(Andro, 27/7/17) http://www.andro.gr/apopsi/san-calogero-agrigento/
(Ταξιδιωτικό αφήγημα προς διαπορούντες ορθολογιστές συμπατριώτες)
Σε πρόσφατο ταξίδι μου στη Σικελία και καθοδόν από Ραγκούσα προς Αγκριτζέντο, τον αρχαίο Ακράγαντα, στο μπροστινό κάθισμα του λεωφορείου ηλικιωμένος κύριος έλεγε ότι το ίδιο βράδυ Παρασκευής και τις επόμενες δύο μέρες ολοκληρώνονταν οι γιορτές της πόλης στον San Calogero, τον άγιο Καλόγηρο. Αναλογίστηκα το όνομα, το επιχωριάζον στη Σικελία, και που εύκολα εντυπώνεται λόγω της ελληνικής του προέλευσης, το όνομα Καλότζερο, αλλά ίσαμε κει, δεν έδωσα περισσότερη βάση. Το μεσημέρι της μεθεπομένης, στη via Atenea, από τις κεντρικές του Agrigento, προπορευόταν μία μπάντα, ακολουθούσαν ιππήλατες άμαξες, αμαξώματα και υποζύγια στολισμένα, τα πρώτα με λογής γιρλάντες και διακοσμητικά χειροτεχνήματα κυρίως με στάχυα, τα άλογα με πλεγμένες σε πλεξίδες τις χαίτες και με λοφία πολύχρωμα στις κορφές των κεφαλιών τους, οι αμαξηλάτες με τοπικές ενδυμασίες, όμως και κατσίκες στην πομπή, κι αυτές με εορταστικές ταινίες -υπέθεσα κατάλοιπα από πομπές αρχαίων θυσιών-, πάλι δεν έδωσα βάση. Κάπως ανέτρεχα στις festas populares, τις λαϊκές γιορτές της Λισαβόνας και του Πόρτο για τον Santo António (της Πάντοβας) και τους São João και São Pedro, στις οποίες είχα τύχει αρκετές φορές τα χρόνια που η Πορτογαλία μονοπωλούσε τα εκτός Ελλάδος ταξίδια μου -υπάρχει κάτι κοινό στις καθολικές λαϊκές γιορτές που επιβιώνουν ως τις μέρες μας, και (που ασύμβατες εν πολλοίς προς τη σύγχρονη ζωή) αναγκαστικά με αρκετό κιτς.
Στον Ακράγαντα είχα βρεθεί για να δω την πόλη, να επισκεφτώ την Κοιλάδα των Ναών, όχι για μια τοπική γιορτή που κιόλας αγνοούσα προτού πατήσω το πόδι μου εκεί. Εκτός κι αν περιλάμβανε τίποτε εκδηλώσεις με φολκλορικές μουσικές -από μία πληροφορία κάπως ασαφή του υπαλλήλου στην υποδοχή του ξενοδοχείου, που ωστόσο ούτε στο διαδίκτυο ούτε ρωτώντας μπόρεσα να κάνω πιο συγκεκριμένη. Έμενα λοιπόν μ' ένα: ας έχω μόνο το νου μου, μην και χάσω κάποιο τυχόν πανηγύρι.
Με το μούχρωμα, κοντά εννιά, πέφτω στην κυρίως εορταστική πομπή. Έστριβε προς τη μεγάλη κεντρική λεωφόρο, τη viale della Vittoria, κάτω από το ναό του Σαν Καλότζερο, η οποία μού άρεσε και για τη δεντροστοιχία των φίκων, το χαρακτηριστικότερο αστικό πράσινο -εικάζω φερμένο από τους Ιταλούς- και στις πόλεις μας, ημών των Δωδεκανησίων, της Ρόδου και της Κω. Προπορευόταν ένα φορτηγό με το άγαλμα του αγίου, το όχημα τόσο φορτωμένο στρωσίδια και στολίδια και με τρόπο που θύμιζε ινδικά ή πακιστανικά αντίστοιχα φορτηγά ή λεωφορεία, παρόντες επίσης οι επίσημοι, ο επίσκοπος –μάλλον επίσκοπος-, ο δήμαρχος με δηλωτική του αξιώματος τρικολόρε ταινία διαγωνίως στο θώρακά του, κάποια στιγμή ο μάλλον επίσκοπος στραμμένος στον άγιο του απηύθυνε προσευχές, λίγο αργότερα, που έμοιαζε και με κορύφωση, ρίχνονταν βεγγαλικά πολλά και για πολλή ώρα, ο αέρας μύρισε πυρίτιδα. Είχα καταλήξει σε gelateria, όρθιος στην είσοδό της με το δικό μου παγωτό σε κυπελλάκι χαζεύοντας τους γύρω μου που αφηρημένοι στη φωταψία με το πλαστικό κουταλάκι ή δαγκώνοντας κατάπιναν το παραδοσιακό σ’ όλη τη Σικελία παγωτό - σάντουϊτς (στρογγυλό μπριός που τρώγεται είτε παπάρα σε γρανίτα αμυγδάλου ή λεμονιού ή κομμένο στα δυο και παραγεμισμένο με λογής μπάλες παγωτού). Ύστερα ανηφόρισα διασχίζοντας την κοσμοσυρροή μέχρι την ανοιχτωσιά μπροστά απ’ το ναό του San Calogero, τότε που το «πακιστανικό» φορτηγό έκανε όπισθεν κατευθυνόμενο αργά μέσα από το πλήθος προς το προαύλιο του ναού, όπου και κάποτε στάθμευσε. Πρέπει να με κράτησε -και ευτυχώς δηλαδή γιατί θα έχανα ό,τι ακολούθησε- η προσδοκία του φολκλόρ μετά το πέρας της τελετής που έμοιαζε να επίκειται, όταν αίφνης, μάλλον το χειρόφρενο του φορτηγού είχε δώσει το σύνθημα, θα τινάζονταν με την ορμή πίδακα ένα ατέλειωτο σμάρι άνθρωποι, αρχικά νεαροί, σταδιακά από κάθε ηλικία, στο τέλος και ορισμένες γυναίκες, θα σκαρφάλωναν στο φορτηγό κι ίσαμε το λαιμό του αγίου, κρεμασμένοι γύρω απ’ το άγαλμα όσοι γινόταν να κρεμαστούν, κι όποιοι έφταναν σε απόσταση επαφής, γαντζώνονταν από το κεφάλι του αγίου, για να του δώσουν σβουριχτά απανωτά φιλιά, με ένταση πραγματικά αλλόκοτη, σαν έπειτα από πολλή αναμονή, φιλιά να τ’ ακούς και σε απόσταση πενήντα ή και εκατό μέτρων από το άγαλμα, δύο ή τρία ή και περισσότερα τέτοια φιλιά, κι ύστερα σταδιακά ξεκρεμιόντουσαν, έδιναν τη θέση τους στους ανυπόμονους επόμενους. Και το σμάρι οι κρεμασμένοι δε μίκραινε, όσοι κατέβαιναν άλλοι τόσοι σκαρφάλωναν, παραπάνω δε χώραγαν, ορισμένοι και με τα μωρά τους, να τα καθίσουν στα χέρια του αγίου, εκείνα να κλαίνε, άλλοι σφούγγιζαν στο μαντίλι τους τα σάλια των προηγούμενων, το φόραγαν έπειτα δεμένο στο λαιμό τους, μέχρι και ανάπηροι που τους σήκωναν μαζί με το αμαξίδιο, ν’ αγκαλιάσουν, να φιλήσουν κι αυτοί με την ίδια απίστευτη έξαψη το πρόσωπο του San Calogero –στους ανάπηρους το πλήθος χειροκροτούσε. Δεν πρέπει να έμεινα μεγαλύτερο ποτέ διάστημα με το στόμα ανοιχτό, άναυδος. Ένιωσα ακόμα και το ρίγος ή τις δονήσεις μιας συγκίνησης. Δεν ήξερα ούτε τον άγιο ούτε σε τι πρόσβλεπαν οι πιστοί του, μα ούτε νομίζω πως είχε σημασία να γνωρίζω.
Υπάρχουν περιπτώσεις που η πίστη, η προσήλωση σε κάτι μεταφυσικό, γίνεται κατανοητή, θέλω να πω μπορεί να θεωρηθεί εύλογη. Θυμάμαι τη γονατιστή μεσήλικη γυναίκα στο προσκυνητάρι του καθολικού του μεγάλου μοναστηριού στην Πάτμο, τους λυγμούς της, κυριολεκτικά σπαραξικάρδιους. Ήτανε καρκινοπαθής μ’ ελάχιστο χρόνο ζωής μπροστά της. Εκδηλώσεις πίστης εύλογες ακόμα και στην ακραία σίγουρα περίπτωση του διακεκριμένου γιατρού, φωτισμένου επιστήμονα, του Sousa Martins, στη Λισαβόνα, που μερικές δεκαετίες μετά το θάνατό του κάποιος τον είδε στον ύπνο του, πίστεψε ότι εξαιτίας του θεραπεύτηκε απ’ ό,τι έπασχε, έπειτα και άλλος, και άλλος, σωρεία τα ευχαριστήρια αναθήματα κάτω από τον ανδριάντα του στην πλατεία μπροστά από την Ιατρική Σχολή της πόλης, αλλά και στον τάφο του, ένας λαϊκός θαυματουργός άγιος εντέλει, που για ευνόητους λόγους η καθολική εκκλησία αδυνατεί να τον αναγνωρίσει ως τέτοιον.
Περίπου τρία τέταρτα της ώρας κι ακόμα το σμάρι η ανθρώπινη πυραμίδα γύρω από το άγαλμα δεν έλεγε να καταλαγιάσει, κι όταν κάπως άρχισε να αραιώνει ήτανε μάλλον γιατί έπρεπε να κατεβεί επιτέλους από το φορτηγό το άγαλμα, να επιστρέψει στο ναό. Από τον πολύ κόσμο, εκατοντάδες, δεν αποκλείεται χιλιάδες, έμοιαζε όλη η πόλη συγκεντρωμένη στην πλατεία και τους δρόμους γύρω από το ναό, δε διέκρινα λεπτομέρειες, μάλλον το τοποθετούσαν σε βάθρο ή πάνω σε φορείο, ξανάρχιζε το φρενήρες σκαρφάλωμα, για κάνα εικοσάλεπτο τώρα, ύστερα στους ώμους υπέθετα βαστάζων κατέβαινε –η είσοδος του ναού βρίσκεται μερικά σκαλοπάτια πιο χαμηλά-, τρεις φορές γιατί με τις φωνές του το γύρευε το πλήθος το ξανανέβασαν στο προαύλιο, και τις τρεις επαναλαμβανόταν μέσα σε επευφημίες περίπου για εικοσάλεπτο το ίδιο τρελό σμάρι πιστών, πια ήτανε και περισσότερες οι γυναίκες που σκαρφάλωναν ίσαμε το πρόσωπο του αγίου, αλλά και κάπου εκεί, περασμένες δώδεκα, δεν είχε και νόημα να το παρακολουθήσω άλλο, μπορεί να μην τέλειωνε κι ως το πρωί, μαζί με το παραπανίσιο πλήθος που σταδιακά αποχωρούσε απομακρύνθηκα κι εγώ.
Ήτανε το βράδυ της Κυριακής 9 Ιουλίου του 2017, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της τρίτης μ.Χ. χιλιετίας, βρισκόμουν σε μια από τις επτά πλουσιότερες και πιο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη, περπατούσα σαστισμένος: πού ακριβώς να καταχωρίσω όλες αυτές τις εικόνες. Έψαχνα κάποιο μπαρ να καθίσω. Ασχέτως τι πρεσβεύω για θρησκείες ή έστω γενικά και αόριστα για τις μεταφυσικές αγωνίες των ανθρώπων, αγνωστικιστής ή και άθεος, του Διαφωτισμού θιασώτης και υπέρμαχος του διαχωρισμού κράτους - εκκλησίας, εντούτοις τι άλλο, μηρύκαζα ξανά το στίχο του Σοφοκλή το τυφλὸς τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματ’ εἶ / είσαι τυφλός στ’ αυτιά, στο νου, στα μάτια, που εκστομίζει προς τον τυφλό μάντη Τειρεσία αντί προς τον ίδιο του τον εαυτό ο Οιδίποδας, εκείνος ο πρώτος του Διαφωτισμού, που είχε εμπιστοσύνη στη λογική του και που μ’ αυτήν νόμισε πως έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας κι έσωσε την πόλη, τάχα ήτανε το αίνιγμά της κι όχι η ίδια η σφίγγα το δυσεξήγητο, να συνειδητοποιήσω ακόμα μια φορά πως αυτά τα πράγματα ανήκουν σε σκοτεινές και υγρές όμως περιοχές της ποιήσεώς μας, και πως είναι φρονιμότερο να μην τα απαξιώνουμε με ευκολία.
(Ταξιδιωτικό αφήγημα προς διαπορούντες ορθολογιστές συμπατριώτες)
Σε πρόσφατο ταξίδι μου στη Σικελία και καθοδόν από Ραγκούσα προς Αγκριτζέντο, τον αρχαίο Ακράγαντα, στο μπροστινό κάθισμα του λεωφορείου ηλικιωμένος κύριος έλεγε ότι το ίδιο βράδυ Παρασκευής και τις επόμενες δύο μέρες ολοκληρώνονταν οι γιορτές της πόλης στον San Calogero, τον άγιο Καλόγηρο. Αναλογίστηκα το όνομα, το επιχωριάζον στη Σικελία, και που εύκολα εντυπώνεται λόγω της ελληνικής του προέλευσης, το όνομα Καλότζερο, αλλά ίσαμε κει, δεν έδωσα περισσότερη βάση. Το μεσημέρι της μεθεπομένης, στη via Atenea, από τις κεντρικές του Agrigento, προπορευόταν μία μπάντα, ακολουθούσαν ιππήλατες άμαξες, αμαξώματα και υποζύγια στολισμένα, τα πρώτα με λογής γιρλάντες και διακοσμητικά χειροτεχνήματα κυρίως με στάχυα, τα άλογα με πλεγμένες σε πλεξίδες τις χαίτες και με λοφία πολύχρωμα στις κορφές των κεφαλιών τους, οι αμαξηλάτες με τοπικές ενδυμασίες, όμως και κατσίκες στην πομπή, κι αυτές με εορταστικές ταινίες -υπέθεσα κατάλοιπα από πομπές αρχαίων θυσιών-, πάλι δεν έδωσα βάση. Κάπως ανέτρεχα στις festas populares, τις λαϊκές γιορτές της Λισαβόνας και του Πόρτο για τον Santo António (της Πάντοβας) και τους São João και São Pedro, στις οποίες είχα τύχει αρκετές φορές τα χρόνια που η Πορτογαλία μονοπωλούσε τα εκτός Ελλάδος ταξίδια μου -υπάρχει κάτι κοινό στις καθολικές λαϊκές γιορτές που επιβιώνουν ως τις μέρες μας, και (που ασύμβατες εν πολλοίς προς τη σύγχρονη ζωή) αναγκαστικά με αρκετό κιτς.
Στον Ακράγαντα είχα βρεθεί για να δω την πόλη, να επισκεφτώ την Κοιλάδα των Ναών, όχι για μια τοπική γιορτή που κιόλας αγνοούσα προτού πατήσω το πόδι μου εκεί. Εκτός κι αν περιλάμβανε τίποτε εκδηλώσεις με φολκλορικές μουσικές -από μία πληροφορία κάπως ασαφή του υπαλλήλου στην υποδοχή του ξενοδοχείου, που ωστόσο ούτε στο διαδίκτυο ούτε ρωτώντας μπόρεσα να κάνω πιο συγκεκριμένη. Έμενα λοιπόν μ' ένα: ας έχω μόνο το νου μου, μην και χάσω κάποιο τυχόν πανηγύρι.
Με το μούχρωμα, κοντά εννιά, πέφτω στην κυρίως εορταστική πομπή. Έστριβε προς τη μεγάλη κεντρική λεωφόρο, τη viale della Vittoria, κάτω από το ναό του Σαν Καλότζερο, η οποία μού άρεσε και για τη δεντροστοιχία των φίκων, το χαρακτηριστικότερο αστικό πράσινο -εικάζω φερμένο από τους Ιταλούς- και στις πόλεις μας, ημών των Δωδεκανησίων, της Ρόδου και της Κω. Προπορευόταν ένα φορτηγό με το άγαλμα του αγίου, το όχημα τόσο φορτωμένο στρωσίδια και στολίδια και με τρόπο που θύμιζε ινδικά ή πακιστανικά αντίστοιχα φορτηγά ή λεωφορεία, παρόντες επίσης οι επίσημοι, ο επίσκοπος –μάλλον επίσκοπος-, ο δήμαρχος με δηλωτική του αξιώματος τρικολόρε ταινία διαγωνίως στο θώρακά του, κάποια στιγμή ο μάλλον επίσκοπος στραμμένος στον άγιο του απηύθυνε προσευχές, λίγο αργότερα, που έμοιαζε και με κορύφωση, ρίχνονταν βεγγαλικά πολλά και για πολλή ώρα, ο αέρας μύρισε πυρίτιδα. Είχα καταλήξει σε gelateria, όρθιος στην είσοδό της με το δικό μου παγωτό σε κυπελλάκι χαζεύοντας τους γύρω μου που αφηρημένοι στη φωταψία με το πλαστικό κουταλάκι ή δαγκώνοντας κατάπιναν το παραδοσιακό σ’ όλη τη Σικελία παγωτό - σάντουϊτς (στρογγυλό μπριός που τρώγεται είτε παπάρα σε γρανίτα αμυγδάλου ή λεμονιού ή κομμένο στα δυο και παραγεμισμένο με λογής μπάλες παγωτού). Ύστερα ανηφόρισα διασχίζοντας την κοσμοσυρροή μέχρι την ανοιχτωσιά μπροστά απ’ το ναό του San Calogero, τότε που το «πακιστανικό» φορτηγό έκανε όπισθεν κατευθυνόμενο αργά μέσα από το πλήθος προς το προαύλιο του ναού, όπου και κάποτε στάθμευσε. Πρέπει να με κράτησε -και ευτυχώς δηλαδή γιατί θα έχανα ό,τι ακολούθησε- η προσδοκία του φολκλόρ μετά το πέρας της τελετής που έμοιαζε να επίκειται, όταν αίφνης, μάλλον το χειρόφρενο του φορτηγού είχε δώσει το σύνθημα, θα τινάζονταν με την ορμή πίδακα ένα ατέλειωτο σμάρι άνθρωποι, αρχικά νεαροί, σταδιακά από κάθε ηλικία, στο τέλος και ορισμένες γυναίκες, θα σκαρφάλωναν στο φορτηγό κι ίσαμε το λαιμό του αγίου, κρεμασμένοι γύρω απ’ το άγαλμα όσοι γινόταν να κρεμαστούν, κι όποιοι έφταναν σε απόσταση επαφής, γαντζώνονταν από το κεφάλι του αγίου, για να του δώσουν σβουριχτά απανωτά φιλιά, με ένταση πραγματικά αλλόκοτη, σαν έπειτα από πολλή αναμονή, φιλιά να τ’ ακούς και σε απόσταση πενήντα ή και εκατό μέτρων από το άγαλμα, δύο ή τρία ή και περισσότερα τέτοια φιλιά, κι ύστερα σταδιακά ξεκρεμιόντουσαν, έδιναν τη θέση τους στους ανυπόμονους επόμενους. Και το σμάρι οι κρεμασμένοι δε μίκραινε, όσοι κατέβαιναν άλλοι τόσοι σκαρφάλωναν, παραπάνω δε χώραγαν, ορισμένοι και με τα μωρά τους, να τα καθίσουν στα χέρια του αγίου, εκείνα να κλαίνε, άλλοι σφούγγιζαν στο μαντίλι τους τα σάλια των προηγούμενων, το φόραγαν έπειτα δεμένο στο λαιμό τους, μέχρι και ανάπηροι που τους σήκωναν μαζί με το αμαξίδιο, ν’ αγκαλιάσουν, να φιλήσουν κι αυτοί με την ίδια απίστευτη έξαψη το πρόσωπο του San Calogero –στους ανάπηρους το πλήθος χειροκροτούσε. Δεν πρέπει να έμεινα μεγαλύτερο ποτέ διάστημα με το στόμα ανοιχτό, άναυδος. Ένιωσα ακόμα και το ρίγος ή τις δονήσεις μιας συγκίνησης. Δεν ήξερα ούτε τον άγιο ούτε σε τι πρόσβλεπαν οι πιστοί του, μα ούτε νομίζω πως είχε σημασία να γνωρίζω.
Υπάρχουν περιπτώσεις που η πίστη, η προσήλωση σε κάτι μεταφυσικό, γίνεται κατανοητή, θέλω να πω μπορεί να θεωρηθεί εύλογη. Θυμάμαι τη γονατιστή μεσήλικη γυναίκα στο προσκυνητάρι του καθολικού του μεγάλου μοναστηριού στην Πάτμο, τους λυγμούς της, κυριολεκτικά σπαραξικάρδιους. Ήτανε καρκινοπαθής μ’ ελάχιστο χρόνο ζωής μπροστά της. Εκδηλώσεις πίστης εύλογες ακόμα και στην ακραία σίγουρα περίπτωση του διακεκριμένου γιατρού, φωτισμένου επιστήμονα, του Sousa Martins, στη Λισαβόνα, που μερικές δεκαετίες μετά το θάνατό του κάποιος τον είδε στον ύπνο του, πίστεψε ότι εξαιτίας του θεραπεύτηκε απ’ ό,τι έπασχε, έπειτα και άλλος, και άλλος, σωρεία τα ευχαριστήρια αναθήματα κάτω από τον ανδριάντα του στην πλατεία μπροστά από την Ιατρική Σχολή της πόλης, αλλά και στον τάφο του, ένας λαϊκός θαυματουργός άγιος εντέλει, που για ευνόητους λόγους η καθολική εκκλησία αδυνατεί να τον αναγνωρίσει ως τέτοιον.
Περίπου τρία τέταρτα της ώρας κι ακόμα το σμάρι η ανθρώπινη πυραμίδα γύρω από το άγαλμα δεν έλεγε να καταλαγιάσει, κι όταν κάπως άρχισε να αραιώνει ήτανε μάλλον γιατί έπρεπε να κατεβεί επιτέλους από το φορτηγό το άγαλμα, να επιστρέψει στο ναό. Από τον πολύ κόσμο, εκατοντάδες, δεν αποκλείεται χιλιάδες, έμοιαζε όλη η πόλη συγκεντρωμένη στην πλατεία και τους δρόμους γύρω από το ναό, δε διέκρινα λεπτομέρειες, μάλλον το τοποθετούσαν σε βάθρο ή πάνω σε φορείο, ξανάρχιζε το φρενήρες σκαρφάλωμα, για κάνα εικοσάλεπτο τώρα, ύστερα στους ώμους υπέθετα βαστάζων κατέβαινε –η είσοδος του ναού βρίσκεται μερικά σκαλοπάτια πιο χαμηλά-, τρεις φορές γιατί με τις φωνές του το γύρευε το πλήθος το ξανανέβασαν στο προαύλιο, και τις τρεις επαναλαμβανόταν μέσα σε επευφημίες περίπου για εικοσάλεπτο το ίδιο τρελό σμάρι πιστών, πια ήτανε και περισσότερες οι γυναίκες που σκαρφάλωναν ίσαμε το πρόσωπο του αγίου, αλλά και κάπου εκεί, περασμένες δώδεκα, δεν είχε και νόημα να το παρακολουθήσω άλλο, μπορεί να μην τέλειωνε κι ως το πρωί, μαζί με το παραπανίσιο πλήθος που σταδιακά αποχωρούσε απομακρύνθηκα κι εγώ.
Ήτανε το βράδυ της Κυριακής 9 Ιουλίου του 2017, στο τέλος της δεύτερης δεκαετίας της τρίτης μ.Χ. χιλιετίας, βρισκόμουν σε μια από τις επτά πλουσιότερες και πιο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη, περπατούσα σαστισμένος: πού ακριβώς να καταχωρίσω όλες αυτές τις εικόνες. Έψαχνα κάποιο μπαρ να καθίσω. Ασχέτως τι πρεσβεύω για θρησκείες ή έστω γενικά και αόριστα για τις μεταφυσικές αγωνίες των ανθρώπων, αγνωστικιστής ή και άθεος, του Διαφωτισμού θιασώτης και υπέρμαχος του διαχωρισμού κράτους - εκκλησίας, εντούτοις τι άλλο, μηρύκαζα ξανά το στίχο του Σοφοκλή το τυφλὸς τά τ’ ὦτα τόν τε νοῦν τά τ’ ὄμματ’ εἶ / είσαι τυφλός στ’ αυτιά, στο νου, στα μάτια, που εκστομίζει προς τον τυφλό μάντη Τειρεσία αντί προς τον ίδιο του τον εαυτό ο Οιδίποδας, εκείνος ο πρώτος του Διαφωτισμού, που είχε εμπιστοσύνη στη λογική του και που μ’ αυτήν νόμισε πως έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας κι έσωσε την πόλη, τάχα ήτανε το αίνιγμά της κι όχι η ίδια η σφίγγα το δυσεξήγητο, να συνειδητοποιήσω ακόμα μια φορά πως αυτά τα πράγματα ανήκουν σε σκοτεινές και υγρές όμως περιοχές της ποιήσεώς μας, και πως είναι φρονιμότερο να μην τα απαξιώνουμε με ευκολία.