Συμβαίνει στους κήπους, συμβαίνει νομίζω και στην τέχνη, στη λογοτεχνία.
Οι ντόπιες, οι εγκλιματισμένες ποικιλίες ή τα καταφρονεμένα άγρια της χλωρίδας, εξημερωμένα, κοσμούν πολύ καλύτερα τα παρτέρια μας. Αρκεί να τα ξαναδούμε με καινούργιο βλέμμα, να τα λαμπικάρουμε απ' τη συνήθεια και την κούραση, όπως -να πω- οι θεοί του Ομήρου καταχεύουσιν χάριν (περιχύνουν με χάρη) τους θνητούς για να τους κάνουν να δείχνουν νεότεροι ή και ωραιότεροι, πιο θελκτικοί κι εράσμιοι, πιο ερατεινοί τέλος πάντων, ή όπως οι λογοτέχνες, οι καλλιτέχνες εν γένει, μεταποιούμε την οικεία εμπειρία σε μύθους.
Το ταπεινό σπάρτο στα βουνά και τις εξοχές μας, έγινε σιγά σιγά δεντράκι και κάθε Απρίλη σκάει σαν βεγγαλικό με λαμπερά κίτρινα ανθάκια.
Το μόσχευμα της λυγαριάς έπιασε,
και με το κύρος του αστικού πρασίνου στο Παλέρμο, πήρε θέση δίπλα στα εκατοντάφυλλα, παραδίπλα στο γιασεμί και το σπάρτο.
Το μόσχευμα από λυγαριά στον κολπίσκο του Αγίου Φωκά.
Κι ακόμα ένα μυστικό. Δεν θέλουν πότισμα ούτε ιδιαίτερη φροντίδα.
Φυτρώνουν μετά τις πρώτες καλές βροχές και γύρω στον Απρίλη ανθοφορούν. Καθαρίζω τις γλάστρες στο τέλος της άνοιξης απ' τ' αποξηραμένα φυτά, κι όχι πάντοτε, βοτανίζω λίγο γύρω στον Δεκέμβρη.
Περίπου κάθε πέντε χρόνια αραιώνω τους βολβούς. Γλάστρες με φρέζιες, νάρκισσους, άγριους ή ήμερους, και ζουμπούλια -με τουλίπες, ακόμα και με τις άγριες, τους απρίληδες όπως τους λέμε στο νησί, προσπάθησα, δεν τα κατάφερα, το καλοκαίρι, διαβάζω, χρειάζονται αποθήκευση σε δροσερό και σκοτεινό χώρο.
Οι ετήσιοι επισκέπτες της άνοιξης. Ήρθαν και φέτος όλοι, ο ένας μετά τον άλλο. Λόγω της πανδημίας τόσο πιο καλοδεχούμενοι.