(Ο χοιροβοσκός Εύμαιος μαζί με το γέρο ζητιάνο – Οδυσσέα φτάνουν στο παλάτι. Κοντά στην πύλη θα συναντήσουν το γέρικο σκυλί του δεύτερου, τον Άργο. Ο Άργος θα ξεψυχήσει αφού αναγνωρίσει, πρώτος και μόνο αυτός, τον Οδυσσέα. Η πολύ συγκινητική –δοσμένη με υποδειγματική αισθηματική οικονομία- μαρτυρία της σχέσης ανθρώπου και σκύλου είναι και η παλαιότερη στην αρχαία ελληνική γραμματεία.
Στο στίχο 310 –δεν είναι η μόνη φορά στην Οδύσσεια και δεν ήταν λίγες στην Ιλιάδα– ο Όμηρος απευθύνεται σε ένα από
τα πρόσωπά του, εδώ στον Εύμαιο. Αφήγηση στο β' πρόσωπο, συχνή σε λαϊκές διηγήσεις
και που προσδίδει ζωντάνια.)
Ένας σκύλος που κειτόταν σήκωσε το κεφάλι και τ’ αυτιά, ο Άργος,
που ανήκε στον καρτερικό Οδυσσέα, αυτόν που κάποτε μονάχος τον ανάτρεφε, όμως και
προτού να τον χαρεί έφυγε για την ιερή Τροία. Παλιότερα τον έπαιρναν μαζί τους νεαροί
να κυνηγήσουν αγριοκάτσικα ή ζαρκάδια ή λαγούς. Έλειψε όμως ο αφέντης και καταφρονημένος
τώρα πια κειτόταν σε πολλή κοπριά μουλαριών και βοδιών, χυμένη σε σωρό μπροστά
απ’ τις πύλες, για να την κουβαλήσουν οι υπηρέτες και μ’ αυτήν να κοπρίσουν το
μεγάλο βασιλικό χτήμα του Οδυσσέα. Πάνω εκεί ήτανε πλαγιασμένος ο σκύλος, ο
Άργος, φορτωμένος τσιμπούρια.
Τότε, λοιπόν, με το που μυρίστηκε κοντά του τον Οδυσσέα,
κούνησε την ουρά και κατέβασε και τα δυο αυτιά του, όμως περισσότερη δύναμη να
πλησιάσει κοντύτερα στο αφεντικό του δεν είχε. Ο Οδυσσέας έστρεψε το πρόσωπο
πλάγια, σφούγγισε ένα δάκρυ κρυφά από τον Εύμαιο, μα και πριν μεσολαβήσει
στιγμή τον ρώτησε: «Αλήθεια, Εύμαιε, παράξενο πράγμα αυτός ο σκύλος να κείτεται
στην κοπριά. Είναι όμορφο το κορμί του, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν είναι γρήγορος
στο τρέξιμο όσο όμορφος, ή μήπως είν' απ' τα σπιτικά σκυλιά που τα
ανατρέφουν τ' αφεντικά για επίδειξη.»
Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απάντησες και είπες: «Αυτός ο
σκύλος είν’ εκείνου που πέθανε πολύ μακριά μας. Αν είχε το κορμί και την
ενέργεια όπως τότε, όταν τον άφησε κινώντας για την Τροία ο Οδυσσέας, γρήγορα θα
θαύμαζες την ταχύτητα και την ορμή του. Γιατί δεν του
γλύτωνε αγρίμι στο πυκνό βαθύ λαγκάδι, αν το ’παιρνε στο κυνηγητό, κι ήξερε
καλά να βρίσκει τα χνάρια τους. Αλλά τώρα υποφέρει, το αφεντικό του χάθηκε
μακριά απ’ την πατρίδα, κι οι γυναίκες αμελούν να του δώσουν τροφή. Κι οι υπηρέτες, πάλι, σαν χάσουν την εξουσία οι βασιλιάδες, ύστερα δεν έχουν όρεξη να κάνουν τη σωστή
δουλειά. Γιατί ο Δίας με τη φωνή του που αντηχεί στα πέρατα, τον άνθρωπο τον γδύνει
απ’ τη μισή του αξία τη μαύρη μέρα της δουλείας του.»
Είπε και μπήκε στο παλάτι το όμορφα χτισμένο κι ευθύς
κατευθύνθηκε προς τους αρχοντικούς μνηστήρες.
Όμως τον Άργο τον πήρε η μοίρα του
σκοτεινού θανάτου σαν αντίκρισε τον Οδυσσέα μετά από είκοσι συναπτά
χρόνια.
(Πάνω: John Flaxman
(1755-1826), Οδυσσέας και Άργος (1805).
Κάτω: Bonaventura Genelli (1798-1868), Εύμαιος, Οδυσσέας και Άργος.)
[Ομήρου Οδύσσεια,
ραψωδία ρ, στίχοι 291 – 327]