Το άσπρο φως των Αμερικανών
Athens Voice, 25/11/2013 - 12:57
Την προπερασμένη Κυριακή, ανήμερα της επετείου, πέρασα μπροστά από το πολυτεχνείο κατευθυνόμενος προς την Κολοκοτρώνη, προς το Φωταγωγό, το στέκι και βιβλιοπωλείο των εκδόσεων Το Ροδακιό. Οφειλόταν, άραγε, στην ελαφριά μουντάδα της ημέρας, στην ήπια μελαγχολία του κυριακάτικου απογεύματος, στο θέαμα καθαυτό ίσως, αλλά διασχίζοντας το πεζοδρόμιο με τους πάγκους επί της Πατησίων, χαζεύοντας φυσιογνωμίες και σκαριά ανθρώπων, είχα την εντύπωση ότι περπατούσα σε κινηματογραφικό πλατό για το γύρισμα ταινίας εποχής.
Κάπως σαν να διαστέλλεται ο χρόνος στη μνήμη μας. Αν το καλοσκεφτούμε, τα τελευταία τρία χρόνια αποτιμώμενα εντός μας λογαριάζονται για πολύ περισσότερα. Ίσως από την πληθώρα των εντυπώσεων, από την ένταση των εκλυόμενων συναισθημάτων μας. Σπάνε στερεότυπα, διαλύονται βεβαιότητες, διατυπώνουμε δημόσια σκέψεις που άλλοτε θα έμοιαζαν αδιανόητες, ακόμα και βλάσφημες. Ο Δημήτρης Φύσσας, για παράδειγμα, απ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα αναρωτήθηκε γιατί δεν οργανώνουμε και πορείες προς την ιρανική πρεσβεία μνήμης ένεκεν των μηδικών.
Η ιστορία όπως και ευρύτερα η ζωή είναι έννοιες ιδιαίτερα περίπλοκες. Απαιτείται νηφάλιος στοχασμός όταν κανείς τις αναλογίζεται ή τις σπουδάζει, και η καλύτερη στάση είναι πάντοτε της ειρωνείας (της κριτικής απόστασης, του ελέγχου, της αμφισβήτησης). Πόσο παιδαριώδης μπορεί να είναι η πολιτική σκέψη που συντηρεί ως εθιμοτυπική τελετουργία την πορεία διαμαρτυρίας προς την αμερικάνικη πρεσβεία; «Αμερικανοί, φονιάδες των λαών» ακόμα; Έκαψαν και ερήμωσαν, έσφαξαν τους άντρες και πούλησαν δούλους τα γυναικόπαιδα όπως εκδικούνταν πρώην συμμάχους ή αντιπάλους στα πλαίσια της ηγεμονίας τους οι πολίτες της αθηναϊκής, της πρώτης και μόνης άμεσης δημοκρατίας, (κατά πώς θα ’λεγε κι ένας αγορητής στη Βουλή των Εφήβων, ή ένας αγανακτισμένος παλίμπαις στην πλατεία Συντάγματος); Με το συμπάθιο οι απανωτές ρητορικές ερωτήσεις, είναι η φύση του πολιτικού λόγου που τις σηκώνει. Μολονότι η διάθεσή μου σήμερα είναι κατά τι ποιητικότερη.
Στο υπόλοιπο του δρόμου μου ως την Κολοκοτρώνη, πράγματι, κυλήσανε στο μυαλό μου πιο χαλαροί συνειρμοί, δεν αποκλείεται ιδιοσυγκρασιακοί και άρα εν πολλοίς αυθαίρετοι. Αγαπώ τους Αμερικανούς για κάμποσους λόγους, εσχάτως για επιπλέον δύο. Για τον τρόπο που παίρνουν το μικρόφωνο και μιλάνε για τον εαυτό τους, μα όποιοι κι αν είναι, περίπου όπως αλλού δίνουν συνεντεύξεις διακεκριμένες προσωπικότητες, θέλω να πω φαίνεται αφομοιωμένη από την ίδια τη λαϊκή κουλτούρα της χώρας η συνείδηση της διακριτής ατομικότητας για τον καθένα. Δεν υπάρχει κανένας που να μη δικαιούται να εκφέρει ή να ακούσει ένα τουλάχιστον λογύδριο για το πόσο σημαντικός είναι ο ίδιος ή κάποιος κοντινός του. Η λαϊκή ατομικότητα, λοιπόν, ο ένας λόγος, η εδραία πεποίθηση για το μεταθανάτιο άσπρο φως ο δεύτερος.
Από τα ειδικά ρεπορτάζ ως τα συναφή ντοκιμαντέρ, η αφήγηση, η μαρτυρία όπως ισχυρίζονται, όσων βρέθηκαν για μικρό διάστημα κλινικά νεκροί, ότι βγήκαν και περπάτησαν εκστατικοί προς ένα εκτυφλωτικό άσπρο φως, έγινε δοξασία, μύθος, κινηματογραφήθηκε, εδραιώθηκε στην κοινή συνείδηση, επίσης μέσω των ταινιών και σειρών τείνει να εξαπλωθεί και να αποκτήσει παγκόσμιο κύρος. Ό,τι ήταν η νήσος των μακάρων για τους αρχαίους ή οι διάφοροι παραδείσιοι μετά θάνατον τόποι για τις μονοθεϊστικές θρησκείες της Μέσης Ανατολής, με τη διαφορά πως ετούτη η δοξασία είναι ιδιαίτερα ψυχωφελής, παρηγορητική. Το κυριότερο, σύγχρονη: δίχως αφέλειες και ηθικολογίες, καθαρτήρια και κολάσεις. Το φως είναι εκτυφλωτικό, αλλά ποιος φοβήθηκε ποτέ το φως; Δεν μας λένε τίποτε πέραν της πρώτης εισόδου στον επέκεινα κόσμο, μα ούτε χρειάζεται. Το άγχος ή ο φόβος είναι κυρίως για κείνη τη στιγμή, τη στιγμή της μετάβασης. Ύστερα, και μέσ’ απ’ το φως, να φοβηθούμε πια τι;
Θυμήθηκα τις κόρες και τους κούρους, τα όμορφα αγόρια και κορίτσια με το αρχαϊκό μειδίαμα, με την ήσυχη κατάφαση στην όλη στάση τους, γλυπτά που συχνά αποτελούσαν τα σήματα τάφων στην αρχαία Ελλάδα. Αρχοντόπουλα, δηλαδή, που οι γονείς τους πληρώνανε να τα καμαρώνουν γυμνά (τα αγόρια) και χαμογελαστά πάνω στους τάφους τους. Κατάφαση προς τη φυσικότητα του θανάτου, στην οποία κατάφαση ας συμπεριλάβουμε και την αντίληψή τους για τον ένδοξο θάνατο στο πεδίο της μάχης.
Ακόμα και σε νεότερα χρόνια, όσο οι τοπικές κοινωνίες ζούσαν με σχετική συνέπεια κλεισμένες σ’ ό,τι ονομάζουμε παράδοση, οι νεκροί και ο θάνατος εντάσσονταν στη συλλογική, την κοινοτική ζωή. Στη Χώρα της Πάτμου σημαντικότερη κι από την ταφή είναι η μέρα της εκταφής, τρία χρόνια αργότερα, όταν σε κασελάκι και μόνο το κρανίο μεταφέρεται στο οστεοφυλάκιο που βρίσκεται στο προαύλιο της ενορίας του νεκρού, εντός του συνοικισμού, δηλαδή αποδίδεται σχεδόν συμβολικά το κεφάλι, ο νους, η υστεροφημία του ενορίτη, στη συλλογική μνήμη της κοινότητάς του. Οι Χωριανοί αγωνιούσαν γι’ αυτή την ημέρα. Τρία χρόνια μετά το θάνατο κάποιου έχουν ανοιχτεί διαθήκες, κιτάπια, έχει γίνει ο απολογισμός των πεπραγμένων του. «Ήτανε πολύ κακός άνθρωπος, να καταλάβεις, ούτε οι δικοί του δεν πατήσανε στην εκταφή του», μου σχολίαζε κάποιον μεταστάντα η σπιτονοικοκυρά των διακοπών μου, τότε, τέλος του ’80.
Όταν οι κοινωνίες ευημερούν, τα μέλη τους ζουν φυσικότερα και το θάνατο. Το ίδιο που θα μπορούσαμε με πολλή προσοχή να ισχυριστούμε και για την άλλη μεγάλη συνθήκη της ύπαρξης, τον έρωτα. Αντίθετα, όταν οι κοινωνίες παρακμάζουν, το βλέπουμε καθαρά στην ύστερη αρχαιότητα αυτό, τόσο ο έρωτας όσο και ιδίως ο θάνατος μετατοπίζονται βίαια από τη δημόσια στην ιδιωτική σφαίρα, γίνονται ατομικιστική απόλαυση ή μοναχικό πένθος, πόνος και τρόμος. Σε αντίθεση με τη δημόσια ζωή καθ’ αυτήν, (οικονομία, πολιτικούς ή άλλους θεσμούς), που ακινητοποιείται στάσιμη, αδρανής, οιονεί νεκρή.
Μην αλλάξω ύφος, μην επιστρέψω στις ρητορικές ερωτήσεις, ποια… κοινωνία με στυλωμένα τα ποδάρια ενάντια στην παραμικρή μεταρρύθμιση υπονοώ…
Αναλογίστηκα επίσης τον Άλαν Μπολ, το σεναριογράφο της εμβληματικής για τη δεκαετία του ’90 ταινίας American Beauty. Τον φώναξε η υπεύθυνη του συνδρομητικού καναλιού της Warner, του HBO, δήλωσε ο ίδιος, και του ζήτησε τη δημιουργία μιας σειράς με θέμα το πώς αντιμετωπίζουν οι σύγχρονοι Αμερικανοί το θάνατο. Απ’ αυτή την πρόταση πρόκυψε η εξαιρετική Six Feet Under (Γραφείο Κηδειών Φίσερ), νομίζω από τις κορυφαίες του εν λόγω καναλιού, σειρές που –εκτίμησή μου– αποτελούν την αιχμή στις δραματουργικές τέχνες του καιρού μας.
Πρέπει να μπήκα κάπως ξαναμμένος στον Φωταγωγό, «Έχεις τίποτα;» με ρώτησε η Τζούλια (Τσιακίρη), η εκδότριά μου, «Μπα, πέρασα από το πολυτεχνείο», της απάντησα, «Α, ναι, είναι και το Πολυτεχνείο σήμερα», είπε ήσυχα καθώς προχωρούσαμε προς το εσωτερικό του ζεστού βιβλιοπωλείου.