Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

"Ο ακραίος επικούρειος" / προδημοσίευση, απόσπασμα από Το Σκοτεινό Νησί.

"Ο ακραίος επικούρειος" (προδημοσίευση, απόσπασμα από Το Σκοτεινό Νησί)
- στη σελίδα των Εκδόσεων Ποταμός (fb), 11/11/2019.


Μιλάγαμε ήσυχα.
Ξάπλωσε κοντά μου, ακουμπούσε στον αγκώνα του. «Αδέλφια έχεις, Ηρακλή;»
Κατένευα.
«Οι γονείς σου ζουν;»
«Έναν πατέρα είχα, σου είπα, τον έχασα, χαθήκαμε δηλαδή».
«Οι φυσικοί σου γονείς, ρωτάω».
«Αν ζουν;» Μόρφασα το “δεν ξέρω”.
«Πώς γίνεται; Να μην ξέρεις αν ζούνε».
«Με ρώτησαν οι γενετιστές μου αν ήθελα να μάθω ποιοι είναι, να μου δώσουνε τη λίστα με τους βασικούς έστω, τις διευθύνσεις τους, αν ήθελα να τους βρω, τους απάντησα όχι. Εγώ τον αγαπούσα τον πατέρα μου. Μου αρκούσε ο θετός μου πατέρας, τι με ένοιαζε εμένα από πού τα πήραν τα γονίδιά μου. Ούτε σε ποιους τα έδωσαν τα δικά μου τα γονίδια με νοιάζει. Ποια δικά μου δηλαδή; Ιδιοκτησία στα γονίδια; Ξέρεις πιο ηλίθια σκέψη; Ούτε τα δικά μου τα παιδιά να με βρουν ποτέ τους. Έπειτα, φαντάζεσαι τι αμηχανία, τι ανόητες κουβέντες, τι χαζές ευγένειες, γεια σας, τι κάνετε, μου είπαν από το Ινστιτούτο είστε οι γονείς μου… και κάθε λίγο άντε να ξεροβήχεις, άντε να χαζογελάς…»


Και όπως μίλαγα, αφαιρέθηκα. Ξανάρθε στη μνήμη μου η φιγούρα του πατέρα μου, σταδιακά βυθιζόμουν στην αναπόληση της τρυφερότητάς του. Δεν υπήρξε ον στοργικότερο από τον πατέρα μου. Και που χάθηκε, που τον έχασα, νομίζω για να μην υποφέρω από την αγάπη μου γι’ αυτόν χάθηκε. Να ζω με δεδομένη την απουσία του, πια να μην αγωνιώ για το πότε θα τον χάσω.
Θυμάμαι μια μέρα που περνάγαμε έξω από το εντευκτήριο κάτι ακραίων επικούρειων, ακούγεται ένας δυνατός θόρυβος, ανοίγει με πάταγο η πόρτα του καταγώγιου. Δίνει μια, πετάγεται καταπάνω μας ένας που γέλαγε και που του φεύγανε ρουκέτες εμετού, γυμνός εντωμεταξύ και με σημάδια - μελανιές σ’ όλο του το κορμί, το οποίο ήτανε διάστικτο με σταγόνες αίμα από διάφορα αγκίστρια περασμένα στο στέρνο, την πλάτη και τα γεννητικά του όργανα. Εμένα με τρόμαξε εννοείται το όλο θέαμα: οι ρουκέτες, τα αγκίστρια, η κακοποιημένη γύμνια, ο μπαμπάς μου αντίθετα γέλασε, χαμογέλασε δηλαδή. Δεν μου είπε τίποτε, μόνο χαμογέλασε. Πιο άκακο γέλιο δεν υπήρχε, πιο απονήρευτο γέλιο από του πατέρα μου δεν υπήρχε. Κι εκεί που εγώ, παιδί ούτε επτά χρονών, ήμουνα έτοιμος να βάλω τα κλάματα απ’ τον τρόμο μου, νόμισα από το γέλιο του πατέρα μου πως ήτανε παιχνίδι όλο αυτό, και γέλασα κι εγώ. «Τι χαριτωμένο το παιδάκι σας», λέει φυσικότατα ο επικούρειος, και μας χαμογελούσε καθώς ξανάμπαινε στο εντευκτήριο με το ύφος ανθρώπου που νιώθει το κανονικότερο θέαμα του κόσμου.
Μου λείπει το γέλιο του πατέρα μου, το χαμόγελό του έστω, και πριν ακόμα κατεβεί στο στόμα του, παιχνιδίζοντας χαρωπό στα μάτια του.


[Απόσπασμα από τη νουβέλα του Αντώνη Νικολή "Το Σκοτεινό Νησί", η οποία, διορθωμένη-αναθεωρημένη και εμπλουτισμένη με εκτενές κατατοπιστικό επίμετρο του συγγραφέα, επανεκδίδεται από τον Ποταμό.]