George Ezra - Da Vinci Riot Police
Ο καλός George Ezra και η αφεντιά μου ευχόμαστε μια κανονική κάπως χρονιά, ένα καλύτερο απ' το περσινό καλοκαίρι.
Αλλά μόλις έφτασαν στο διαβατό σημείο του ποταμού με την όμορφη
ροή, του Ξάνθου με τις πολλές δίνες, του ποταμού που τον γέννησε ο αθάνατος Δίας, ο
Ερμής αναχώρησε για τον ψηλό Όλυμπο, τότε που η Αυγή με το πέπλο στο χρώμα του
κρόκου εκτεινόταν πάνω σ’ ολόκληρη τη γη και οι δυο τους οδηγούσαν τα άλογα
προς την πόλη με οδυρμούς και στεναγμούς, καθώς τα μουλάρια σέρνανε την άμαξα με
το νεκρό. Και δεν τους αναγνώρισε πρωτύτερα κανένας άλλος ανάμεσα στους άντρες
και τις γυναίκες με τις ωραία ζωσμένες μέσες, παρά μόνο η Κασσάνδρα, η όμοια με
την Αφροδίτη, που είχε ανεβεί στην Πέργαμο, την ακρόπολη του Ίλιου∙ εκείνη αντιλήφθηκε
τον αγαπημένο πατέρα να στέκεται όρθιος στο αμάξωμα μαζί με τον κήρυκα, τον ντελάλη
σ’ όλη στην πόλη, είδε και το νεκρό να κείτεται στο νεκροκρέβατο πάνω στην
άμαξα με τα μουλάρια. Κι έβγαλε κραυγή από πόνο και φώναξε δυνατά να την ακούσει
όλη η πόλη: «Τρώες και Τρωαδίτισσες, ελάτε να δείτε τον Έκτορα, αν κάποτε όσο
ζούσε χαιρόσασταν όποτε επέστρεφε απ’ τη μάχη, γιατί ήτανε πηγή χαράς μεγάλη και
για την πόλη και για όλο το λαό.»
(Ο Αυτομέδοντας και ο Άλκιμος, οι στενότεροι εταίροι του
μετά το θάνατο του Πάτροκλου, μαζί τους και ο ίδιος ο Αχιλλέας, ξεφορτώνουν τα
λύτρα.)
(Ο Πρίαμος με τον κήρυκα – ακόλουθό του και το αμάξι με τα
λύτρα, με την αποφασιστική βοήθεια του Ερμή, έφτασαν ως τη σκηνή του Αχιλλέα.)
(Ο Πρίαμος πείθει τη γυναίκα του, την Εκάβη, να κατεβεί ο ίδιος ικέτης στα
καράβια των Αχαιών και στον Αχιλλέα, να ανταλλάξει με λύτρα το
κουφάρι του Έκτορα, κάτι που άλλωστε του υπέδειξε ο Δίας μέσω της αγγελιοφόρου του,
της Ίριδας.)
Παρ’ όλη την αισθηματική διαχυτικότητα ανάμεσά τους, ως προς το χαρακτηρισμό της σχέσης, ο
Όμηρος δεν επιτρέπει προβολές στις σημερινές κατηγοριοποιήσεις ή και ήθη. Να πω -με ό,τι μπορεί να σημαίνει
η λέξη εταίρος / σύντροφος- επρόκειτο για πολύ στενή σχέση δύο εταίρων. Ονόμασε τον Πάτροκλο σύντροφο
του γιου του (κατά λέξη όπως το διατυπώνει ο ίδιος ο Πάτροκλος: θεράποντα, Ιλ. Ψ. 90 / ακόλουθο, σύντροφο ενδεχομένως κατώτερο κατά την τάξη ή το όνομα) ο πατέρας του Αχιλλέα, ο Πηλέας, από τα
παιδικά τους χρόνια κιόλας.
Η Θέτις βρήκε το γιο της βυθισμένο να βαριαναστενάζει∙ γύρω του οι
αγαπημένοι σύντροφοι με επιμέλεια προετοίμαζαν και του σέρβιραν το πρωινό∙
είχαν σφάξει μέσ’ στη σκηνή για θυσία μεγάλο πυκνόμαλλο κριάρι. Η σεβαστή
μητέρα κάθισε πολύ κοντά του, τον χάιδεψε με το χέρι της και φωναχτά τού είπε: «Παιδί μου, μέχρι πότε θα θρηνείς κι η στεναχώρια θα σου τρώει
τα σωθικά, δίχως να θυμάσαι να φας ή να κοιμηθείς; Είναι καλό, βέβαια, να
βρίσκεται κανείς ερωτικά με γυναίκα∙ γιατί δε θα μου ζήσεις για πολύ, το
αντίθετο, ο θάνατος κι η σκληρή μοίρα είναι πολύ κοντά σου ήδη. Αλλά άκουσέ με γρήγορα,
γιατί είμαι εδώ σε σένα αγγελιοφόρος του Δία. Λέει ότι οι θεοί είναι θυμωμένοι μαζί σου,
και πως εκείνος περισσότερο απ’ όλους τους αθάνατους έχει οργιστεί, γιατί απ’ τη
μανία του μυαλού σου κρατάς τον Έκτορα στα πλοία με τις καμπύλες πρύμνες κι
ίσαμε τώρα δεν τον απολύτρωσες. Εμπρός, λοιπόν, παράδωσέ τον και δέξου τα λύτρα για το
κουφάρι του.»
(Οι θεοί παρακολουθούν ενοχλημένοι τη συμπεριφορά του
Αχιλλέα προς το νεκρό Έκτορα. Η Ήρα, η Αθηνά, ο Ποσειδώνας τον δικαιολογούν. Ο
Απόλλωνας, αντίθετα, τον κατακρίνει∙ εδώ ένα απόσπασμα απ’ όσα τού
καταλογίζει.)
Διαλύονταν όσοι παρακολουθούσαν τα αγωνίσματα, και οι
στρατιώτες σκορπίζονταν να πάνε ο καθένας στα καράβια τους. Αυτοί φρόντιζαν να
χορτάσουν δείπνο και γλυκό ύπνο, ο Αχιλλέας, αντίθετα, έφερνε στη μνήμη τον αγαπημένο
σύντροφο, έκλαιγε κι ούτε στον ύπνο που όλα τα δαμάζει παραδινόταν, αλλά
στριφογύρναγε από τη μια κι από την άλλη πλευρά, ποθώντας την ανδροσύνη του
Πάτροκλου και την καλή ορμή του, κι όσα κατόρθωσε μαζί του κι όσες ταλαιπωρίες
υπέφερε περνώντας μέσ’ από πολέμους και δύσκολα κύματα. Αυτά θυμόταν κι έχυνε
ποτάμι τα δάκρυα, άλλοτε πλαγιασμένος στο πλευρό, άλλοτε ανάσκελα κι άλλοτε
μπρούμυτα∙ και καμιά φορά τιναζόταν όρθιος και με το μυαλό σε σύγχυση
περιφερόταν στην παραλία. Τον προλάβαινε και η αυγή ενόσω εκείνη απλωνόταν
πάνω από θάλασσα και ακτές. Έζευε τότε κάτω απ’ το άρμα τα γρήγορα άλογά του,
έδενε και τον Έκτορα για να τραβιέται πίσω απ’ το αμάξωμα, κι αφού τον
έσερνε τρεις φορές γύρω απ’ τον τάφο του πεθαμένου γιου του Μενοίτιου,
σταμάταγε πάλι στη σκηνή του, κι εκείνον, όπως τον είχε απλώσει μπρούμυτα μέσα στα χώματα, έτσι και τον παράταγε.