Τετάρτη 1 Μαΐου 2019

Οι αμάραντοι.



Οι αμάραντοι για το μαγιάτικο στεφάνι. Από την εισαγωγή του πρώτου κεφαλαίου στο μυθιστόρημα Ο θάνατος του μισθοφόρου:


«ΑΡΑΖΕ ΕΝΑ – ΔΥΟ ΜΕΤΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΛΟΘΥΡΑ ΤΟΥ ΓΥΜΝΑΣΤΗΡΙΟΥ, με τη μούρη του αυτοκινήτου στη σκιά της ελιάς σύρριζα στο φράχτη. Ερχόταν καθυστερημένος σήμερα, πρωτύτερα είχε κατεβεί στο Ψαλίδι, στην παραλία κάτω από το ξενοδοχείο Ραμίρα, να κόψει αμάραντους για το μαγιάτικο στεφάνι. Απίθωσε τα γυαλιά ηλίου στο κάθισμα του συνοδηγού δίπλα στην πλαστική λεκάνη με τα μοβ λουλούδια, κι εκεί, γερτός λοξά ακόμα, προτού σβήσει τη μηχανή ή τραβήξει το ντεμπραγιάζ, επέστρεφε σ’ ό,τι προηγήθηκε, κυρίως στο στιγμιαίο σάστισμα από τη διάλειψη την πολύ έντονη και που έμοιαζε με το ξεφύλλισμα σαν από αεράκι της πάνω σελίδας ανοιχτού βιβλίου, με τις από κάτω να ανασηκώνονται κι αυτές η μία μετά την άλλη, καθεμία και το έδαφος ή η εποχή ενός διαφορετικού παρόλο που συγκεχυμένου και μόλις αισθητού κόσμου.



Τη διάλειψη δεν του την είχε προκαλέσει κάποια -προφανής τουλάχιστον- αιτία, η κούραση ας πούμε. Όταν διορθώνει στοίβες γραπτά, ιδίως εκθέσεις, ή κουτουλάει νυσταγμένος διαβάζοντας, τότε συνήθως βιώνει ανάλογες εμπειρίες. Είχε βγει από το αμάξι με τη λεκάνη και το κλαδευτήρι στο χέρι να μαζέψει αμάραντους, αφηρημένος, αλλά τι πιο συχνό για τον Ηλία, αναλογιζόταν μηχανικά την πρόταση «να πιάσω το Μάη», αυτό ίσως (γιατί κι εκεί που γελάει κανείς μ’ αυτές τις προλήψεις, εκεί τον στοιχειώνουν κιόλας). Δεν αποκλείεται, επίσης, να πίεζαν προς την επιφάνεια της συνείδησής του άλλες μύχιες ορέξεις, να τις ανέβαζε το ήπιο απόγευμα της τελευταίας μέρας του Απρίλη. Μπορεί ακόμα γιατί το πράγμα, όπως σκυφτός σάρωνε το χώμα με το εργαλείο στο χέρι, του θύμιζε αντανακλαστικά τη διόρθωση γραπτού με το κόκκινο στυλό έτοιμο να υπογραμμίσει το επόμενο λάθος.

Στην αμμώδη ζώνη αμέσως δίπλα στον ασφαλτόδρομο είχαν μείνει ελάχιστα λουλούδια, -νωρίτερα θα πέρασαν και άλλοι πολλοί για τα στεφάνια τους. Από τους ρόδακες έλειπαν οι μπλε - βιολετιές ταξιανθίες ή υπήρχαν μόνο στους πολύ κοντούς βλαστούς ή στα πιο καχεκτικά και στεγνά φυτά. Προχώρησε αρκετά μέτρα ίσαμε τα πρώτα ατρύγητα, πλησίαζε τα χαλίκια και τις κροκάλες στο κράσπεδο του γιαλού. Από το ξενοδοχείο είχαν ήδη στοιχίσει τις πέντε σειρές ξαπλώστρες, σε κάθε ζευγάρι από μία ατομική τέντα σε σχήμα τεταρτημορίου σφαίρας, η σεζόν είχε ξεκινήσει βέβαια, κάποιοι λίγοι τουρίστες έκαναν ηλιοθεραπεία. Έκοβε τους μακρύτερους βλαστούς με τα πιο συμπαγή και με τους περισσότερους κάλυκες άνθη, η δουλειά γινόταν άνετα και δίχως κλαδευτήρι.»