Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Μυστική δική μου Ρόδος.

Βρέθηκα στη Ρόδο αυτές τις μέρες, για μία επέμβαση ρουτίνας στη μητέρα μου.
Σημαδιακές επέτειοι φέτος: είκοσι χρόνια από την πρώτη φορά στην Κρήτη, σαράντα από την αντίστοιχη στη Ρόδο. Ήτανε το 1977, μάλλον Μάιος, σε σχολική εκδρομή της Β’ Λυκείου. Τι έξαψη, πόση μαγεία. Οι πόλεις είναι ή γίνονται μετωνυμίες για πολλά πράγματα της νόησης, της ποιήσεώς μας –κατά το καβαφικόν. Σχετικά πρόσφατα εξιχνίασα ο ίδιος μερικά από τα εντονότερα αισθήματα που μου γέννησε αυτή η πόλη, που πάντοτε τιμώ ως τη δική μου, την καταδική μου πρωτεύουσα.
[Να υπενθυμίσω πάντως κι εδώ τη ρήση του Μίλαν Κούντερα, “Πασίγνωστο σχήμα μεταφοράς: ο μυθιστοριογράφος γκρεμίζει το σπίτι της ζωής του για να χτίσει, με τις πέτρες του, το σπίτι του μυθιστορήματός του” (Η τέχνη του μυθιστορήματος, εκδόσεις Εστία, σελ. 153). Αξιοποιεί δηλαδή το πραγματολογικό ή άλλο υλικό της εμπειρίας του, όμως δεν αυτοβιογραφείται, ακόμα κι όταν ισχυρίζεται ότι κάνει κάτι τέτοιο. Ο συγγραφέας αφηγείται, δε λέει απλώς ιστορίες∙ ο καλός μάλιστα, περισσότερο κι απ' αυτό, δημιουργεί ύφος, δίνει μορφή και ρυθμό στο έργο του.]

Ο ήρωας στο Σκοτεινό Νησί (2008, μεταγραφή θεατρικού του 2001) ανακαλεί εικόνα της Ρόδου (κυρίως από την πλατεία Ιωάννη Ζίγδη, όπου και η Ακαδημία) για την απολεσθείσα Εδέμ, τη ζωή στον πλανήτη προ οικολογικής καταστροφής.

Θα του πω ένα παραμύθι. Ένα ειδυλλιακό στιγμιότυπο, να τον γλυκάνω. «Στα πολύ πολύ παλιά χρόνια» αρχίζω να του λέω, εκείνος παίρνει βαθιά ανάσα, ησυχάζει. «Μια φορά κι έναν καιρό. Πριν από την καταστροφή. Δεκάδες χρόνια πριν. Μια μικρή πλατεία. Απόγευμα. Νωρίς το απόγευμα. Γυρίζουμε, λέει, από την παραλία. Είμαστε εσύ κι εγώ. Φοράμε μόνο το μαγιό. Περπατάμε ξυπόλητοι, κρατάμε τα παπούτσια μας στα χέρια. Ο ήλιος μάς στεγνώνει. Λεπτές άσπρες γιρλάντες το αλάτι στους ώμους σου. Όπως προχωράμε και χαζολογάμε, ο ήλιος κάνει απαλές σκιές στην πλάτη σου, ως κάτω στα δυο λακκάκια στη βάση της σπονδυλικής σου στήλης, δυο μικρές γούβες σκιά. Όλο και σου ρίχνω εγώ πονηρές ματιές. Εσύ είσαι όμορφος. Καθίζουμε σ’ ένα καφενείο. Υπαίθριο. Υπαίθριο… μ’ ακούς; Υπαίθριο, υπαίθριο! Ανέμελοι! Ανάμεσα σε πολλούς άλλους ανέμελους. Να πιούμε κάτι, να δροσιστούμε. Αρωκαρίες ψηλές και φοίνικες και πεκούνιες ανθισμένες, όλα τα χρώματα, και λιγούσχρα κλαδεμένα ολόγυρα στα παρτέρια, χαμηλοί φράχτες. Κυλούνε δυο ρυάκια στο στέρνο σου και έχεις λίγη υγρασία ανάμεσα στα σκέλη, μπορεί να μην είναι από τη θάλασσα, να είναι ιδρώτας. Έρχεται το γκαρσόνι, ένας τρυφερούλης σαν ούτε τριάντα πέντε χρονών. Και παραγγέλλουμε να πιούμε ποτά. Δεν ξέρω τι ποτά. Ή μήπως αφεψήματα; Όχι, ναι. Καφέ παραγγέλλουμε. Που φτιάχνεται, λέει, από πραγματικό καφέ. Που τον φέρνουνε, τον καφέ, από μια άλλη ήπειρο, που τον αλέθουνε στη βόρεια άκρη της δικής μας, και που τον ψήνουν, λέει, για την πάρτη μας, στη νότια άκρη της ηπείρου μας, εδώ. Και μια κοιτάζω τους μικρούς νευρικούς παλμούς στους μυς των μπράτσων σου, απέναντί μου, μια τους άλλους θαμώνες (τι ποικιλία τα πορτρέτα), άλλοι με ακάλυπτα κεφάλια όπως κι εμείς, αναμαλλιασμένοι από το νερό και το αλάτι, άλλοι με καπέλα, άλλοι ημίγυμνοι, άλλοι σχεδόν γυμνοί. Έχεις προσέξει σε κάτι αρχαία φιλμ τι χρώμα είχε το ηλιοκαμένο δέρμα; Βλέπεις και τώρα καμιά φορά κανέναν τυχαίο ηλιοκαμένο, αλλά καμία σχέση, αυτοί είναι γεμάτοι εξανθήματα κι εγκαύματα…»  

Το χαμάμ του Δανιήλ, στη νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (άνοιξη 2009) είναι σίγουρα η φανταστική μικρότερη εκδοχή του Γενί Χαμάμ της πλατείας Αρίωνος στην Παλιά Πόλη.

Η Ρόδος, και πάλι, σ’ ένα διήγημα που μου ζητήθηκε για τη LiFO, το καλοκαίρι του 2012. (Κως, μια μικρή εκδοχή του κόσμου. 17 ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΗ LIFO. 18.7.2012. The Summer fiction issue. Μια μικρή εκδοχή του κόσμου. Από τον Αντώνη Νικολή. Ένα διήγημα για την Κω.)


(…) παλιότερα, έφηβος, όταν περνούσα την Πύλη d’ Amboise στα τείχη της Παλιάς Πόλης στη Ρόδο, κάπως σαν να διέσχιζα τη Γέφυρα των Ιπποτών της Οδού των Φοινίκων στην Κω για να μπω στο κάστρο του λιμενοβραχίονά μας. Οι λέξεις ηδονή, λαγνεία, λίμπιντο, αν έχουν μια σκηνογραφία στο μυαλό μου, βρίσκονται εκεί, μα και η Ρόδος δεν είναι παρά τα δεκαοκτώ μου (…)

Στον Μισθοφόρο (2012-2015) οι εικόνες της Ρόδου συμφύρονται με πράγματα του ασυνειδήτου. Εκεί θα καταφύγει ο Ηλίας για να εξαφανίσει τα τεκμήρια του φόνου, αλλά κι εκεί θα νιώσει την αφύπνιση του ερωτισμού του.

Περπάταγε, ύστερα, ανάμεσα σε αποβιβασμένα φορτηγά και γιωταχί, λίγους πεζούς, σκυμμένος, έπειτα στον παραλιακό με τα άθλια διώροφα, το φως της Ρόδου είναι σαν πιο κίτρινο, στη μνήμη γίνεται γλυκιά ώχρα, βυθιζόταν κι άλλο μέσα του, μετά τη στροφή του πρώτου κόλπου, όπου το παλιό λιμάνι, κι από κει και πέρα η διαδρομή παράλληλα προς το κάστρο ως την Πύλη της Ελευθερίας και τη μικρή γέφυρα με την αβαθή τάφρο κάπως θα τον αποσπούσε, όλα γίνονταν πιο οικεία, σε λίγο θα τον δρόσιζε κι η απόληξη του πάρκου στις παρυφές του κάστρου, οι βαθύσκιωτοι φίκοι στο απέναντι πεζοδρόμιο, θα σήκωνε το βλέμμα προς το Μαντράκι και την παραλιακή λεωφόρο. Άρχισαν να τρέχουν δάκρυα από τα μάτια του δίχως να συσπώνται οι μύες του προσώπου, σαν από μόνοι τους οι αδένες, δίχως συναισθήματα, εκτός από την κάπως ανακουφιστική εντύπωση του βλέμματος που ξανοιγόταν στον ανοιχτό ορίζοντα της πόλης. 


Περπάταγε στην προκυμαία και οι εικόνες από τις διπλές – τριπλές σειρές ιβίσκους στα παρτέρια, τους φίκους (τους κουρεμένους σε σχήμα αμπαζούρ, σκέφτηκε μ’ ένα υπομειδίαμα), από τον κόσμο που μπαινόβγαινε από τα γιοτ, ή από ένα πηγαδάκι όρθιους δίπλα στην αποβάθρα που συζητούσαν πως αλίμονο πια σ’ εκείνον που δε μιλάει ρώσικα, λόγω της μεγάλης αύξησης των τουριστών από Ρωσία, εικόνες όλες συγκεχυμένες, η μία πάνω στην άλλη, το ίδιο όπως και οι σποραδικές κουβέντες των καθισμένων στα παγκάκια, φράσεις βαριεστημένες του ενός προς τον άλλον, συνταξιούχων ντόπιων μάλλον.

Λίγο πριν από το μητροπολιτικό ναό μπροστά στο γοτθικού ρυθμού σιντριβάνι η μνήμη του θα γλίστραγε πολλά χρόνια πίσω, τον είχε πάρει μαζί της η θεία Ελβίρα, η γυναίκα του αδελφού του πατέρα του, μικρός εκείνος, δεν αποκλείεται σε προσχολική ηλικία, σε κάποιο θερινό σινεμά να δουν τη «Μελωδία της ευτυχίας». Βρίσκονται στο σπίτι της γιαγιάς Αργυρώς, και η θεία τον ρωτάει αν του άρεσε η ταινία, ναι, του άρεσε, υπήρχε ένα μεγάλο σιντριβάνι στην ταινία όπου τραγούδαγαν ολόγυρα η Τζούλι Άντριους ντυμένη καλόγρια με μια κιθάρα στον ώμο κι ένα τσούρμο πιτσιρίκια πίσω της. Υπήρχε, άραγε, τέτοια σκηνή ή ήτανε σύμφυρμα της μνήμης του; «Ωραία τραγουδάκια, ε, τι λέει το Ηλιάκι μας;» Η θεία Ελβίρα, σκυμμένη πάνω του, με τους στενούς σχεδόν παιδικούς ώμους, τη δυσανάλογα ανοιχτή λεκάνη, η γυναίκα του θείου Παύλου, η οποία συνηθίζει να σκάει ένα γαργαλιστικό γελάκι μετά από κάθε της ερώτηση.
Επέστρεφε με κατεύθυνση το εσωτερικό της πόλης, πέρασε το καφενείο Ακταίον με τις τοξωτές καμάρες, τα τροπικά δέντρα με τις πολλές εναέριες ρίζες, και στο κέντρο τον πελώριο φίκο, κι όπως ανηφόριζε, λίγο πριν την Αμερικής, τον πήραν απ’ τη μύτη οι μυρωδιές ενός τυροπιτάδικου. Αγόρασε μία ζαμπονοτυρόπιτα, κάτι που κανονικά θα ορεγόταν πολύ. Στάθηκε λίγο πιο κει να τη φάει, από τη δεύτερη μπουκιά κιόλας κόλλησε ο λαιμός του, δυσκολευόταν να καταπιεί. Πάνω στις κινήσεις της κατάποσης, πεταγόταν μπροστά του η τρομερή εικόνα, γέμιζε το μυαλό του από το άψυχο κορμί του Γιούρι. Πέταξε την πίτα, μαζί με τη λαδόκολλα, τη σακούλα και τη χαρτοπετσέτα, σε κάδο λίγο παραπέρα. Παραπατούσε, σχεδόν έτρεχε. Σταμάτησε σαστισμένος σ’ ένα τουριστικό, αγόρασε μία πετσέτα κουζίνας, σουβενίρ του νησιού, μ’ αυτήν θα σκούπιζε τα αποτυπώματά του από τα μικροαντικείμενα του μισθοφόρου, -θυμόταν ανάλογες σκηνές από ταινίες. Άραγε ενεργούσε ακόμα λογικά ή μήπως τα ’χε ήδη χαμένα, ούτε το συνειδητοποιούσε πια. Ανέβηκε το δρομάκι με τα σκαλιά στο πάρκο παράλληλα προς τα τείχη, κάθισε σε μια πέτρινη γωνιά. Λίγο παραπέρα τρεις μετανάστες συζητούσαν θορυβωδώς, διαφωνούσαν για κάτι, τον τζίναβαν πότε – πότε, το πιθανότερο ψωνίζονταν για κανένα χαρτζιλίκι. Είχε βγάλει το σακ βουαγιάζ του μισθοφόρου, το έτριβε, το καθάριζε από τα αποτυπώματα ή από ό,τι τέλος πάντων νόμιζε ότι το καθάριζε. Όλα τα αντικείμενα του παιδιού, πορτοφόλι, κινητό, νεσεσέρ, οι αλλαξιές τα ρούχα, το ένα μετά το άλλο τον ανατρίχιαζε που τα έπιανε, σαν αν ήτανε κομμάτια από το σώμα του. Τα τακτοποιούσε έτσι όπως θα τα είχε εκείνος. Ύστερα, δυσκολεύτηκε να σηκωθεί. Γύρω του ψηλοί φοίνικες, σε ποικιλία με σκληρά γλαυκά βάγια, μια τεράστια αβραμιθιά, αρωκαρίες, αρσενικά κυπαρίσσια, πεύκα, αλλά και θαμνώδεις δάφνες, πικροδάφνες, ιβίσκοι, άκουγε τον ήχο των τζιτζικιών, στο βάθος χαμηλά τους θορύβους από την κίνηση του δρόμου. Στο κατηφορικό μονοπάτι του πάρκου διασταυρώθηκε μ’ ένα νεαρό ζευγάρι από Ισραήλ -αν άκουσε καλά τη γλώσσα τους-, η μαμά τσούλαγε το άδειο καρότσι, ο μπαμπάς σήκωνε στα χέρια το μωρό τους. 


Πόσα δεν είχε ζήσει, χρόνια πίσω, σ’ αυτό το πάρκο... Κοβόταν η ανάσα του από το σφίξιμο, πνιγόταν από τα στιγμιότυπα εκείνης της παλιάς ανεμελιάς όπως του τα ’φερνε πίσω ορμητικά η μνήμη, νυχτερινά σουλούπια στα μονοπάτια και στο μισοσκόταδο, η διερευνητική ελάχιστη επικοινωνία, οι εκσπερματίσεις πίσω από θάμνους εδώ ή εκεί, μα κι αμέσως έπειτα, κάπου στην έξοδο του πάρκου, ακίνητος, θα κατακλυζόταν από την πιο αφόρητη απελπισία. Αναστέναξε δυνατά, περισσότερο έβγαλε ένα βραχνό γόο μέσ’ απ’ τα πνευμόνια του, έσερνε τα πόδια του για την Παλιά Πόλη, -το περπάτημα βοηθούσε, κάπως τον αποφόρτιζε. Βημάτιζε σκυφτός στον πεζόδρομο πριν την οχύρωση, με τους μικροπωλητές μπροστά στην πραμάτεια τους από τουριστικά σουβενίρ στη σειρά με τους πάγκους – βιτρίνες. Άνθρωποι συζήταγαν ή ψώνιζαν, συνειδητοποιούσε ότι του εντυπώνονταν στάσεις ή μικρές κινήσεις των σωμάτων που τυχαία σάρωνε με το βλέμμα. Όπως μια κουβέντα μετέωρη στη σκέψη, έτσι και το ελαφρό τίναγμα ενός ώμου διαρκούσε για μερικά δευτερόλεπτα στη μνήμη του, σαν για να διερευνηθεί περαιτέρω η σημασία του. Εικόνες, ήχοι, σκέψεις, που κατέληγαν στο κεφάλι του σε εγκαταστημένη βουερή ησυχία, όπως αν είχανε βουλώσει τ’ αυτιά του. Έστριψε στο βοτσαλωτό προς τη γέφυρα της πρώτης τάφρου. Λίγα μέτρα παρακεί ένα κοριτσόπουλο, τσιγγανάκι, καθισμένο οκλαδόν κατάχαμα ανοιγόκλεινε τη μουχλιασμένη φυσούνα του ακορντεόν της, είχε ακουμπισμένο ένα πλαστικό μπουκάλι νερού κομμένο σε σχήμα ποτηριού μπροστά στα πόδια της για τα ψιλά των περαστικών, δίπλα της ένα άσπρο βρόμικο σκελετωμένο σκυλάκι, κι όρθια κάνα μέτρο μακρύτερα και της μιλούσε, μία έφηβη, μπορεί η αδερφή της. Ο Ηλίας ακολούθησε το βλέμμα μιας χοντρής τριαντάρας πάνω σε βεσπάκι καθώς πλησίαζε τα δύο κορίτσια, σταμάτησε μισό μέτρο μακριά τους, «Νερό τού έδωσες;» κοίταζε το σκυλάκι κι έτεινε ένα μπουκαλάκι αγοραστό νερό μισογεμάτο, «Ήπια με το στόμα εγώ μόνο, δεν πειράζει», είπε μάλλον για να δικαιολογήσει που δεν ήτανε γεμάτο, τα κορίτσια έχασκαν προς τη μεριά της ανέκφραστα.
Θα προχωρούσε ως το στηθαίο της γέφυρας πάνω από τη φαρδιά πρώτη τάφρο του κάστρου. Μια μικρή πράσινη σαύρα έτρεξε να κρυφτεί στη σκιά του τοιχίου. Ένα μηχάνημα θέριζε το γκαζόν στην τάφρο που ξανοίγεται σε μεγάλη επίπεδη έκταση, παρατηρούσε μακριά κάτι σωρούς από πέτρινα βλήματα κανονιών, πέτρινες μπάλες τη μια πάνω στην άλλη σε σχήμα μικρών πυραμίδων, δύο λυκόσκυλα ιδιοκτησίας μάλλον του ποδηλάτη τον οποίο ακολουθούσαν καθώς διέσχιζε με γρήγορες πεταλιές το στενό χωματόδρομο κατά μήκος της πλατιάς αλάνας. Τα τζιτζίκια, το φάλτσο ακορντεόν, η μικρή συντροφιά τουρίστες κατευθυνόμενοι προς την πύλη, έσκυψε, κοίταξε κάτω του, από την άκρη του στηθαίου όπου στεκόταν. Μια αβραμιθιά, από τα κλαδιά της κρέμονταν ένα ζωνάρι και δυο σχισμένες φανέλες. Ναι, εδώ να τα πέταγε. Κατέβασε από την πλάτη του, τράβηξε με προσοχή και δίχως να το αγγίξει με γυμνά δάχτυλα το μικρότερο σακ βουαγιάζ, έλεγξε, και μόλις σιγουρεύτηκε πως δεν τον έβλεπε κανείς, άφησε το σάκο από τα χέρια, τον είδε να πέφτει δίπλα σε δύο χάλκινα καπάκια φρεατίων, πλάι σ’ ένα χαρτί σοκολάτας και κάτι σαν πανί συμπτυγμένο από βροχές και ήλιο, μάλλον από μπουφάν τζιν. 

Ένιωσε το άδειασμα του χεριού του, τη βαρύτητα, το μικρό γδούπο από την πτώση στο έδαφος να αντηχεί πολλαπλασιασμένος στ’ αυτιά του, αλλά και μία ελάχιστη ανακούφιση. Κράταγε ακόμα την πετσέτα, την έτριβε μηχανικά στην παλάμη προχωρούσε προς την Πύλη dAmboise με το επιβλητικό οικόσημο, στράφηκε μια προς τα πίσω, προς την αβραμιθιά, ακολουθούσε σε απόσταση ένα νεαρό ζευγαράκι, συζητούσαν απορροφημένοι, αυτός συνέχισε προς τη σκεπαστή θολωτή πύλη, πέρασε τη δεύτερη μικρότερη γέφυρα και τάφρο, σύρριζα στο εσωτερικότερο τείχος κομμένοι πολλοί κορμοί από βαγιές, υπέθεσε χτυπημένες από το κόκκινο σκαθάρι, έψαξε κάδο να πετάξει την πετσέτα, ύστερα έστριψε αριστερά κατά τη βίγλα, ήτανε πήχτρα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα εντός της, κοντά στα σκαλάκια για τις κανονιοθυρίδες ακαθαρσίες και σκουπίδια. (…)
Βημάτιζε, και πάλι σκυφτός, στο δρόμο με τα πανύψηλα πλατάνια πριν από την πύλη του Αγίου Αντωνίου, στη μια πλευρά πλανόδιοι ζωγράφοι με προσχεδιασμένα πορτρέτα, ένας μικροπωλητής απέναντι με χρωματιστά πλακάκια και χάλκινες μινιατούρες στον πάγκο του, σκέφτηκε προς στιγμήν να καθίσει σε κάποιο απ’ τα πράσινα μεταλλικά παγκάκια, δεν στάθηκαν τα πόδια του, από την εσωτερικότερη τρίτη τάφρο πρόβαλλαν χαρουπιές, ένας ψηλόλιγνος φοίνικας με γλαυκά βάγια, μία δενδρώδης δάφνη, κοντά στο τέλος του δρόμου ένα γκρουπ Ρώσων ημικυκλικά γύρω από νεαρή ξεναγό, «υπάρχει κάτι πολύ σκληρό στα πρόσωπα των Ρώσων», αλλά δε συνέχισε τη σκέψη του αυτή, πέρασε την πύλη του Αγίου Αντωνίου, «η Παλιά Πόλη παραμένει καθηλωμένη στη δεκαετία του 70», σκέφτηκε επίσης, ορμώμενος από τη διακόσμηση των εστιατορίων, από τους σερβιτόρους μπροστά από τα τραπέζια για άγρα πελατών, όλοι τού απευθύνονταν στα αγγλικά, μόνο πολύ αργότερα ένας με χρυσό μεγάλο κρίκο στο αριστερό αυτί τού είπε «Καλημέρα σας» ελληνικά, κοίταξε το ρολόι, σερβίρουν από τόσο νωρίς, μα ναι, κόντευε μία παρά τέταρτο. 




Την Παλιά Πόλη την αγαπάει πολύ. Τους ντελικάτους μιναρέδες, την ώχρα, τα καφασωτά, τα κεραμικά γείσα στα υπέρθυρα και στα παράθυρα. Μαγαζάτορες και τουρίστες στο διάβα του κυρίως, αλλά και σκηνές λαϊκής συνοικίας, ο παππούς που απαντάει σ’ ένα μεσήλικο υπάλληλο χρυσοχοείου ότι, ναι, είχε να φάει για σήμερα, ότι του έφερε η κόρη του ρεβίθια και χόρτα, η ηλικιωμένη γυναίκα σε άλλο στενό που φωνάζει σε γειτόνισσά της ότι πήγε κι έλουσε το μαλλί στο σπίτι της αδερφής της όπου έχουν ηλιακό και δε χρειάζεται να ξοδεύουν θερμοσίφωνο, κάποτε σχεδόν χαμένος, ρωτάει τον πρώτο ντόπιο που συναντά, ένα σχολιαρόπαιδο με σάκα στον ώμο, τέτοια εποχή μάλλον από ιδιωτικό μάθημα, προς τα πού έπεφτε το Γενί Χαμάμ, αυτό έψαχνε και είχε χαθεί στα στενά, το αγόρι τού έδειξε, πράγματι γενικά θυμόταν σωστά την κατεύθυνση κι ας είχε αποκλίνει λίγο. Καθ’ οδόν προς το χαμάμ, κοντά σε σκάμμα αρχαιολογικό, γέλασε με δυσκοίλιο γάτο που τανυζόμενος να χέσει δεν πτοούνταν διόλου από σκύλο που την ίδια στιγμή πέρναγε από πολύ κοντά του.



Σχεδόν παντού πλακόστρωτο και σε κάθε ξάνοιγμα τραπέζια εστιατορίων. Έφτασε στην πλατεία Αρίωνος με τον πυκνό βαθύσκιο φίκο στο κέντρο της, αριστερά όπως ανηφόριζε το τζαμί Μουσταφά, παραδίπλα του το Γενί Χαμάμ. Το φρέσκαρε στη μνήμη του, ανασήκωνε το κεφάλι, ο τρουλίσκος φωταγωγός ψηλότερα από τον κύριο κουμπέ, οι αναφωτίδες στους τρούλους, κατέβαζε το βλέμμα, τρία και στην άκρη προς το τζαμί άλλο ένα, συνολικά τέσσερα επιβλητικά αρσενικά κυπαρίσσια κοσμώντας την μπροστινή κύρια πλευρά του, αυτήν εδώ επί της πλατείας. Τα πόδια του καθυστερούσαν, πλησίαζε προς την είσοδο των «δημοτικών λουτρών» μ’ ένα μούδιασμα και μια λαχτάρα, τι καλά να χωνόταν εκεί μέσα σαν πέφτοντας σ’ ένα όσο μακρύτερο μακροβούτι, όμως η πόρτα έμοιαζε αμπαρωμένη κι ίσως από καιρό. Αλλά, πάλι, κλειστό το χαμάμ και μάλιστα σαββατιάτικα; Έψαξε ένα γύρο στην πλατεία. Να κάθιζε σε τραπεζάκι κοντά στον κορμό του φίκου, να ρώταγε το γκαρσόνι, μια μικρή δίνη τον ρούφαγε στην όμορφη πλατεία, έφτασε κι έσερνε την πάνινη καρέκλα, υπήρχαν τρεις θαμώνες μόνο σε τραπέζι παραδίπλα, δύο μεσήλικοι άντρες κι ένας κατά πολύ νεότερός τους, πότε – πότε ακουγόταν κάποιο γέλιο τους, δε θα τον αποσπούσαν. Η γκαρσόνα, προσηνής, του ανέφερε πως τα λουτρά ήτανε προσωρινά κλειστά, μάλλον για λόγους ανακαίνισης, ότι δεν ήξερε πότε θα τα λειτουργούσαν ξανά, εδώ και μήνες πάντως παραμένανε κλειστά, μπορεί και από ολόκληρο χρόνο. «Ναι, έπρεπε να το φανταστώ», κουνούσε το κεφάλι ο Ηλίας. Παράγγειλε ένα φρέντο καπουτσίνο μέτριο, άφησε για λίγο το μάτι του στις πλάκες της πολυγωνικής κρήνης του τζαμιού, στην καθεμιά ένα ανάγλυφο ανθοδοχείο με λουλούδια ανάμεσα σε δυο πολύ μικρότερης κλίμακας, σχηματικά επίσης, κυπαρίσσια, τέσσερα γατιά κοιμούνταν ή ανακλαδίζονταν με χασμουρητά στη σκιά της κρήνης, ύστερα βυθίστηκε στις εικόνες της μνήμης του από το χαμάμ. Τα χρόνια που αλήτευε, με τον ομοερωτικό προσανατολισμό του ενεργό εννοείται, όποτε τύχαινε να βρίσκεται Ρόδο, πέρναγε τα μεσημέρια στους γυμνιστές στο Φαληράκι ή στην Καλλιθέα, τα απογεύματα ίσαμε να νυχτώσει στο χαμάμ, τα βράδια στα μπαράκια ή στο πάρκο. Όντως, εκεί μέσα, μέσα στο Γενί Χαμάμ, είχε περάσει μερικές από τις σημαδιακές σεξουαλικές εμπειρίες του. (…) Στο Γενί Χαμάμ είδε το ένα μετά το άλλο τα αντρικά ερωτικά στερεότυπα της εφηβείας του να σπάνε: άντρες με μικρά γεννητικά όργανα ή θηλυπρεπείς να αποδεικνύονται δυναμικοί κι ευφάνταστοι εραστές, και το αντίθετο, άντρες καθόλα αρρενωποί, αποκλειστικά και μόνο ερωμένοι. Όμορφοι, κι όμως πάνω στο σεξ παγεροί και αδιάφοροι, αντίθετα, άσχημοι, κι ωστόσο φλογεροί και συναρπαστικά ερωτικοί. Φιγούρες στο κίτρινο φως της γυμνής λάμπας ή στις αχτίδες της μέρας ψηλά από τις αναφωτίδες. Όμως και τι περίεργο, στη μνήμη σώζεται κάτι από το περίγραμμα των όγκων τους μόνο, λίγο η κίνηση, αλλά κι αν κάποιο μέλος του σώματός τους ιδιαίτερα, είναι μια αδρή πινελιά, ποτέ σύνολο γραμμών καθαρών, ευκρινών, και τα πρόσωπά τους ακόμα, αυτά ειδικά όσο τα ακινητοποιεί καταλήγουν σκοτεινές χοάνες, σκούρες μολυβί κοιλότητες στη θέση των κεφαλιών τους, αλλά μήπως έτσι γενικά καταχωρίζονται στη μνήμη τα πρόσωπα, προσπάθησε να ανακαλέσει δικούς του ανθρώπους, φευγαλέα φωτιζόταν ένα κομμάτι τους μόνο, ύστερα πάλι σκοτείνιαζε, ρουφιόταν από τη χοάνη, όμως παράλληλα αιωρούνταν η ταυτότητά τους περίπου σαν έννοια πάνω απ’ αυτή τη χοάνη, σαν γραμμένη λέξη, παρόλο που ούτε γραμμένη ούτε λέξη, μόνο το περιεχόμενό της, η έννοια του διακριτού προσώπου. Μία σκοτεινή χοάνη, θολές και φευγαλέες λεπτομέρειες, και στο κέντρο η έννοια όχι η λέξη, «η μάνα μου», για παράδειγμα. Πράγματι, δυσκολευόταν να σταθεροποιήσει στο νου του ακόμα και το πρόσωπο της μητέρας του.
Μεσημέρι, η θερμοκρασία ανέβαινε, ο ήχος των τζιτζικιών έμοιαζε να πυκνώνει τους ίσκιους από το βαρύ ήλιο, αλλά και πότε – πότε φύσαγε λίγο αεράκι. Ύστερα, σταδιακά θα επέστρεφε ξανά το σφίξιμο, οι δύσκολες ανάσες.