Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1915-1966) ανήκει στους κορυφαίους διανοητές
και εκπροσώπους της γενιάς του 1930. Τον είχα διαβάσει βέβαια, νεαρός πολύ,
μπορεί και έφηβος, ούτε θυμάμαι. Και για άλλους λόγους, κυρίως για την
αταλάντευτη και τόσο έγκαιρη εναντίωσή του στα μη συνταγματικά καθεστώτα και
τις ιδεολογίες τους, ήθελα να ρίξω και μια τωρινή ματιά στη λογοτεχνία του. Η
μνήμη συνήθως αρχειοθετεί σωστά: άλλου συγγραφέα τα ίχνη τα διατηρεί αδρά,
κάποτε σαν διαβασμένου χτες μόλις, άλλου αχνά, σχεδόν σαν να μην τον έχεις διαβάσει -παρόλο που ασφαλώς ούτε αυτό αποτελεί από μόνο του κριτήριο αδιάψευστο. Ωστόσο, μόλο που το έργο του Γ. Θ. ήτανε σχεδόν σβησμένο απ’ τη μνήμη μου, μόνο
αρνητικά προκατειλημμένος δεν το ξανάπιασα στα χέρια. Πρώτα την Αργώ κι ύστερα Το δαιμόνιο. Έχει περάσει ένα δίμηνο περίπου έκτοτε, τη μια έλεγα να αναρτήσω κάποιο σημείωμα, την άλλη όχι. Ο λόγος, ότι βρέθηκα μπροστά σε κάτι που συναντώ μάλλον σπάνια. Να
εκτιμώ τον γραφιά, τα τεχνικά στοιχεία της γραφής, όμως να διακρίνω λιγοστό
ύφος (πολύ περισσότερο και καλύτερο εντούτοις από το ύφος πολλών συγκαιρινών δικών μας με την ενδημική πια επιτήδευση, την τόσο επιπόλαια, τη θλιβερή ενίοτε, ιδίως σε επιλογές σχετικές με
την ιδιόλεκτο), λίγη λογοτεχνία καθ’ αυτήν. Μπορεί λοιπόν κανείς με εξαιρετική
γλώσσα (με γλωσσικό αίσθημα που πρόβλεψε τις εξελίξεις στην ομιλούμενη πολλών
δεκαετιών), με εντυπωσιακή κάποτε άνεση (ευφράδεια πήγα να πω) να αφηγείται, να
εξιστορεί, και όμως η αφήγησή του (καθώς αποτραβιέται η εποχή του, όπως το νερό στην άμπωτη) ν' αποκαλύπτεται εν πολλοίς κατασκευασμένη; Μα είναι
άλλος ο νους με τον οποίο χτίζεται ένα άρθρο, ένα κείμενο στοχασμού ή
ρητορικής, και ολότελα άλλη η λογοτεχνία. Και είναι ενδιαφέρον πως αυτό, θεωρητικά-προγραμματικά τουλάχιστον, ο συγγραφέας Γ. Θ. φαίνεται να το γνωρίζει καλά. Να ευθύνονται άραγε ευρύτερα οι ιδεολογικές στρατηγικές της γενιάς του '30 (αντιστροφή του κλίματος ηττοπάθειας / ελληνικότητα), στις οποίες εξάλλου πρωτοστάτησε; Όποτε, πάντως, παραμερίζει
τον λογοτέχνη ο διανοητής Γ. Θ., εκεί εντυπωσιάζει η καίρια και διεισδυτική
σκέψη του και ιδίως το πώς τα καταφέρνει, κι απ' τη σκοτεινή δεκαετία του ’30 ακόμα, να βλέπει μακριά, τουλάχιστον ίσαμε τις μέρες μας.
Ένα ενδεικτικό του στοχαστή απόσπασμα από την Αργώ Α' (με την ορθογραφία της
έκδοσης):
(Σελ. 127-128) -Δεν
νομίζω, είπε σοβαρότατα, πως η κατάσταση της Ευρώπης και ειδικά της χώρας μας
είναι απελπιστική. Τουναντίο πιστεύω πως με καλή θέληση, με επιμονή και με
προσοχή μπορούμε να ξαναβρούμε την ισορροπία μας στο άμεσο μέλλον. Μα
χρειάζεται δουλειά και θάρρος. Κι αυτή η υπερβολική απαισιοδοξία της κοινής
γνώμης, που εκφράζεις κ’ εσύ με τα λόγια σου, δυσκολεύει πολύ το έργο των
κυβερνητών μας.
Ο άλλος τινάχτηκε και
γούρλωσε τα μάτια του.
-Θες να πεις, φώναξε,
πως η απαισιοδοξία μου είναι αδικαιολόγητη; Ah, pardi. Μα πού ζεις, μωρέ Θεόφιλε, πού ζεις; Δε βλέπεις την Ευρώπη
να διαλύεται κάθε μέρα βαθύτερα; Δε σε πνίγει εσένα η φρικτή αυτή αναθυμίαση
της γενικής σαπίλας του πνεύματος, της ηθικής, της θρησκείας, της κοινωνίας,
του πολιτικού και οικονομικού μας συστήματος; Δεν αισθάνεσαι τα πάντα να
γκρεμίζουνται τριγύρω σου, από μόνα τους, δίχως καμιά σχεδόν εξωτερική πίεση;
Όσο για το Κράτος μας, το ψωραλέο και αγουροσάπιο αυτό έκτρωμα των πατέρων μας
των κλεφτών, μα πιστεύεις αληθινά πως υπάρχει Κράτος εδώ, μωρέ Θεόφιλε; Μα δεν
κατάλαβες ακόμα την μπλόφα, βρε παιδί, την τερατώδη μπλόφα της νεοελληνικής
ιστορίας; Sacré jurist, va! Δεν πήρες είδηση τι γίνεται παραέξω από το Corpus juris civilis.Παίζουμε, μωρέ, παίζουμε το
Κράτος, το έθνος, την πολιτισμένη κοινωνία, εμείς τα αντάξια παιδιά των ληστών
και των κουρσάρων, εμείς οι έξυπνοι, οι σπουδαίοι, μια βρωμοπαρέα μπάσταρδοι
αλήτες και τυχοδιώκτες, κλέψαμε το όνομα των Ελλήνων και τα λεφτά των ξένων,
των Κουτόφραγκων, και παίζουμε το Κράτος στον ίσκιο της Ακρόπολης για να τους
βουτήξουμε κ’ άλλα λεφτά, λεφτά, όσο μπορούμε περισσότερα λεφτά, κ’ ορίστε να
τα λάβετε, αξιότιμοι κύριοι κερατάδες, ορίστε να πληρωθείτε από τα βράχια και
τους αειμνήστους προγόνους και τους
αρχαιολογικούς χώρους και τον αττικό ουρανό. Μα τώρα η Ευρώπη δεν πληρώνει πια,
επειδή την πήρε κ’ αυτήν ο διάβολος με την σειρά της, τη γριά πόρνη. Για τούτο
θα ψοφήσουμε της πείνας, μες στα ερείπια του αρχαίου και του νεότερου
πολιτισμού και να με συμπαθάς. Η κωμωδία τελείωσε. Σου μιλώ ειλικρινώς.
Το δαιμόνιο το χάρηκα
πιο πολύ, υπήρχε περισσότερη λογοτεχνία εδώ.
Μερικά αποσπάσματα (κι αυτά με την ορθογραφία της έκδοσης):
(Σελ. 34-35) Ο μικρός
Θωμάς φυλλομετρούσε βίαια το βιβλίο του. Είταν φανερά εκνευρισμένος. Είδα το
ύφος του Ρωμύλου και ανησύχησα. Είταν συγκεντρωμένος στον εαυτό του, τραχύς και
άγριος. Κοίταξα αυθόρμητα προς ένα παράθυρο και παρατήρησα τα χρώματα του
ουρανού. Ο ήλιος θα είχε αρχίσει να βασιλεύει πίσω από τα γειτονικά μας νησιά.
Το βράδυ ερχότανε.
(Σελ. 104-105) Οι
Άγγλοι που είχα γνωρίσει στην Ελλάδα, είτε άνθρωποι των εργασιών, είτε νέοι
φιλόλογοι, αρχαιολόγοι και καλλιτέχνες, μου είχαν αρέσει. Εξόν από την παιδεία
τους και τους τρόπους τους, με είχε τραβήξει προς αυτούς κάτι το απροσδιόριστο
ίσως και σχεδόν ασύλληφτο, μα πολύ αισθητό σ’ εμένα, εκείνος ο ιδιαίτερος αέρας
που ξεχωρίζει τους λαούς που συνηθίσανε να ζούνε τριγυρισμένοι από θάλασσα.
Νησιώτης είμουνα κι εγώ. Κι αυτοί είταν οι σπουδαιότεροι νησιώτες του κόσμου, η
πιο επιτυχημένη εκδήλωση του είδους.
(Σελ. 120) Ύστερα,
κύλησε ο καιρός. Τα χρόνια διαβήκανε σαν τα πουλιά. Σκληράθηκαν οι πληγές και η
ζωή αξίωσε τα δικαιώματά της.
[Γιώργος Θεοτοκάς, Αργώ,
Α’&Β’ τόμος, επίμετρο Κατερίνα Μουστακάτου, 1η έκδοση Α’ τόμου το
1933, Β’ το 1936, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2016, σελ. 360 + 240.
Γιώργου Θεοτοκά, Το
δαιμόνιο, Ε’ έκδοση αναθεωρημένη, 9η ανατύπωση, Βιβλιοπωλείον
της Εστίας, Πρώτη έκδοση, 1938, Πέμπτη έκδοση, Ιούλιος 2005, σελ. 134.]