Χρειάζεται ταλέντο αλλά και ευφυΐα κάποιος με πλεονάζουσα ευαισθησία (καλλιτεχνική ή άλλη) για να διαισθανθεί την απόσταση ανάμεσα στη φύση και στον νου που προσπαθεί να εννοήσει τη φύση, ανάμεσα στο εφικτό και στο επιθυμητό, αλλά και για να αποτιμήσει τους θεσμούς που επινοούν οι κοινωνίες για να περάσουν από το ένα στο άλλο. Με λίγα λόγια, κι αντίθετα απ’ τη γενική (παιδαριώδη) αντίληψη περί ευαισθησίας, προκειμένου να διακρίνει την εγκυρότητα του ρητορικού λόγου, τα επιχειρήματα από τις σοφιστείες, διάκριση που αποτελεί προνομιακή περιοχή της ειρωνείας, και τίποτε δεν ευεργετεί τον καλλιτέχνη ή το έργο του όσο η ειρωνεία. Με την ευφυΐα το ταλέντο πτεροφυεῖ, βγάζει φτερά. Διαφορετικά, στα πρώτα κάνα-δυο στραπάτσα απ’ τη συνήθως σκληρή και δύσκαμπτη πραγματικότητα, με σπασμένες τις αχαμνές φτερουγίτσες μας καταφεύγουμε στον κυνισμό. Ο οποίος στην αισθητική συνεπάγεται εύλογα τον (στείρο) φορμαλισμό, και θέλει πολλή συζήτηση βέβαια γιατί αυτός –ο στείρος φορμαλισμός– είναι που κυρίως ευδοκιμεί στον ξεχωριστό ετούτο τόπο κατά τις τελευταίες δεκαετίες.
(Υ.Γ. Όταν στο τέλος της πρώτης δεκαετίας του αιώνα ξαναδιάβαζα τον Σκιαθίτη στην έξοχη κριτική έκδοση των Απάντων του από τις εκδόσεις Δόμος, αναπάντεχα έπεσα σε τρία τουλάχιστον σχόλια –σαν διαλαθόντα χρονογράφου– σε κείμενα κατά τα άλλα ακραιφνώς λογοτεχνικά. Και πώς γίνεται ο περίπου… παρίας των καιρών του λογοτέχνης να παρατηρεί –να ορθοτομεί, πήγα να πω– και δη με τόσο εναργή λογική…
«Καὶ εἷς περίεργος ἄνθρωπος μὲ χονδρὸν ἄσχημον πρόσωπον, μὲ παχύτατον μύστακα ἐπικαθήμενον ὡς στοιβιὰ ἐπὶ τῶν μήλων τῶν παρειῶν του, ἕως τοὺς ὀφθαλμούς, ἡμιναύτης καὶ ἡμιεργάτης καὶ ἡμιεκφορτωτὴς (οὗτος ἦτο ὁ Ἀλέξανδρος Χάραυλος, ὁ ἴδιος ὅστις πηδαλιουχῶν ποτὲ ἐν μακρῷ ταξιδίῳ, κατὰ τὴν Μαύρην Θάλασσαν, ἐπὶ μεγάλου πλοίου, τὴν νύκτα, ἠρωτήθη ὑπὸ τοῦ πλοιάρχου, περιπατοῦντος κατὰ μῆκος τοῦ καταστρώματος ἀπὸ τὴν πρύμνην ἕως τὴν πρῷραν: ‘Τί ἔχεις, βρὲ Ἀλέξανδρε, κι ἀναστενάζεις;’ κ’ ἐκεῖνος ἀπήντησε: ‘Συλλογίζομαι, καπετάνιε, πῶς θὰ τὰ πληρώσουμε, τόσα ἑκατομμύρια ποὺ χρωστάει τὸ Ἔθνος!’)∙» [Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Ὁλόγυρα στὴ λίμνη (1892), Ἅπαντα, τόμος Β’, ἐκδόσεις Δόμος, σελ. 386]
«Δὶς τῆς ἡμέρας διήρχετο τὴν κοιλάδα φιλάγαθος ἀνήρ, πεντηκοντούτης, γηράσας πρόωρα, ὡς νὰ μὴν ἀντεῖχεν εἰς τὸ κοινωνικόν δηλητήριον, τὸ ὁποῖον ἐνωρὶς ἤρχισε ν’ ἀναπτύσσεται εἰς τὰς τάξεις τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας.» [Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, Βαρδιάνος στὰ σπόρκα (1893), Ἅπαντα, τόμος Β', ἐκδόσεις Δόμος, σελ. 565]
«Δὲν
λέγομεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ
τόπου ἦσαν ἐκτάκτως κακοί. Ἀλλοῦ ἴσως εἶναι
χειρότεροι. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον
κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν ἀνικανότητα τῆς
ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι
ἡ χώρα αὕτη ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ νὰ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν
ἦτο ἱκανὴ πρὸς αὐτοδιοίκησιν. Ἀλλὰ ταῦτα
δὲν εἶναι τοῦ παρόντος.»
[Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
Βαρδιάνος στὰ σπόρκα
(1893), Ἅπαντα, τόμος Β', ἐκδόσεις Δόμος, σελ. 571])
