Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

Μία... μίνι φωτογραφική αυτοβιογραφία - 12) Ρόδος – Αθήνα∙ η έξοδος.


(1)
Η έξοδος από το λύκειο, η έξοδος από την Κω, από την εφηβεία να πω δραματικότερα κιόλας, τότε στο τέλος της δεκαετίας του ’70, έμοιαζε θριαμβική για αρκετούς λόγους. Η ορμή της ηλικίας, οι ποικίλες λιγότερο ή περισσότερο τυφλές αναζητήσεις γύρευαν ζωτικό χώρο, ελευθερίες, στην ανάγκη ελευθεριότητα. Περίπου δώδεκα χρόνια αργότερα, όταν θα επέστρεφα απ' την Αθήνα στο νησί, το είχα-δεν το είχα ακόμα αποφασίσει οριστικά, νομίζω από μια ωραία παράλληλη συμπόρευση, τίποτε δεν θα ήτανε πια το ίδιο: ο κόσμος, η Ελλάδα, η Κως, μα βέβαια ούτε κι εγώ.
Όμως κι ένα ένα με τη σειρά.

Όντας ο μπαμπάς ο μόνος ακτινολόγος στην Κω, η οικογένεια δεν ταξίδευε∙ έφυγα για πρώτη φορά απ’ το νησί τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 1977, σε σχολική εκδρομή της Β' λυκείου, μάλλον τριήμερη, στη Ρόδο.
Τι ταξίδι, πόσα στιγμιότυπα και εικόνες ολοζώντανες στη μνήμη! Κυρίως εντυπωμένη η Ρόδος, η πόλη της Ρόδου. Αν έχεις μεγαλώσει στην Κω, μεγάλωσες σε πόλη. Μικρή, αλλά πόλη. Με πάρκα πρασίνου και αρχαιολογικά, διαμορφώσεις του δημόσιου χώρου, δρόμους, πεζοδρόμια, πλατείες, δημόσια κτήρια, ενιαία αρχιτεκτονικά σύνολα, όλα επιπλέον με χαρακτήρα -τη μεγάλη κληρονομιά πολιτισμού που μας άφησαν –υπάρχει και σ’ αυτό, φυσικά, αντίλογος- οι Ιταλοί. Η Ρόδος, λοιπόν, ήτανε μια μεγαλύτερη πόλη, και οι πόλεις καθώς μεγαλώνουν, κατά την αριστοτελική ανάλυση -να προσθέσω και ολίγη... αυθεντία-, βαθαίνουν κι εμπλουτίζονται ως οι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί θεσμοί. Ώριμος -και ολόκληρα 40 χρόνια μετά-, το περσινό φθινόπωρο και τη φετινή άνοιξη, περπατώντας ξανά στη Ρόδο, αναλογιζόμουν τη δύναμη εκείνης της πρώτης εμπειρίας, νομίζω και την κατανόησα: θα έκφραζε τη διαρκή σχεδόν ανάγκη, την ανικανοποίητη βέβαια, μετά την Κω και τη Ρόδο να βρεθώ κάποτε στη δική μου μεγαλούπολη. Που θα ήταν ελληνόφωνη, θα ικανοποιούσε όσες απ' τις αστικές ανάγκες μου άφηναν ανεκπλήρωτες οι (μικρές) πόλεις στα Δωδεκάνησα, μα που κατ’ αρχάς θα ήτανε πόλη.
Οι φωτογραφίες (1) και (2) μού φαίνεται αποτυπώνουν την έξαψη απ’ αυτή την πρωτόφαντη χαρά, τη χαρά της μεγαλύτερης πόλης∙ οι πόλεις μεγαλώνοντας χωράνε ποικιλία στα βιώματα και περισσότερη νόηση (ἵνα μὴ εἴπω ποίηση) –να περιγράψω εκ των υστέρων το διεγερτικό εκείνο συναίσθημα-, αλλά και προσδοκία που ικανοποιήθηκε μερικώς μόνο έκτοτε, και έχω την εντύπωση πως αυτή η διαρκής διάψευση διατρέχει κάτω απ' την επιφάνειά του το σύνολο του έργου μου: η δυσπραγία του ατόμου σε μια καθηλωμένη σε προγενέστερες μορφές οργάνωσης, δυσλειτουργική απ' τις στρεβλώσεις της κακής αστικοποίησης, κοινωνία.
Ένας φωτογράφος μάς τράβηξε ενώ περπατούσαμε στην «Οδό του Μαρτυρίου / Via Dolorosa» στη Φιλέρημο, είδαμε τις φωτογραφίες έτοιμες εκτυπωμένες έπειτα, αραδιασμένες σε πάγκο ή σε ταμπλό –δεν θυμάμαι-, αν θέλαμε τις αγοράζαμε. Και στις δυο, σε πρώτο πλάνο με την Βαγγελίτσα Κωνσταντίνου, συμμαθήτρια στο πρακτικό (λύκειο) αγαπημένη, στην (1), πίσω μας, πρώτη σειρά από δεξιά προς τα αριστερά η Διονυσία Αντωνούρη με την Ευτυχία Διακοπαναγιώτη, στην πίσω ο Γιάννης Χατζηπαναγιώτης με τον Φίλιππο Παπανικολάου και τη Μεταξία Χαρμαντά, στη (2), πίσω μας, πάλι από δεξιά προς τα αριστερά, η Χριστίνα Σβύνου αγκαζέ με τη Μαρία Μαύρου. Στις (3) και (4) τον Ιούνιο του 1978 (σημειώνω τη χρονολογία στην πίσω τους πλευρά), όταν για διατυπώσεις των εισαγωγικών στο πανεπιστήμιο ή ίσως της στρατολογίας για την αναβολή έπρεπε να μεταβώ στην πρωτεύουσα του νομού. Στην (3), μπροστά στην Πύλη ντ' Αμπουάζ -περνώ και ξαναπερνώ στα γραπτά μου απ’ αυτή τη γέφυρα-, στην (4), στην οδό Σωκράτους στην Παλιά Πόλη. Έχω πολλές φορές αναφερθεί στη φαντασιακή ασύνειδη ταύτιση της Παλιάς Πόλης με τη λίμπιντό μου, μεταφορά που εξιχνίασα σχετικά πρόσφατα.
Σ’ εκείνη την εκδρομή μάς συνόδευε ανάμεσα σε άλλους και ο μακαρίτης από χρόνια Κώστας Θαλασσινός, φιλόλογός μας, πνευματώδης πολύ και με κομψότητα είρων. Η γυναίκα του Κώστα Θαλασσινού, η Ελισάβετ Παπαχαρτοφίλη, συγκαταλεγόταν στις στενότερες παιδικές φίλες της μητέρας μου, οι οικογένειες συνδέονταν φιλικά. Ο φιλόλογος ενθουσιαζόταν με τις εκθέσεις μου, τις διάβαζε σ’ όλα τα τμήματα της τάξης μας. Ανήμερα τη γιορτή μου (17 Ιανουαρίου και μάλλον το 1978), πήγα το τετράδιο των εκθέσεων στον πατέρα μου, να έβλεπε ιδίως μία που ο καθηγητής την εκθείαζε -δίχως υπερβολή το ρήμα. Ο πατέρας μου τη διάβαζε σκυμμένος, στο τέλος μού επέστρεψε το τετράδιο ανέκφραστος: «Αυτά σ’ τα γράφει, γιατί είναι φίλος μου». Να συμπληρώσω για τα αισθήματα του Κώστα Θαλασσινού, τον θυμάμαι να καταφτάνει πρώτος και δακρυσμένος στο σαλόνι του σπιτιού, όταν βγήκαν τ' αποτελέσματα και είχα περάσει στην ιατρική. Νομίζω για να μην του αποδοθούν ευθύνες τρία χρόνια αργότερα όταν εγκατέλειψα την ιατρική για τη φιλοσοφική, θα 'λεγε στον πατέρα μου εκείνο το «Από δήμαρχος κλητήρας!» -ήταν αρκετά περήφανος για να το εννοεί.
Το καλοκαίρι του 1977, Β’ προς Γ’ λυκείου, κι από τον Ιούνιο του 1978, απόφοιτος πια και υποψήφιος, θα βρισκόμουν στην Αθήνα για φροντιστήρια, μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 1979, όταν στη δεύτερη προσπάθειά μου θα περνούσα στην ιατρική των Ιωαννίνων.
(2)

(3)

(4)