Πριν από μερικούς μήνες, στη διάρκεια του πρώτου γενικού απαγορευτικού (lockdown), μου ζητήθηκε από τη δημοτική τηλεόραση υπό την ιδιότητά μου του Κώου συγγραφέα να πω δυο λόγια στα πλαίσια ειδικού αφιερώματος για τη Λεωφόρο των Φοινίκων, την εμβληματική για την πόλη μας οδό. Είχε προηγηθεί μερικά χρόνια νωρίτερα ένα μικρό σημείωμά μου εδώ στο “Βήμα της Κω”, όπου εξέφραζα την αγωνία μου για τα προσβαλλόμενα απ’ το κόκκινο σκαθάρι φοινικόδεντρα. Είμαι της άποψης, όπως το δήλωσα και μπροστά στην κάμερα, πως τα δέντρα αυτής της λεωφόρου έπρεπε να είναι φοίνικες, στην ανάγκη και πλαστικοί. Ο Βασίλης Μανιάς, στον οποίο ανατέθηκε από τη νέα δημοτική αρχή η μέριμνα για το πρόβλημα και που πράγματι βρήκε την καλύτερη και οικονομικότερη λύση, πρότεινε και να συμμετάσχω σ’ αυτήν τη δημόσια συζήτηση.
Να σημειώσω επίσης ότι στα είκοσι σχεδόν χρόνια που δραστηριοποιούμαι στο κέντρο, στην Αθήνα, ως συγγραφέας, παραμένω εντούτοις μόνιμος κάτοικος Κω, ανήκω στη ΔΟΥ Κω, είναι η πρώτη φορά που μου ζητήθηκε (υπό την ιδιότητά μου του συγγραφέα) εδώ στο νησί δημόσια (ή και κατ’ ιδίαν) μία γνώμη. Θέλω να πω, και είναι θέμα λεπτό, και παρακαλώ να γίνει αντιληπτό όπως το διατυπώνω: σαν ο καθένας, βέβαια, συμβαίνει να είμαι ο γιος, ο αδελφός, ο φίλος, ο γείτονας, για ορισμένους και ο παλιός δάσκαλος, και με αυτές τις ιδιότητες να επικοινωνώ με όποιους συναντώ στον μανάβη, στο σούπερ μάρκετ, στον δρόμο. Είναι το λιγότερο άτοπο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη που ζει με τις όποιες δικές της αξίες, τους όποιους δικούς της ταγούς και λογίους, να πετιέσαι και να λες, «Εγώ, ξέρετε, που είμαι ο… και ο…, και που έχω αυτήν ή την άλλη γνώμη…». Εν πάση περιπτώσει και για να μη μακρηγορώ, με τον καιρό έμαθα την ιδιότητα και τις σκέψεις μου, του συγγραφέα, να μην τις κοινοποιώ, και πάντως όχι δίχως να μου ζητηθούν. Τα τελευταία, λοιπόν, χρόνια θεωρούσα ότι εκκρεμούσαν τρεις κυρίως δράσεις σχετικές με την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα ή τις αξίες της πόλης και του νησιού, σκέψεις που όταν μου ζητήθηκε τις εξέφρασα.
Η μία, η πιο άμεση, η Λεωφόρος των Φοινίκων. Σαν αν ξύπναγαν ένα πρωί οι Θεσσαλονικείς κι εύρισκαν γκρεμισμένο τον Λευκό Πύργο. Οι άλλες δύο εκκρεμότητες, η μία, το να τιμηθούν οι συμπατριώτες μας Εβραίοι-θύματα του Ολοκαυτώματος, και η δεύτερη, το έργο του αείμνηστου σπουδαίου γιατρού, Θεόφιλου Πέρου, ο οποίος στα νεότερα χρόνια έκανε και πάλι την Κω κέντρο της ιατρικής στην ευρύτερη νησιωτική περιοχή αλλά και στην απέναντι μικρασιατική ακτή. Σε Θεόφιλο Πέρο και Κώους Εβραίους αναφέρθηκα μονολεκτικά στο τέλος της συνέντευξής μου, έχοντας κατά νου σε εύθετο χρόνο να αρθρογραφήσω εκτενέστερα. Όταν οι υπεύθυνοι της εκπομπής στο τελικό μοντάζ εκτίμησαν ότι οι δύο αυτές αναφορές έμοιαζαν παράταιρες, και μου ζήτησαν εφόσον συμφωνούσα να τις κόψουν, συναίνεσα, και στην επιπλέον ευγενική πρόταση του Β. Μανιά να τις εισηγηθώ σε επί τούτω ειδικό ρεπορτάζ, απάντησα πως προτιμούσα να το κάνω γραπτώς, όπως άλλωστε το σκεφτόμουν εξ αρχής.
Δεν γνωρίζω τον ακριβή αριθμό των θυμάτων, αν ήταν πενήντα, εκατό ή εκατόν πενήντα οι Κώοι Εβραίοι που χάθηκαν στα κρεματόρια, αλλά και ένας μόνο, άνθρωπος δικός μας που καταδικάστηκε να πεθάνει με τον φρικτότερο επινοημένο ποτέ τρόπο (μαζικής) δολοφονίας, όχι γιατί διέπραξε κάτι κολάσιμο που και πάλι θα μιλάγαμε για στυγερό τρόπο θανάτωσης, αλλά μόνο γιατί γεννήθηκε μέλος μιας διαφορετικής, μειονοτικής κοινότητας, θα έπρεπε το λιγότερο να τον μνημονεύουμε. Υπάρχουν ακόμη μαζί με το κτήριο της Συναγωγής, το εβραϊκό νεκροταφείο, ορισμένους απογόνους της οικογένειας Μενασέ, κάποιες ελάχιστες σκόρπιες μνήμες αυτής της κοινότητας στο νησί μας. Να βρούμε τον τρόπο να τις ζωντανέψουμε, να τους αφιερώσουμε έναν δημόσιο χώρο-μνημείο. Και πόσο θαυμάσιο, όσοι τυχόν απόγονοι εκείνων των Κώων εν ζωή, στο Ισραήλ ή αλλού στον κόσμο, να προσκληθούν, να είναι παρόντες στα εγκαίνια του μνημείου. Για τη μνήμη του Θεόφιλου Πέρου να πω πως δυσκολεύομαι να βρω κάτι πιο ντροπιαστικό για την κοινωνία μας. Και το ακόμη θλιβερότερο, ότι για το έργο και την προσωπικότητα του ανθρώπου 30 χρόνια μετά τον θάνατό του χρειάστηκε να κάνει μνεία ο ίδιος ο γιος του… Θυμάμαι το δέος που μου προξενούσε, από τις δυο κουβέντες του όταν τύχαινε να σηκώσω το τηλέφωνο ενώ γύρευε τον πατέρα μου για κάποια ακτινογραφία, ή και στον δρόμο ακόμη, από απόσταση, που σταμάταγα και τον παρατηρούσα, να κατηφορίζει φέρ’ ειπείν σύννους την Αντιναυάρχου Ιωαννίδη. Υπήρχαν κι άλλοι ένας-δυο Κώοι που μου αποσπούσαν την προσοχή, αλλά κανείς δεν μου προξενούσε τέτοιας έντασης δέος. Όταν ένας άνθρωπος συναντηθεί με τη μοίρα του και ξεπεράσει, γιατί είχε την κλίση και μαζί τον ζήλο, τα συμβατικά μέτρα, και δεν είναι πια μόνο ένας καλός πολίτης, ένας καλός επαγγελματίας, αλλ’ αυτός που διακρίθηκε και που το έργο του ακτινοβολεί, τότε η οικονομία σε κάθε έκφρασή του είναι τουλάχιστον αξιοπαρατήρητη. Όποτε ο πατέρας μου, φοιτητής στην ιατρική Αθηνών τη δεκαετία του 50, ανέφερε τον τόπο καταγωγής του στους καθηγητές του, περίπου συνομηλίκους του Θ.Π., εκείνοι στο άκουσμα της λέξης Κως, απορούσαν εμφατικά τι έγινε, πώς συνέβη και εγκλωβίστηκε «ένας κοτζάμ Θεόφιλος Πέρος εκεί κάτω», αυτός που αν παρέμενε στον πανεπιστήμιο της Αθήνας θα ήταν ο αδιαφιλονίκητος άριστος ανάμεσά τους. Συνάντησα ανθρώπους στην Πάτμο, στη Λέρο, στη Σύμη, στη Ρόδο, που πάνω στην κουβέντα μού έλεγαν πως με θυμόντουσαν παιδί, δηλαδή θυμόντουσαν τα παιδιά που παίζαμε στον δρόμο μπροστά στη Χάβρα και το ακτινολογικό του πατέρα μου, σταλμένοι από τον Πέρο για ακτινογραφία. Θυμάμαι τη μάνα μου ν’ ανεβαίνει τις σκάλες και να φωνάζει στον πατέρα μου, «Χαράλαμπε, σε περιμένουν δυο από την Κάσο…» ή την Κάρπαθο, τη Νίσυρο, την Κάλυμνο βέβαια, Τούρκοι ασθενείς από το Μπόντρουμ απέναντι…Να πω τέλος –και ειλικρινά γνωρίζω πόσο δύσκολα γίνεται κάτι τέτοιο κατανοητό- όταν είσαι υπερήφανος, πολιτιστικά κατά το δυνατόν αυτάρκης, κάτι που ισχύει για άτομα όσο και για σύνολα, καμαρώνεις, εξαίρεις πρωτίστως όσους και όσα είναι γύρω σου, στον καιρό σου, κάθε λογής αξίες και ανθρώπους. Να το κάνω λιανά με δυο ισοδύναμες αντίθετες υποθέσεις. Αν οι Κώοι είχαμε ανεγείρει ανδριάντα, είχαμε δώσει το όνομα του Θεόφιλου Πέρου σε πολύ κεντρικό δρόμο της πόλης και οπωσδήποτε στο γενικό νοσοκομείο του νησιού, τότε θα είχαμε κατοχυρώσει κάποιο εύλογο δικαίωμα και στην πολύ πολύ μακρινή κληρονομιά, στο κύρος και στο φορτίο πολιτισμού εκείνου του αρχαιότατου Ιπποκράτη. Ή, αντίθετα, (αν οι σπουδές σας ήταν τα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων και μπαινοβγαίνατε καθημερινά σ’ αυτά, θα με καταλαβαίνατε), όσο περισσότερο επικαλείται ένας Νεοέλληνας τους αρχαίους ή ένας Κώος τον Ιπποκράτη, τόσο πιο κακομοίρης είναι, πολιτιστικά και μορφωτικά. Αν δεν μπορείς να δεις και ν’ αναγνωρίσεις την αξία δίπλα σου, δεν δικαιούσαι καμιά αξία. Είναι μοιραίο να μιμείσαι πράγματα που δεν είσαι, να μαϊμουδίζεις αξίες που αναδεικνύουν οι άλλοι, όχι εσύ.
Υ.Γ. Αν πρόκειται με αφορμή τα παραπάνω να δοθεί το όνομα του αειμνήστου Θεόφιλου Πέρου σε κάποιον παράδρομο στην άκρη της πόλης, και ταυτόχρονα σε άλλους παράδρομους τα ονόματα και όλων των υπολοίπων τεθνεώτων του ιατρικού συλλόγου, (άραγε γιατί όχι και των οδοντιάτρων, των φαρμακοποιών, των δικηγόρων, των εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας, των αρχαιολόγων, των μηχανικών, των λογιστών, των εμπόρων, των επιχειρηματιών, γιατί όχι και των χειρωνακτών, των ποικίλων τεχνιτών και πάει λέγοντας), αν είναι να γίνω ο υπαίτιος μιας λίγο έως πολύ τέτοιας θλιβερής ισοπέδωσης, όχι μόνο ανακαλώ το παρόν κείμενο, εν τοιαύτη περιπτώσει σάς υπόσχομαι δεν θα πω, δεν θα σας ενοχλήσω με γραπτό μου ξανά ποτέ.
Στην Κω, 9 Ιανουαρίου 2021.