Πρέπει να παράγινε μουντή η ατμόσφαιρα τελευταία, δεν
εξηγείται πως έπεσα με τα μούτρα στο δυσκολότερο από τα μυθιστορήματα που
εκκρεμούσαν στο κομοδίνο μου. Το «Δόκτωρ Φάουστους» του Τόμας Μαν, (με τον
υπότιτλο: η ζωή του Γερμανού μουσουργού Άντριαν Λέβερκυν εξιστορημένη από ένα
φίλο). Η χώρα παραδέρνει εγκαταλελειμμένη σε ιδεοληπτικούς και αδαείς, και μουδιασμένη
από τα αδιέξοδα και τις τοξίνες του λαϊκισμού.
Ο Τόμας Μαν μεγεθύνει την εμπειρία, αφηγείται σαν να
παρατηρεί το καθετί με μεγεθυντικό φακό.
Παράλληλα είδα δύο έξοχες ταινίες, το «Manchester by the sea», που θυμίζει λογοτεχνική αφήγηση με εσωτερική εστίαση, το συγκινητικό «Moonlight», και εδώ και τρία βράδια
βλέπω το «Rectify», εξαιρετική
σειρά, νομίζω η καλύτερη απ’ όσες είδα ποτέ, ατόφια υψηλή τέχνη, σχεδόν
εφάμιλλη στην απόδοση διεσταλμένου αφηγηματικού χρόνου από στυλίστα λογοτέχνη.
Λέω σχεδόν, γιατί, όπως και να το κάνουμε, και ας μου επιτραπεί η αδόκιμη σύγκριση,
κώδικας συνθετότερος και πλουσιότερος από τη γλώσσα δεν υπάρχει, και άρα απόλαυση
βαθύτερη από την ανάγνωση της λογοτεχνίας καμία.
Κι ένα απόσπασμα από το «Δόκτωρ Φάουστους», σελ. 196 – 197:
Χτυπάω το κουδούνι, η πόρτα ανοίγει μόνη της και στο
διάδρομο με προϋπαντά μία φτιασιδωμένη μαντάμ, με μάγουλα στο χρώμα της σταφίδας,
ένα κομπολόι με κερένιες πέρλες πάνω στα πάχη της, και με χαιρετίζει με σχεδόν
σεμνή συμπεριφορά, τιτιβίζοντας καταχαρούμενη και φλερτάροντας, σαν να με
περίμενε από καιρό, με οδηγεί μετά με ένα σωρό ευγένειες μέσα από παραπετάσματα
σε ένα λαμπερό χώρο με πλαισιωμένη ταπετσαρία, κρυστάλλινο πολυέλαιο, απλίκες
μπροστά σε καθρέφτες και μεταξωτούς καναπέδες, όπου μπροστά στα μάτια σου
κάθονται νύμφες και κόρες της ερήμου, έξι ή επτά, τι να πω, νυχτοπεταλούδες,
υμενόπτερα, εσμεράλδες, πολύ ελαφρά ντυμένες, με τούλι, με αραχνοΰφαντα και με
στρας, τα μαλλιά μακριά και λυτά, βοστρυχωτά μαλλιά, πουδραρισμένα ημισφαίρια,
μπράτσα με βραχιόλια και σε κοιτούν με ανυπόμονα μάτια αστραφτερά από λαγνεία.
Εμένα κοιτάζουν, όχι εσένα. Ο τύπος, ο Σέπφους του Γκόζε, με
οδήγησε εν χαμαιτυπείω! Στεκόμουν και έκρυβα την ταραχή μου, ώσπου βλέπω απέναντί
μου ένα ανοιχτό πιάνο, ένα φίλο, ορμάω επάνω του διασκελίζοντας το χαλί και
χτυπάω όρθιος δυο τρεις συγχορδίες, ξέρω ακόμη τι ήταν, επειδή είχα εκείνη τη
στιγμή το ηχητικό φαινόμενο στο μυαλό μου, μετατροπία από το σι μείζονα στο ντο
μείζονα, έναν ειρμό ημιτονίου που δυνάμωνε, όπως η προσευχή του ερημίτη στο
φινάλε του Ελεύθερου σκοπευτή, καθώς μπαίνουν το τύμπανο, οι
τρομπέτες και οι οξύαυλοι στη συγχορδία τετάρτου και έκτου του ντο. Το ξέρω εκ
των υστέρων, τότε δεν το ήξερα ακόμη, το άρχισα έτσι τυχαία. Έρχεται και
στέκεται δίπλα μου μια μελαχρινή, με ισπανικό κορσάζ, μεγάλο στόμα, σιμή μύτη
και αμυγδαλωτά μάτια, μια εσμεράλδα, μου χαϊδεύει με το μπράτσο το μάγουλο.
Γυρίζω, σπρώχνω με το γόνατο τον ταμπουρέ στο πλάι και ανοίγω δρόμο πάνω από το
χαλί μέσα από το άντρο της λαγνείας, προσπερνώ την τσατσά με τις κομπορρημοσύνες
της, διατρέχω το διάδρομο και κατεβαίνω τη σκάλα μέχρι το δρόμο χωρίς ούτε να
αγγίξω την μπρούντζινη κουπαστή.
[Τόμας Μαν: Δόκτωρ Φάουστους, μετ. Θόδωρος Παρασκευόπουλος,
εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2002, σελ. 720.]