Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Με σπασμένες τις αχαμνές φτερουγίτσες.

 

Χρειάζεται ταλέντο αλλά και ευφυΐα κάποιος με πλεονάζουσα ευαισθησία (καλλιτεχνική ή άλλη) για να διαισθανθεί την απόσταση ανάμεσα στη φύση και στον νου που προσπαθεί να εννοήσει τη φύση, ανάμεσα στο εφικτό και στο επιθυμητό, αλλά και για να αποτιμήσει τους θεσμούς που επινοούν οι κοινωνίες για να περάσουν από το ένα στο άλλο. Με λίγα λόγια, κι αντίθετα απ’ τη γενική (παιδαριώδη) αντίληψη περί ευαισθησίας, προκειμένου να διακρίνει την εγκυρότητα του ρητορικού λόγου, τα επιχειρήματα από τις σοφιστείες, διάκριση που αποτελεί προνομιακή περιοχή της ειρωνείας, και τίποτε δεν ευεργετεί τον καλλιτέχνη ή το έργο του όσο η ειρωνεία. Με την ευφυΐα το ταλέντο πτεροφυεῖ, βγάζει φτερά. Διαφορετικά, στα πρώτα κάνα-δυο στραπάτσα απ’ τη συνήθως σκληρή και δύσκαμπτη πραγματικότητα, με σπασμένες τις αχαμνές φτερουγίτσες μας καταφεύγουμε στον κυνισμό. Ο οποίος στην αισθητική συνεπάγεται εύλογα τον (στείρο) φορμαλισμό, και θέλει πολλή συζήτηση βέβαια γιατί αυτός –ο στείρος φορμαλισμός– είναι που κυρίως ευδοκιμεί στον ξεχωριστό ετούτο τόπο κατά τις τελευταίες δεκαετίες.

(Υ.Γ. Όταν στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα ξαναδιάβαζα τον Σκιαθίτη στην έξοχη κριτική έκδοση των Απάντων του από τις εκδόσεις Δόμος, αναπάντεχα έπεσα σε τρία τουλάχιστον σχόλια –σαν διαλαθόντα χρονογράφου– σε κείμενα κατά τα άλλα ακραιφνώς λογοτεχνικά. Και πώς γίνεται ο περίπου… παρίας των καιρών του λογοτέχνης να παρατηρεί –να ορθοτομεί, πήγα να πω– και δη με τόσο εναργή λογική…

«Κα ες περίεργος νθρωπος μ χονδρν σχημον πρόσωπον, μ παχύτατον μύστακα πικαθήμενον ς στοιβι π τν μήλων τν παρειν του, ως τος φθαλμούς, μιναύτης κα μιεργάτης κα μιεκφορτωτς (οτος το λέξανδρος Χάραυλος, διος στις πηδαλιουχν ποτ ν μακρ ταξιδί, κατ τν Μαύρην Θάλασσαν, π μεγάλου πλοίου, τν νύκτα, ρωτήθη π το πλοιάρχου, περιπατοντος κατ μκος το καταστρώματος π τν πρύμνην ως τν πρραν: ‘Τί χεις, βρ λέξανδρε, κι ναστενάζεις;’ κ’ κενος πήντησε: ‘Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πς θ τ πληρώσουμε, τόσα κατομμύρια πο χρωστάει τ θνος!’)∙» [λεξάνδρου Παπαδιαμάντη, λόγυρα στ λίμνη (1892), Ἅπαντα, τόμος Β’, ἐκδόσεις Δόμος, σελ. 386]

«Δὶς τῆς ἡμέρας διήρχετο τὴν κοιλάδα φιλάγαθος νήρ, πεντηκοντούτης, γηράσας πρόωρα, ς ν μν ντεχεν ες τ κοινωνικόν δηλητήριον, τ ποον νωρς ρχισε ν’ ναπτύσσεται ες τς τάξεις τς λληνικς κοινωνίας.» [λεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Βαρδιάνος στ σπόρκα (1893), παντα, τόμος Β', κδόσεις Δόμος, σελ. 565]

«Δν λέγομεν τι ο νθρωποι το τόπου σαν κτάκτως κακοί. λλο σως εναι χειρότεροι. λλ τ πλεστον κακν φείλεται ναντιρρήτως ες τν νικανότητα τς λληνικς διοικήσεως. Θ λεγέ τις τι χώρα ατη λευθερώθη πίτηδες δι ν ποδειχθ τι δν το καν πρς ατοδιοίκησιν. λλ τατα δν εναι το παρόντος.»
[λεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Βαρδιάνος στ σπόρκα (1893), παντα, τόμος Β', κδόσεις Δόμος, σελ. 571])