Τρία από τα πιο ενδιαφέροντα
κείμενα του Λουκιανού, η βιογραφική πραγματεία του
Κυνικού Δημώνακτα,
οι απόψεις του Νεοπλατωνικού Νιγρίνου, και η καυστική διακωμώδηση ενός συμποσίου
με παρόντες πολλούς κάθε σχολής και λογής φιλοσόφους του καιρού του.
Στο πρώτο, η ζωή και η προσωπικότητα του Κυνικού Δημώνακτα, Κύπριου στην καταγωγή, περίπου σύγχρονου του
Λουκιανού, καταγόμενου από εύπορη
οικογένεια, που μαθήτευσε ανάμεσα σε άλλους και στον Επίκτητο, και που, εκλεκτικός, ακολούθησε τον τρόπο της ζωής του
Διογένη του Σινωπέα, ενώ θαύμαζε τον Σωκράτη και τον Αρίστιππο. Ο άνθρωπος διέθετε
εκτός από ακεραιότητα, παρρησία και εξαιρετικό χιούμορ. Όταν
ένας φίλος τού είπε, «Πάμε, Δημώναξ, στο Ασκληπιείο να προσευχηθούμε για το γιο
μου», του απάντησε, «Προφανώς θα τον έχεις για πολύ κουφό τον Ασκληπιό, να μην
μπορεί ν’ ακούσει τις προσευχές μας κι από δω» (παρ. 27). Σε κάποιον που τον ρωτάει αν τρώει
κι αυτός γλυκά με μέλι, του απαντά, «Γιατί, έχεις την εντύπωση ότι οι μέλισσες παράγουν το μέλι τους
μόνο για τους ανόητους;» (παρ. 51). Και
στον ανθύπατο που έκανε αποτρίχωση στα πόδια και στο σώμα όλο με πίσσα,
και που γι’ αυτό ένας Κυνικός ανέβηκε σε βράχο και τον έκραζε κίναιδο, κι ο
ανθύπατος έξαλλος ετοιμαζόταν να τον τιμωρήσει με βουρδουλιές κι εξορία, ο
Δημώνακτας, περαστικός από κει, του συνέστησε να δείξει επιείκεια, γιατί κάτι
τέτοια, γενικά την ελευθεροστομία, τα συνηθίζουν οι Κυνικοί. Ωραία, αλλά κι αν
συνεχίσει να με κοροϊδεύει, τι του αξίζει να πάθει, ρωτάει ο ανθύπατος. Ε, τότε,
να διατάξεις, του απαντάει κι ο Δημώνακτας, να αποτριχωθεί κι αυτός με πίσσα.
Ο Νιγρῖνος
ήταν Νεοπλατωνικός φιλόσοφος, το πιθανότερο Ρωμαίος. Τον συνάντησε ο Λουκιανός όταν
πήγε στη Ρώμη, προκειμένου να θεραπεύσει κάποια ασθένεια στο μάτι του. Ο
Νιγρίνος, όπως και ο Δημώνακτας προηγουμένως, εξαίρονται ως υποδειγματικοί φιλόσοφοι, καθώς ο βίος τους δένει αρμονικά με
τις θεωρητικές αναζητήσεις τους. Ο Νιγρίνος στη συνάντησή τους ελεεινολογεί τις
συνθήκες πνευματικής ζωής στη Ρώμη, την πόλη που σε ξεσηκώνει με τις απολαύσεις, τους ηδονικούς περισπασμούς της, σε αντίθεση με την Αθήνα και τους Αθηναίους, που
ζουν έχοντας αφομοιώσει τη χάρη και την οικονομία της αισθητικής και φιλοσοφίας. Η Ρώμη
είναι μια διαρκής δοκιμασία για τον εκλεπτυσμένο φιλόσοφο. Οι υπερβολές στα
λουτρά, στα συμπόσια, ακόμα και πάνω από τα μνήματα για να
ικανοποιηθούν οι εξωφρενικές εντολές των νεκρών στις διαθήκες τους, ο συνωστισμός, οι
θόρυβοι των δρόμων, ο ιππόδρομος, οι ηνίοχοι, η ιππομανία, η όλη επιδειξιομανία και ακραία ματαιοδοξία, ιδιαίτερα των εύπορων.
Αφηγήσεις που κυρίως λόγω της κωμικής φλέβας του Λουκιανού διανθίζονται με σπαρταριστά στιγμιότυπα δοσμένα με ρεαλιστική ακρίβεια. Ιδίως στο Συμπόσιον ἢ Λαπίθαι.
Μα όσα Συμπόσια κι αν έγραφε ο Πλάτωνας, έξοχα για άλλους λόγους ασφαλώς, τη
ζωντάνια και την αίσθηση ότι παραβρέθηκες επιτέλους σ' ένα απ’ αυτά, δύσκολα θα
απέδιδε καλύτερα από τον Λουκιανό.
Ο Αρισταίνετος, πλούσιος και φίλος της φιλοσοφίας, παντρεύει τον όμορφο
όσο και άγουρο γιο του, και στο γαμήλιο δείπνο καλεί τη συντροφιά του τους φιλόσοφους, στους οποίους συναριθμούνται Στωικοί, Κυνικοί, Περιπατητικοί, Επικούρειοι, Πλατωνικοί, όλοι τους
ή σχεδόν όλοι τους οριακά γελοίοι, και το συμπόσιο εκτρέπεται σε απίστευτες
σκηνές και καμώματα. Φιλόσοφοι που πιάνουν την κουβέντα για να βριστούν, γείτονας,
κι αυτός φιλόσοφος, που όμως δεν προσκλήθηκε και πικαρισμένος στέλνει το δούλο του να
διαβάσει στην ομήγυρη επιστολή (την ενόχλησή του αλλά και κατηγορίες ότι ο
ανταγωνιστής του και δάσκαλος του γιου του Αρισταίνετου, κάνει χάρες και άλλα
αισχρά στο νέο, ας ρωτήσει ο πατέρας να του τα επιβεβαιώσει και ο παιδαγωγός
του νέου), άλλοι που κλέβουν χρυσά ποτήρια, πασάρουν κρυφά στους δούλους τους τρόφιμα,
γδύνονται, κατουράνε στη μέση του δωματίου, χτυπιούνται, τραβάνε γένια,
φτύνουν, χύνουν κρασί ο ένας στον άλλο, στο τέλος χωρίζονται στα δυο, βγάζουν
μάτια, σπάνε κεφάλια, φτάνουν στα αίματα. Για τούτο και οι Λαπίθαι του τίτλου, -όλα τα συμπόσια που
κατέληγαν σε καβγάδες ονομάζονταν συμπόσια Λαπιθών (από το θορυβώδες μυθικό δείπνο
στο γάμο του Πειρίθου, του αρχηγού των Λαπιθών, με την Ιπποδάμεια, που θέλησε
να την κλέψει στη διάρκεια του συμποσίου ένας μεθυσμένος Κένταυρος, με αποτέλεσμα
την κενταυρομαχία, τη μάχη ανάμεσα σε Λαπίθες και Κενταύρους).
[Sebastiano Ricci (1659-1734), Η μάχη των Λαπιθών και των
Κενταύρων (γύρω στα 1705).]