(Με τον αδελφό μου Λάμπρο, στη Χώρα της Πάτμου, αρχές δεκαετίας του '90.)
Πρωτοπήγα το φθινόπωρο του 1987. Μαζί με τα Ιεροσόλυμα ο
αγαπημένος τόπος ταξιδιών της νονάς μου της Φροσύνης, ίσως γι’ αυτό θεωρούσα
την Πάτμο, τόσο άδικα, προορισμό θρησκευτικού τουρισμού. Πήγα για ένα
Σαββατοκύριακο και μάλιστα στο σπίτι της Γεωργίας Οικονόμου στη Χώρα, εκεί όπου
συστηματικά κατέλυε και η νονά. Για
τούτο το σημείωμα έχω μεγάλη δυσκολία να είναι ευσύνοπτο. Όποια μου εικόνα ή
σκέψη παρασέρνει μεγάλη αρμαθιά από κοντινές της. Τα επόμενα δώδεκα χρόνια
σχεδόν δεν θα ταξίδευα πουθενά αλλού. Ελάχιστα στην Αθήνα, καν στη Ρόδο. Μα και
ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο ελεύθερο να είχα πεταγόμουν εκεί. Ή στην Κω χωμένος στο
φροντιστήριο ή στην Πάτμο. Διήμερα αργιών, Χριστούγεννα – Πάσχα, για ένα μήνα
τον Αύγουστο. Σε περίπτερα ή μαγαζιά, όσοι δεν με γνώριζαν, η πρώτη τους
ερώτηση, «Πού εργάζεστε, κύριε;» έδινα την εντύπωση μόνιμου κατοίκου. Οι φίλοι,
η παρέα, ταξίδευαν εκτός Ελλάδος, από δω - από κει, εμένα δεν με δελέαζε τίποτε. Και
εντάξει ο χαρακτήρας μου, όμως το θυμάμαι κάθε φορά, είτε με τη μηχανή βγαίνοντας
απ’ το πλοίο είτε με το αυτοκίνητο, κοίταζα ψηλά προς τη Χώρα και γέμιζαν τα
μάτια μου δάκρυα. Κι αφού ακόμα κυλούσαν οι μέρες εκεί, το ρίγος που με συνέπαιρνε
συχνά: μα κάποιος να με τσίμπαγε, δεν ήτανε πραγματικότητα∙ ήταν όνειρο ο τόπος αυτός.
Μέχρι και το καλοκαίρι του 1991 νοίκιαζα δωμάτιο στης
Γεωργίας Οικονόμου, ανέβαινα τα εξωτερικά σκαλάκια για τον όροφο του αρχοντόσπιτου, στον
οντά. Ανήμερα των Εισοδίων της Παναγιάς, 21 Νοεμβρίου του 1991, απεβίωσε, έπασχε
από καρκίνο, σάρκωμα Kaposi
–την είχαμε φιλοξενήσει και στην Κω κάποτε που είχε έρθει για γιατρούς. Ήτανε, κατά το
επώνυμό της κιόλας: Οικονόμου, άνθρωπος απίστευτης οικονομίας: δεν γνώρισα άλλον να είναι ο νους
του ίδιου του του σπιτιού. Σπίτι καλλιτεχνών και διανοουμένων ή αδιαμφισβήτητης
αυθεντικότητας ατόμων. Με μια ματιά μπορούσε να τους διακρίνει. Την άκουγα
καμιά φορά απ’ τον όροφο να διώχνει υποψήφιο νοικάρη, «Συγνώμη, παιδάκι μου,
είναι όλα τα δωμάτια δοσμένα», ενώ το σπίτι ήταν άδειο -της ζητούσε δωμάτιο κάποιος που δεν της γέμιζε το μάτι. Στο παλιό αρχοντικό της, δυο καντούνια κάτω από το Μεγάλο Μοναστήρι, οι νοικάρηδές της συναποτελούσαμε τα επίλεκτα μέλη μιας ξεχωριστής λέσχης. Μετά το θάνατό της,
κυριολεκτικά με κληρονόμησε μια οιονεί συγγένισσά της, άλλη κι αυτή σπάνια ύπαρξη, η Ελένη Κορώνη
(1929-2013), η Ελενίτσα μου, μα μπορώ να μιλάω ώρες για την Ελένη Κορώνη.
Παιδί – έκθετο, την είχανε μεγαλώσει ένα ζευγάρι σχετικά εύποροι, άκληροι, ο σύζυγος οδοντίατρος, την είχανε διαπαιδαγωγήσει πραγματικά για δούλη. Φύλαγε κρυμμένο πίσω απ’ την πόρτα της
κουζίνας το μαστίγιο με το οποίο τη χτύπαγε ο «θείος» της, τη σταμάτησαν από το
σχολείο, την κράτησαν απάντρευτη κι άλλα πολλά ανάλογα. Η Ελενίτσα μου όμως ήτανε γεμάτη
ζωή, ήτανε απίστευτο το μπρίο της. «Ενζενί που δεν ξανάγινε», σχολίασε ένα Πάσχα που τον
φιλοξενήσαμε ο μακαρίτης Τάσος Μπαντής, ο σκηνοθέτης του θεάτρου.
Τα χρόνια αυτά ηγούμενος του Μεγάλου Μοναστηριού ήταν ο εμπνευσμένος, υψηλός αισθητής της παράδοσης, Ισίδωρος (Κρικρής), μακαρίτης από χρόνια -μακαριστός όπως θέλουνε να τους λέμε. Δεν έχανα ακολουθία,
εσπερινό, ειδικά τη Μεγαλοβδομάδα -και καθώς το πρόγραμμα των μοναστηριών δεν
συνέπιπτε, μπορούσα να παρακολουθώ την ίδια λειτουργία τρεις, ενίοτε και τέσσερις και πέντε φορές. Βυζαντινά
υπέροχα μέλη, ένας κόσμος όπου σχεδόν παρέμενε ομιλουμένη η ελληνιστική κοινή, τόσο κοντά
στην κλασική αττική, τόσο υπερήφανα και ελληνικά όλ’ αυτά. Ύστερα η μαγεία του
νησιού με την υστεροβυζαντινή αστική παράδοση: τα αρχοντικά της Χώρας, η Χώρα η
ίδια, που δεν ανήκει στον παραδοσιακό λαϊκό νησιωτικό κόσμο. Ο φορολογικός παράδεισος
και εφοπλιστικό κέντρο - Μοναστήρι, ιδιαίτερα στα οθωμανικά χρόνια, έγινε κατά
περιόδους πόλος έλξης αστών από Σμύρνη και Χάντακα / Ηράκλειο, κάτι σχεδόν
απτό όχι μόνο στην αρχιτεκτονική του οικισμού όσο και στα ήθη των κατοίκων
της Χώρας. Εδώ κι αν μπορώ να μιλάω με τις ώρες. Να φέρεις τον πιο εκλεπτυσμένο
Παριζιάνο, να νιώσει και να είναι αγροίκος μπροστά σ’ αυτούς τους ανθρώπους –μα δεν υπερβάλλω καθόλου. Και εδώ που πάντως εμπέδωσα το απόφθεγμα του Νίτσε: «Ο
πολιτισμός κληρονομείται».
Στην Πάτμο εκπλήρωσα την άλλη υποσυνείδητη εντολή του
Γιώργου Ιωάννου: εντρύφησε στην εκκλησιαστική γλώσσα, φτιάξε τα κανάλια να
αρδεύσει τον λόγο σου. Επίδραση, νομίζω πιο ανιχνεύσιμη, στο μυθιστόρημά μου Διονυσία. Θα έλεγα, επίσης, πως τα χρόνια που ζούσα τον ελεύθερό
μου χρόνο εκεί, θέλω να πω που οι ευαισθησίες μου παρεπιδημούσαν εκεί, που
εξάλλου εκτός από ελληνικός είναι και τόπος κοσμοπολίτικος, συνέβαλαν στην
αίσθηση του βάθους στον λογοτεχνικό μου κόσμο. Να δώσω ένα ελάχιστο δείγμα: όταν τα πρόσωπα στο «Ο Δανιήλ
πάει στη θάλασσα» σερβίρουν τον καφέ ή το νερό με μια σταγόνα ανθόνερο, το
έθιμο είναι παρμένο από την αρχοντική Πάτινο…
Αλλά κάπου εδώ τελειώνω τα σημειώματα – σχόλια στις φωτογραφίες
που εντόπισα ανάμεσα στα συντρίμμια της βιβλιοθήκης κατά τον μεγάλο σεισμό στο νησί τον Ιούλιο του 2017. Παρόλο που συχνά πέρναγα λάθρα στα λημέρια της, δεν ανήκουν στη λογοτεχνία αυτά τα κείμενα. Τα ενέταξα στην κατηγορία Νεοελληνική λογοτεχνία καθώς περιέχουν πληροφορίες για το
λογοτεχνικό μου έργο. Υπόσχομαι, ωστόσο, αν είμαι καλά, αν θα μου δοθεί ο χρόνος, το επόμενο μετά το μυθιστόρημα που γράφω τώρα να είναι καθαρά αυτοβιογραφικού
χαρακτήρα, μα ανεβασμένο από τις γαλαρίες και μέσ' απ' τις διόδους του ασυνειδήτου, θέλω να πω γραμμένο με τον τρόπο της λογοτεχνίας μόνο...
(Από το σπίτι της Γεωργίας Οικονόμου. Προς την εξωτερική σκάλα που ανέβαζε στον όροφο.)
(Από μόσχευμα μπιγκόνιας της Γεωργίας Οικονόμου -απεβίωσε το 1991- αυτό το είδος οι μπιγκόνιες στο σπίτι μου...)