(...) Έσκυψα, του κατέβασα τα βλέφαρα, του έκλεισα τα μάτια, σήκωσα ένα από τα χράμια, σαν ένα στρωσίδι από χρόνο, μέσα μου το είπα… χρόνινο, και τον σκέπασα.
«Είναι μέρα;» με ρωτάει η Πέργαμοντ.
Σκέπαζα την άκρη του ποδιού του, κοίταξα τη λάμπα. «Νυχτώνει».
«Άρα, δεν θα φορέσουμε στολές. Καλό αυτό. Ή να τις φορέσουμε;»
«Πέθανε πλέον, νομίζω, πέθανε». Είχα ολοκληρώσει την ιδιότυπη μίνι κηδεία που του έκανα.
«Πρώτα όμως θα βρέξει».
«Τι…!» εκπλησσόμουν επιτέλους από κάτι ευχάριστο.
«Γιατί σ’ το υποσχέθηκα…»
Και πράγματι αμέσως ακούγονται έξω στην αυλή και πάνω στο δώμα της σπηλιάς δυνατές στάλες κι ύστερα βροχή.
«Βρέχει». Μου το ανακοινώνει σαν επίσημα.
«Βροχή!» Δεν με συγκρατεί τίποτα. Με άγρια χαρά φωνάζω, «Βρέχει, βρέχει», και τρέχω έξω να το ζήσω. Περνώ από το στεγασμένο εν μέρει αυλίδι στην καθαυτό έξοδο, στην αυλή. Ρίχνει καρεκλοπόδαρα, όλος ο αέρας νερό, είμαι στη βροχή, πνίγομαι σχεδόν από το πολύ νερό, χοροπηδώ, όλα τα καθαρίζει η βροχή, το νιώθω, όλα τα ξεπλένει το νερό. Το νερό, το νερό, το νερό! Κι όπως στριφογυρνώ χοροπηδώντας, βλέπω στο βάθος του θαλασσινού ορίζοντα το φωτάκι από το πλοίο. Σταματώ, κοιτάζω καλύτερα, είναι πράγματι πλεούμενο, μεγαλούτσικο φαίνεται, τρέχω να το αναγγείλω στην Πέργαμοντ.
Επιστρέφοντας τη βρίσκω να παραμιλάει. Απευθύνεται σε κάποιον φανταστικό ακροατή της, του μιλάει πιθανότατα για μένα: «Τον αγαπώ. Είναι ο άνθρωπός μου: τρυφερός, χαριτωμένος, δικός μου πάνω απ’ όλα…» Μαζεύει τα μπαγκάζια, διπλώνει τον μπόγο με τα ρούχα μας.
«Φάνηκε το πλοίο! Μεγάλο, μάλλον…» Είμαι γεμάτος ενθουσιασμό. «Βρέχει, βρέχει καταρρακτωδώς».
«Μωράκι μου, βράχηκες. Σου πάει…» Σηκώνει το κεφάλι να με δει, προλαβαίνει μια μικρή μου αγωνία. «Μην ανησυχείς, θα κοπάσει η μπόρα. Θα κατεβούμε κάτω στην προβλήτα με την άνεσή μας. Ήρθε το πλοίο. Το είδες».
Ξεδιπλώνει τώρα τις στολές μας.
«Ένα φως: σίγουρα θα είναι το καράβι που είπες ότι επικοινώνησες μαζί τους», λέω, στη χαρά μου γίνομαι λιγάκι φλύαρος. Κοιτάζοντας τις στολές, «μ’ αφού σου είπα, είναι νύχτα… Ή να τις φορέσουμε καλύτερα, λες;»
«Μη μας ψάχνουν πάλι για τυχαίους…»
Έκλεισε τη βαλίτσα, ύστερα ο ένας βοηθώντας τον άλλον φορέσαμε τις στολές μας, όχι τις κάσκες ακόμα. Με το δικό της νεύμα, η μουσική επέστρεφε, πάλι το “Τραγούδι του καφέ”, λίγο πριν απ’ την τέταρτη στροφή. Με τράβαγε από το χέρι, κι ας μας δυσκόλευαν οι στολές, χορεύαμε και τραγουδούσαμε ξανά. Ξεκίνησε εκείνη:
– Κούπα στην κούπα του καφέ, μέτρησα εγώ: μύριες.
– Εσύ;
– Ματάκια μου
να τα χείλη μου.
– Να και τα δικά μου.
– Θέλω κι άλλη ζάχαρη.
– Δώσε μου κι εμένα.
Και φιλιόμαστε
τρυφερά. Συνεχίζαμε να χορεύουμε,
ωσότου ήχησε το σφύριγμα του καραβιού.
Ακουγόταν μαζί με τη βροχή, ένα
ψιλοβρόχι πια, που πύκνωνε κατά διαστήματα από
τις ριπές του αέρα. Φορτώθηκα τον μπόγο και
τη βαλίτσα, η Πέργαμοντ την τσάντα της. Κάπου στη
μέση της διαδρομής έως τη σαθρή κρηπίδα, την αποβάθρα τέλος πάντων, θα κουμπώναμε και τις κάσκες μας, κάπου εκεί επίσης η αγαπημένη μου, μπορούσα
από τώρα να το προβλέψω με σιγουριά, κατάκοπη, θα μου φόρτωνε
και την τσάντα της. Είναι άλλοτε τόσο
εύκολο, άλλοτε τόσο δύσκολο να προβλέψει
κανείς τα μελλούμενα να του συμβούν. (...)
Το Σκοτεινό Νησί (απόσπασμα), Εμπειρία Εκδοτική 2008, Ποταμός 2019.
(Κως, 16-11-2024, επιτέλους βροχή, πολλή βροχή!)