Σοφοκλής ή Σακελλάριος;
Athens Voice, 24-1-2015.
Η ύβρις. Θυμόμαστε, άραγε, τα κορίτσια από την ανατολική Ευρώπη στα κωλάδικα και τα πορνεία ανά την επικράτεια; Τους μετανάστες, επίσης από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, στις πρωινές πιάτσες του μαύρου μεροκάματου; Περνάγανε οι ελληναράδες, σοσιαλισταράδες στην πλειονότητά τους βέβαια, αργοπορημένοι, προκειμένου να εκβιάσουν ακόμα χαμηλότερα ωρομίσθια, μέσα από τις τζιπάρες τους τείνοντας τα τέσσερα δάχτυλα του ενός χεριού, αν γουστάρεις δηλαδή μόνο τέσσερα χιλιάρικα (δραχμές) για το οχτάωρο, που κατέληγε και δεκάωρο και δωδεκάωρο. Ενίοτε, όντας οι ταλαίπωροι εκείνοι συνήθως δίχως νόμιμα χαρτιά, σκύβανε το κεφάλι και σε πιο γλίσχρες αμοιβές.
Τώρα, τσατισμένοι με τα μνημόνια, οι σοσιαλισταράρες μας πάλι, ψηφίζουν ριζοσπαστική αριστερά, παρόλο που εντωμεταξύ το ένα μετά το άλλο τα πρώην σοσιαλιστικά κράτη γίνονται μέλη της ΕΕ και της Ευρωζώνης, – πρόσφατα ξεκίνησε συνομιλίες ένταξης στη ζώνη του ευρώ και η Βουλγαρία.
Το τραγικό αδιέξοδο. Όταν τα πρόσωπα (της τραγωδίας) με τις επιλογές τους, είτε γιατί υπερεκτιμούν τις δυνάμεις τους είτε γιατί αψηφούν τη μέγγενη της πραγματικότητας, φτάνουν σε αδιέξοδο, εκεί δηλαδή απ’ όπου δεν έχουν δυνατότητα διαφυγής, εντούτοις δεν το αντιλαμβάνονται, θέλουν να τσιρίξουν τις επινίκιες ιαχές τους, όμως μοιραία παγιδευμένοι ακινητοποιούνται, οι τσιρίδες τους βραχνιάζουν. Να δώσω ένα παράδειγμα: με όποιον ευφημισμό συγκαλυμμένο ένα νέο μνημόνιο ή σύμβαση με τους δανειστές πώς θα μπορέσει να ψηφιστεί από την επερχόμενη βουλή;
Η τραγική ειρωνεία. Όταν οι θεατές ξέρουν κάτι που αφορά τα πρόσωπα (της τραγωδίας), όμως εκείνα το αγνοούν. Όταν εμείς, φέρ’ ειπείν, αποφασίζουμε να παίξουμε το «Σόιμπλε, τώρα θα τα δώσω στο κενό από τον έκτο, ή μου στέλνεις το δίχτυ ασφαλείας ή ξεφτιλίζεσαι κι εσύ και η Ευρωζώνη σου», οι θεατές, άραγε, τι ξέρουν; Την απόσταση από το στηθαίο του έκτου ορόφου ίσαμε τις πλάκες στο κράσπεδο του πεζοδρομίου, αυτήν, κανονικά θα έπρεπε να τη γνωρίζουμε πρώτοι εμείς.
Ο νους μας έχει ολότελα αποσυνδεθεί από το λόγο, τη λογική. Ισχυριζόμαστε ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό στο οποίο αποβλέπουμε. Ποτέ δεν έβλαψε τόσο πολύ το σύνολο της κοινωνίας το κομμάτι της που λυσσαλέα αρνείται τις μεταρρυθμίσεις. Ούτε ζήσαμε άλλες εκλογές που τόσοι πολλοί να ντρέπονται, να κρύβουν από ντροπή την ψήφο τους. Βαρέθηκα να ακούω «Δεν το λέει, αλλά θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ». Καλά οι χρυσαυγίτες, αλλά και οι ριζοσπάστες αριστεροί; Αυτοί, γιατί;
Τι μας έμεινε, άραγε; Η τίσις (η άρση της ύβρεως, η τιμωρία); Ή μήπως παραείναι μακρινά πράγματα οι τραγωδίες, εδωπέρα και τώρα μας αναλογεί πολύ λιγότερη ιστορία, οι Σοφοκλήδες δεν είναι πια για τα μούτρα μας, μα ούτε κι εμείς πρόσωπα τραγωδίας, ένα χιλιοστό, μάλιστα, πριν από το κενό θα κάνουμε όλο τσαχπινιά, λεβέντικη τσαχπινιά κιόλας, τη στροφή των 180 μοιρών στη μύτη του ενός ποδιού, χα, χα, σιγά που θα πέφταμε, θα το στρίψουμε άλλοις λόγοις στην οικεία φαρσοκωμωδία, στον Σακελάριο και στον Δαλιανίδη, στα δικά μας νεοελληνικά γέλια; Ξανά μανά περίπου εκεί που ήμασταν, δηλαδή, στην παράταση της ακυβερνησίας, στην άτυπη, μίζερη χρεοκοπία. Κι όσο αντέξουμε. Όπως και να ’ναι, πάντως, αυτά τα τελευταία εικοσιτετράωρα πριν από την Κυριακή 25 Ιανουαρίου του 2015, άλλη ατάκα από το «Σοσιαλισταράδες μου, πάμε!», νομίζω, δε χωράει.