Μετακόμισα Κω τον Ιούλιο του 1987. Με τα λιγοστά έπιπλα του
φοιτητικού μου δωματίου, στο μικρό εσωτερικό της νονάς, ένα γραφείο και το κρεβάτι
μου, παλαιικά κάπως, αγορασμένα από Μοναστηράκι, επίσης μία ανθοστήλη –την
έχω ακόμα στο τωρινό καθιστικό μου- και τις καμιά ογδονταριά γλάστρες από τα
φοιτητικά μπαλκόνια μου, στοιβαγμένες πια στο αυλίδι του ακάλυπτου της νονάς, κι όσες απ’ αυτές
επέζησαν, τις κουβάλησα κι εδώ, αφότου εγκαταστάθηκα, στο σπίτι μου, τον
Αύγουστο του 1994.
Τους μήνες από το καλοκαίρι του 1987 μέχρι τον Ιανουάριο του
1988 που παρουσιάστηκα, σαν να 'χασα τον χρόνο. Διάβαζα πολύ, μόνο λογοτεχνία, η
συγκατοίκηση με τη νονά, τη νανά μου,
ήταν παραπάνω από αρμονική. Θυμάμαι να λέω του Θανάση, «Εδώ (σε αντίθεση με την Αθήνα) ο
χρόνος, οι μέρες δεν κυλάνε σαν... κάτουρο». Βυθιζόμουν σε πολύ δικά μου πράγματα.
Θυμάμαι κάτι μαγικές ξεναγήσεις της μακαρίτισσας Χάριτος Κάντζια, αρχαιολόγου
στο νησί, στ’ απομεινάρια του θεάτρου στον Αμπάβρη, πίσω απ’ τη Ρωμαϊκή Οικία, την Casa Romana, μεγάλες βόλτες με πολλές στάσεις, ένα βαθύ παλιό πηγάδι ακόμα σε
χρήση που σχετιζόταν με το αρχαίο υδραγωγείο της Βουρίνας, λεπτομέρειες: το
κεραμικό ειδώλιο εντοιχισμένο σε περίβολο χτήματος, τη χαβούζα με τις ένθετες
στα πλευρά της μουσουλμανικές επιτύμβιες στήλες, την αυλόθυρα με την επιγραφή στο
υπέρθυρό της σε αραβικό αλφάβητο «Αυτή η
θύρα είναι τόσο όμορφη που θα στέκει εδώ για πάντα», κάπως έτσι η
μετάφραση, τη θρυμμάτισε ο μεγάλος σεισμός του 2017. Συνδυασμένες αυτές οι βόλτες
με τον άλλο μυθικό τόπο, το Γενί Χαμάμ της Ρόδου, και ιδού η πρώτη λεία του «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα»… Τα πράγματα
έχουν ποίηση, όλα τα πράγματα. Την ανακαλύπτουμε, και διαστέλλεται στη συνείδησή μας ο χρόνος. Δεν υπάρχει αυθεντικότερη εμπειρία.
Ο στρατός, 21 μήνες, τον τελευταίο μάς τον χάρησαν, στη σειρά μας, με τη μορφή άδειας, μου ήταν καιρός ενδιαφέρων, χρήσιμος, μην πω
και ευχάριστος. Κατ’ αρχάς γιατί θα αποκάλυπτα ένα στοιχείο του χαρακτήρα μου θεμελιακό, πως τίποτε δεν με βοηθάει περισσότερο να είμαι παραγωγικός ή
δημιουργικός από το αυστηρό πρόγραμμα, το καθημερινό πρωινό ξύπνημα, την
ημερήσια δουλειά, τα διεξοδικά στις λεπτομέρειές τους πλάνα εργασίας. Έκτοτε τα
πάντα, ακόμα και τα γραπτά μου, προγραμματίζονται και εκτελούνται με
στρατιωτική πειθαρχία. Και το περίεργο, όση η πειθαρχία και η αυστηρότητα
στον προγραμματισμό, ευθέως ανάλογη και η έμπνευση! Το δεύτερο σημαντικό που θα
κέρδιζα, πως επιτέλους μάθαινα να αντιμετωπίζω ανθρώπους που δεν είναι της αρεσκείας
μου. Αν ο από κάτω μου στην κουκέτα ήτανε απόβρασμα ή έστω ένας απλός μαλάκας, δεν γινόταν πια να τον αγνοήσω, να πάω
παραδίπλα, έπρεπε να υπερασπιστώ τον ζωτικό μου χώρο, και τι καλά, θα
αποδείκνυα σ' εμένα τον ίδιον πρωτίστως ότι δεν ήμουνα και τόσο μαλακό καρύδι. Το
τρίτο, και νομίζω το πιο σημαντικό, δίχως να το επιδιώξω, να το επιτηδεύσω, για πρώτη φορά στη
ζωή μου μια κοινότητα ανθρώπων μού αναγνώριζε τη βασική μου ιδιότητα: ήμουν
ο καλλιεργημένος, ο στρατιώτης με την ξεχωριστή σχέση με τη γλώσσα. Από
απλούς συστρατιώτες μέχρι διοικητές ή τον ταξίαρχο στο επιτελείο, αν έπρεπε
να συνταχθεί είτε ιδιωτικό είτε υπηρεσιακό κείμενο φροντισμένο, σ’ εμένα
απευθύνονταν. Είναι και ο λόγος που πάντοτε μέσα μου εκτιμώ ως σοβαρότερο θεσμό
τον στρατό από άλλους νεοελληνικούς, την εκπαίδευση, γενικότερα τη διοίκηση, ή και μη κρατικούς, τον Τύπο, φέρ’ ειπείν. Τη μέρα του απολυτηρίου, και δεν μπορώ να το ξεχάσω, είπα δυνατά τη σκέψη μου:
«Και αύριο να καταργηθεί ο στρατός, δεν θα ζηλέψω κανέναν που δεν θα πάει∙ το
αντίθετο».
Θυμάμαι και μια άλλη σκέψη, τη θυμάμαι γιατί δεν σχετιζόταν μ' ό,τι με απασχολούσε άμεσα, με παραξένεψε και για τη
στιγμή που την έκανα. Βρισκόμουν στο επιτελείο, φαντάρος τρεις - τέσσερις μήνες πριν την απόλυση,
υπηρεσία νυχτερινή, ξημέρωνε, ένα μαλακό φως έπεφτε στους φοίνικες, στα νερά του
λιμανιού, στις επάλξεις του κάστρου απέναντι, στεκόμουν όρθιος μπροστά στο
ανοικτό παράθυρο: «Δέκα χρόνια θα δουλέψω σαν φροντιστής, ύστερα θα κλειστώ στο
γράψιμο». Η σκέψη με ξένισε γιατί και το φροντιστήριο και το γράψιμο μού ήτανε προθέσεις
πολύ θολές ακόμα. Τίναξα τους ώμους, απορημένος τι βάζω με τον νου μου. Και λίγο καιρό αργότερα, όταν ξεκίναγα τα πρώτα ιδιαίτερα σε δυο – τρία παιδιά, θεωρούσα ακόμη προσωρινή την εγκατάστασή μου στο νησί.
Το τελευταίο διάστημα της θητείας μου κάτι έπαθα... ραβόμουν.
Στην Κω, στον μακαρίτη καλό ράφτη, τον Σταμάτη Χατζηπέτρο, κουστούμια μόνο, με γιλέκα
κ.λπ., στις άδειές μου είχα εντοπίσει στο Κολωνάκι ένα ημιυπόγειο ειδικό μαγαζί
με όλα τα αξεσουάρ, γραβάτες, μαντηλάκια, παπιγιόν, μανικετόκουμπα, είχα μεγάλη
συλλογή. Στις εξόδους, πήγαινα σπίτι, ντυνόμουν, κυκλοφορούσα κουστουμαρισμένος
στην πόλη. Απ’ τη στρατιωτική στολή και τ’ άρβυλα περνούσα στην κατεξοχήν στολή
των πολιτών, το κοστούμι; Δεν αποκλείονται και άλλοι λόγοι, βέβαια, πάντως αφότου απολύθηκα, η συγκεκριμένη
ενδυματολογική όρεξη μου κόπηκε μαχαίρι… Και όταν σε πρεμιέρα, χρόνια μετά, και
ξεχασμένα όλ’ αυτά, -μου υποδείχτηκε; από δική μου πρωτοβουλία;- ξαναφόρεσα
κοστούμι, μου ήτανε τόσο παράταιρο, περισσότερο κι από μένα τον ίδιο μέσα σ’
εκείνο το θέατρο…
Οι φωτογραφίες από τον αδελφό μου Λάμπρο, στη Ζιά, μάλλον
την άνοιξη του 1988.
(Και μία νύξη… Μπουνιουέλ στη σύνθεση.)
(Ο πάπυρος στον κήπο μου έλκει την καταγωγή του από την αυλή της αρχαιολόγου Χάριτος Κάντζια, το φθινόπωρο του 1987.)
(«Κρυφή αγάπη» αγορασμένη από λουλουδάδικο έξω απ' το
νεκροταφείο του Ζωγράφου, το 1985. Άντεξε τρεις μετακομίσεις, 34 χρονάκια, και
συνεχίζει…)