Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018

Φραντς Κάφκα: Ο Πύργος.


Πρόσφατα σχετικά, σε πάγκο στο υπόγειο της Πρωτοπορίας, έπεσε το μάτι μου σε αντίτυπο του Πύργου του Κάφκα, της ειδικής έκδοσης για την εφημερίδα Ελευθεροτυπία, στην εξευτελιστική τιμή του ενάμισι ευρώ (1,5 €)! Ντράπηκα, πήρα ένα από τη στοίβα, μαζί με ό,τι άλλο είχα επιλέξει το ανέβασα στο ταμείο. Τον Κάφκα, και σίγουρα και τον Πύργο, τον είχα διαβάσει, μάλλον αρχές της δεκαετίας του ’80, σ’ εκείνες τις ωραίες (τόσο ισόρροπες και με ειλικρίνεια σεβαστικές προς τη λογοτεχνία) εκδόσεις Ηριδανός. (Και όντως, εκ των υστέρων τον βρίσκω στη βιβλιοθήκη, είναι σε μετάφραση Τέας Ανεμογιάννη / μακέτα εξωφύλλου από τον Αλέξανδρο Ίσαρη.) Τέλος πάντων, και γιατί χρόνια έψαχνα μια ευκαιρία να επιστρέψω στον Κάφκα, έπιασα να ξαναδιαβάσω, όμως τον τωρινό, τον ταπεινωμένο Πύργο του 1,5 €.
Από τα σημαντικότερα έργα του Φραντς Κάφκα, στην καρδιά της νεωτερικής λογοτεχνίας των αρχών του 20ού αιώνα, και κατά την εγκυρότερη ανάλυση, αν στη Δίκη, το άλλο μεγάλο του έργο, μια σκοτεινή γραφειοκρατία καταδιώκει αναίτια το άτομο, εδώ, στον Πύργο, ο ήρωας της αφήγησης, ο (όπως και στη Δίκη) οιονεί ανώνυμος Κ., αναζητεί ο ίδιος την κατηγορία με την οποία βαρύνεται, την αιτία που και πάλι ένας αφανής πολυπλόκαμος μηχανισμός, η κλειστή διοικητική ιεραρχία του Πύργου, τον κρατάει στις παρυφές ή έξω από την επικράτειά της.
Ο Φραντς Κάφκα (3 Ιουλίου 1883 – 3 Ιουνίου 1924), γερμανόφωνος, εβραϊκής καταγωγής, γεννήθηκε στην Πράγα, πρωτεύουσα της Βοημίας, τμήματος τότε της Αυστροουγγαρίας, έγραψε τα κείμενά του στη γερμανική γλώσσα, τα περισσότερα απ’ τα οποία κυκλοφόρησαν μετά το θάνατό του (η Δίκη το 1925, ο Πύργος το 1926, η Αμερική το 1927, ακυκλοφόρητα γραπτά του δημοσιεύονταν έως το 1958). Η ισχυρή δεσποτική προσωπικότητα του πατέρα του, ο εβραϊκός χασιδικός μυστικισμός, και τέλος η φυματίωση (ασθένησε το 1917, και απ’ αυτήν το 1924 ο θάνατός του) του επέτειναν την εγγενή στην καλλιτεχνική φύση μειωμένη ικανότητα προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και τα αισθήματα αμφιβολίας και ανασφάλειας απέναντι στο ίδιο του το έργο.
Διαβάζοντας, λοιπόν, ξανά τον Πύργο, και εννοείται δεν θυμόμουν τίποτε απ’ την πρώτη ανάγνωση, έκανα και πάλι τη σκέψη πως η απαιτητική λογοτεχνία προϋποθέτει ωριμότητα, ηλικιακή πρώτα αλλά και αισθητική. Πολύ περισσότερο υποψιασμένος, εύλογα με άλλες προσλαμβάνουσες, θα κατέβαινα τώρα στο καφκικό εργαστήρι.
Με εντυπωσίασαν κυρίως δύο: ο τρόπος που εστιάζει∙ ξεκινάει από το κέντρο της σύνθεσης και σαν ευρύνοντας το φακό απλώνεται προς την περιφέρεια (όπως φαίνεται στο απόσπασμα των σελ. 17-18). Επίσης ο τρόπος που εξυφαίνει τη σχεδόν εφιαλτική απώλεια κατεύθυνσης των προσώπων σαν σε λαβύρινθο με απανωτά αδιέξοδα. Δεν τους επιτρέπεται ή δεν μπορούν τα ίδια να επιλέξουν; Η αφήγηση συντίθεται με ρεαλιστικά κομμάτια απολύτως αληθοφανή, που όμως μεταξύ τους σαν να μη συνδέονται, περίπου σαν με σβησμένους τους αρμούς τους. Σύντομα ως αναγνώστης παραιτείσαι, δεν πρόκειται για κατασκευή, δεν είναι γρίφος που πρέπει ή που θα μπορέσεις να λύσεις, στο τέλος μοιάζει με ειρμό ονείρου, ενός παράξενου, μάλλον ήπιου, όμως εφιάλτη, εικόνες από έναν κόσμο κλειστοφοβικό και που φωτίζεται από λιγοστά αδύναμα φώτα (δεν ξέρω αν είναι το ενδεικτικότερο σχετικό απόσπασμα αυτό των σελ. 235-236, αλλά το ύφος της αφήγησης δεν εμφανίζει διακυμάνσεις ή διαφορές από την πρώτη ίσαμε την τελευταία γραμμή του κειμένου).
         
(Σελ. 17-18) Τελικά ο ατμός σκορπίστηκε λίγο και ο Κ. μπόρεσε αργά αργά να προσανατολιστεί. Ήταν μάλλον η μέρα της γενικής πλύσης. Κοντά στην πόρτα έπλεναν ρούχα. Αλλά ο ατμός έφτανε από την άλλη γωνιά, όπου μέσα σε μια ξύλινη σκάφη, πολύ μεγάλη, όση δεν είδε ποτέ ο Κ. –φαινόταν να πιάνει χώρο για δυο κρεβάτια- δυο άντρες λούζονταν με αχνιστό νερό. Ακόμα πιο καταπληκτική όμως, χωρίς εντούτοις να μπορεί κανείς να προσδιορίσει σε τι συνίσταται αυτό το καταπληκτικό γεγονός, ήταν η εικόνα της δεξιάς γωνίας. Από μια μεγάλη χαραμάδα, τη μοναδική στον τοίχο της κάμαρας, έμπαινε εκεί, προφανώς από την αυλή, ένα χλωμό φως από το χιόνι και πέφτοντας πάνω στο φόρεμα της γυναίκας, που ήταν βαθιά χωμένη σε μια πολυθρόνα, έδινε μια απόχρωση μεταξένια. Κρατούσε ένα βρέφος στο στήθος της. Γύρω της έπαιζαν μερικά παιδιά, χωριατόπουλα προφανώς. Αλλά η γυναίκα εκείνη δεν ανήκε σ’ αυτά∙ βέβαια, η αρρώστια και η κούραση εξευγενίζει ακόμα και τις χωριάτικες μορφές.
«Μπορείτε να καθίσετε» είπε ένας άντρας, με μια γενειάδα απλωμένη στο πρόσωπό του, αναπνέοντας βαριά και κρατώντας μισάνοιχτο το στόμα∙ άπλωσε με κωμικό τρόπο το χέρι πάνω στην άκρη της σκάφης και δείχνοντας έναν καναπέ ράντισε το πρόσωπο του Κ. με ζεστό νερό. Πάνω στον καναπέ ήδη καθόταν ο γέρος που του άνοιξε την πόρτα, έχοντας βλέμμα απλανές. Ο Κ. ήταν ευγνώμων που του επιτρεπόταν να καθίσει. Γι’ αυτόν τώρα δεν ενδιαφερόταν πια κανείς. Η γυναίκα στη σκάφη, ξανθιά και ζωτική, σιγοτραγουδούσε κατά τη διάρκεια της εργασίας της, οι άντρες έπαιζαν και μάλωναν καθώς λούζονταν, τα παιδιά προσπαθούσαν να τους πλησιάσουν, αλλά οι δυνατές σταγόνες, που δεν άφηναν απείραχτο και τον Κ., τα συγκρατούσε. Η γυναίκα στην πολυθρόνα έμενε σαν άψυχη, κοιτάζοντας πάνω και χωρίς να ρίχνει ούτε ματιά στο παιδί που βύζαινε.
Ο Κ. για πολλή ώρα παρατηρούσε αυτή την αμετάβλητη, ωραία, θλιμμένη εικόνα, αλλά μάλλον κοιμήθηκε για λίγο, γιατί μόλις μια δυνατή φωνή τον έκανε να τιναχτεί, είδε πως το κεφάλι του ήταν γερμένο στον ώμο του γέρου. Οι άντρες είχαν τελειώσει το μπάνιο τους και στέκονταν ντυμένοι μπροστά στον Κ. Τα παιδιά τώρα με την επίβλεψη της ξανθιάς γυναίκας βουτούσαν μέσα στα νερά της σκάφης.

(σελ. 235-236) Πέρασε στο δρόμο και μέσα στο σκοτάδι ξεχώρισε ένα ακαθόριστο σχήμα∙ σε λίγο κατάλαβε πως ήταν ο βοηθός του που βημάτιζε πάνω κάτω, μπροστά στο σπίτι του Βαρνάβα. Κάθε τόσο στεκόταν και με το φανάρι του προσπαθούσε να φωτίσει το δωμάτιο μέσα από τα κλειστά παντζούρια. Ο Κ. τον κάλεσε κοντά του. Ο βοηθός, χωρίς να δείξει ότι ταράχτηκε, άφησε το κατασκοπευτικό έργο και ζύγωσε στον Κ. «Ποιον θέλεις;» ρώτησε ο Κ., ενώ δοκίμαζε στο πόδι του την ευλυγισία της βέργας. «Εσένα» του είπε ο βοηθός και πλησίασε πιο κοντά. «Και ποιος είσαι συ;» ρώτησε απότομα ο Κ., γιατί του φάνηκε πως αυτός δεν ήταν ο βοηθός του. Έδειχνε πιο γερασμένος, πιο εξαντλημένος και με περισσότερες ρυτίδες στο πρόσωπο που τώρα όμως φαινόταν πιο γεμάτο∙ δεν είχε πάντως το ζωηρό βάδισμα των βοηθών που νόμιζες πως οι αρμοί τους κινούνταν με ηλεκτρικό. Ο βοηθός αυτός βάδιζε τεμπέλικα, σερνόταν κι έδειχνε άρρωστος. «Ώστε δε με αναγνωρίζεις;» είπε ο βοηθός. «Είμαι ο Ιερεμίας, ο πρώην βοηθός σου». «Μάλιστα» είπε ο Κ., δείχνοντας πάλι δοκιμαστικά τη βέργα της λυγαριάς που την είχε κρύψει στην πλάτη του. «Φαίνεσαι εντούτοις πολύ διαφορετικός». «Επειδή είμαι μόνος» είπε ο Ιερεμίας. «Σαν είμαι μόνος, φεύγει όλη η νιότη μου». «Και πού βρίσκεται ο Αρθούρος;» ρώτησε ο Κ. «Ο Αρθούρος;» είπε ο Ιερεμίας. «Τον καημένο! Άφησε πια την υπηρεσία. Πρέπει να ξέρεις πως ήσουν άξεστος και σκληρός απέναντί μας∙ η λεπτή μας ψυχή δεν μπόρεσε να βαστάξει μια τέτοια μεταχείριση. Ο Αρθούρος λοιπόν γύρισε στον Πύργο για να υποβάλει μήνυση εναντίον σου». «Κι εσύ;» ρώτησε ο Κ. «Εγώ έμεινα εδώ» απάντησε ο Ιερεμίας. «Ο Αρθούρος θα υποβάλει μήνυση και για μένα». «Με ποια κατηγορία;» ρώτησε ο Κ. «Πώς δεν είσαι σε θέση να καταλάβεις ένα αστείο. Τι κάναμε λοιπόν; Είπαμε μερικά αστεία, γελάσαμε λιγάκι, πειράξαμε κάπως την αρραβωνιαστικιά σου∙ αλλά όλ’ αυτά ήταν σύμφωνα με τις εντολές που πήραμε από τον Γκάλατερ που μας έστειλε σε σένα». «Ο Γκάλατερ;» ρώτησε ο Κ. «Ναι, ο Γκάλατερ» απάντησε ο Ιερεμίας. «Τότε αντικαθιστούσε τον Κλαμ. Όταν μας έστειλε σε σένα, μας είπε να πάμε βοηθοί του χωρομέτρη∙ αυτό το θυμάμαι, γιατί έχει ήδη κατατεθεί. Πάντως εμείς του είπαμε πως δεν έχουμε ιδέα από τη δουλειά. Αυτός μάς απάντησε πως αυτό δεν πείραζε, άλλωστε στην ανάγκη θα μας μάθαινες τη δουλειά. Το πιο σπουδαίο απ’ όλα, μας είπε, είναι να τον κάνετε να γελάσει λίγο, γιατί, όπως έμαθα από τις αναφορές, το καθετί το παίρνει στα σοβαρά. Να, μόλις πάτησε το πόδι του στο χωριό και νομίζει πως αυτό είναι μεγάλο γεγονός, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτα∙ πρέπει να τον κάνετε να το νιώσει». «Κι εσείς λοιπόν εκτελέσατε την εντολή του; Πώς το βλέπεις, είχε δίκιο;» ρώτησε ο Κ. «Δεν μπορώ να το ξέρω» απάντησε ο Ιερεμίας. (…)

[Φραντς Κάφκα, Ο Πύργος, ειδική έκδοση για την Ελευθεροτυπία, 2006, μετάφραση Κώστας Προκοπίου, σελ. 318.]