάξει το ταγέρ της εδώ και
κάμποση ώρα και τώρα είχε φορέσει ένα κομψό απογευματινό φόρεμα, που είχε χρώμα
κρεμ και σάρωνε το δωμάτιο με αδιάκοπο θρόισμα. Η αλλαγή του φορέματος έδειχνε
να έχει επιδράσει και στην προσωπικότητά της. Η ζωηρή διάθεσή της που ήταν τόσο
αξιοπρόσεκτη στο γκαράζ είχε μεταβληθεί σε μια αφ’ υψηλού νωχέλεια. Το γέλιο της,
οι κινήσεις της, οι εκδηλώσεις της είχαν γίνει πολύ πιο αρχοντικές και το
δωμάτιο έμοιαζε να μικραίνει όλο και περισσότερο όσο εκείνη γινόταν το
επίκεντρο της προσοχής μέσα στη γεμάτη κάπνα ατμόσφαιρα.
Σελ. 160: «Ίσως ξέρεις αυτή την κυρία». Ο Γκάτσμπυ έδειξε
μια τρομερή, ελάχιστα ανθρώπινη γυναίκα, η οποία έμοιαζε περισσότερο με ορχιδέα
που καθόταν κάτω από μια ανθισμένη δαμασκηνιά. Ο Τομ και η Νταίζη την κοίταζαν
με εκείνο το παράξενα εξωπραγματικό συναίσθημα που συνοδεύει την αναγνώριση
κάποιας μέχρι πριν λίγο μυθικής διασημότητας του σινεμά.
Σελ. 181: «Η φωνή της είναι γεμάτη αδιακρισία», παρατήρησα. «Είναι
γεμάτη…» Δίστασα. «Η φωνή της είναι γεμάτη χρήμα», είπε ξαφνικά. Αυτό ήταν.
Ποτέ πριν δεν το είχα καταλάβει. Ήταν γεμάτη χρήμα. Αυτό ήταν το μυστικό της αστείρευτης
γοητείας της, εκεί τη χρωστούσε, από κει ακουγόταν το τραγούδι της, ο ρυθμός
του, τα κύμβαλά του…
Σελ. 200: Έριξα μια ματιά στην Νταίζη, που κοιτούσε
τρομοκρατημένη κάπου ανάμεσα στον Γκάτσμπυ, το σύζυγό της και την Τζόρνταν, που
είχε αρχίσει να ισορροπεί ένα αόρατο αντικείμενο στην κορυφή του σαγονιού της,
κι αυτό έδειχνε να έχει απορροφήσει όλη της την προσοχή.
Σελ. 202: [την πιο κρίσιμη στιγμή νάσου κι ένας Έλληνας] Ο
νεαρός Έλληνας, ο Μιχάλης, που είχε το καφέ στους σταχτόλοφους, ήταν ο βασικός
μάρτυρας της ανάκρισης.
Σελ. 237: Θα πρέπει
να είχε κοιτάξει προς τα πάνω, στον εχθρικό ουρανό, μέσα απ’ τα τρεμάμενα φύλλα
και να τον διαπέρασε ένα ρίγος, όταν ανακάλυψε πόσο παράξενο πράγμα είναι ένα
τριαντάφυλλο και πόσο ωμό είναι το λιόφωτο πάνω από το μόλις κουρεμένο γρασίδι.
Σελ. 258: Ήταν έτοιμη να πάει να παίξει γκολφ και θυμάμαι
πως έμοιαζε με ωραία φωτογραφία από διαφήμιση, με το πιγούνι της ανασηκωμένο
παιχνιδιάρικα, τα μαλλιά της στο χρώμα των φθινοπωριάτικων φύλλων, με το
πρόσωπό της στην ίδια καφέ απόχρωση όπως και το χωρίς δάχτυλα γάντι στο γόνατό της.
[Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ: Ο Υπέροχος Γκάτσμπυ, μετάφραση
Γρηγόρης Παπαδογιάννης, ΤΟ ΒΗΜΑ 2013– σειρά: χάρτινοι έρωτες της μεγάλης
οθόνης, εισαγωγικό σημείωμα: Γιάννης Ζουμπουλάκης, σελ. 270]
Η Λάνα ντελ Ρέι στο Young and beautiful από τη μουσική επένδυση της ταινίας του Μπαζ Λούρμαν The Great Gatsby (2013) με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.