Πρέπει το 1979, διαβάζοντας τη Ρωμαϊκή Άνοιξη της κυρίας Στόουν, τη νουβέλα του Τενεσί Ουίλιαμς, να ’πεσα στη φράση «στα 23, στο ζενίθ της νιότης (του ή της)», φράση που μου είχε εντυπωθεί. Από τον έναν
Αύγουστο στον άλλον, ανάμεσα 1982 και 1983, θα διήνυα το ζενίθ της νιότης
μου –θυμάμαι να κάνω τη σκέψη-, σημαδιακό κιόλας, πια κοντύτερα από ποτέ στον
εαυτό μου.
Πούλησα τον Άτλαντα της Ανατομίας κι αγόρασα αντίστοιχα το αρχαιοελληνικό
λεξικό Liddell & Scott. Η φιλοσοφική σχολή των
Ιωαννίνων ξεχώριζε τότε. Δεν πρόλαβα τον Φάνη Κακριδή, αλλά δίδασκε πλήρης
πνευματικού σφρίγους ο Μανόλης Παπαθωμόπουλος, είρων και ευφυής, οι αρχαιολόγοι Λίλα
Μαραγκού και Αντώνης Ζώης, ο βυζαντινολόγος Ευάγγελος Χρυσός, ο εξ αγχιστείας
Κώος Παναγιώτης Νούτσος κά. Ήμουνα ευτυχισμένος. Η χρονιά προχωρούσε, ψαχούλευα
ευαισθησίες και περιοχές του νου μου. Δεν είχα τη στόφα των ερευνητών, δεν
προοριζόμουν για επιστήμονας με την αυστηρή έννοια. Είχα έρθει για να ενισχύσω
ή να εμπλουτίσω τη σχέση μου με τη γλώσσα, μα ούτε κι αυτό το είχα εντελώς ξεκάθαρο.
Το έτος προχωρούσε, με τη σχολή, με την παρέα, έως ότου τελευταίο δεκαήμερο του Μαΐου κάτι έγινε, αρρώστησα, κρύωσα, αλλά με πυρετό - δέκατα που επέμεναν,
δεν έπεφταν. Θερμομετρούμουν κάθε λίγο, να σιγουρευτώ πότε θα γινόμουν εντελώς καλά, ο λόγος ότι πλησίαζε όχι μόνο η εξεταστική, αλλά κι
αμέσως μετά η εξόρμηση με σκηνές και υπνόσακους στις Κυκλάδες, τόσο λαχταρούσαμε τις δικές μας διακοπές, η παρέα. Πήγα να μ’ εξετάσει πνευμονολόγος, ένας καλός γιατρός, σύζυγος καθηγήτριάς μου στο παράρτημα του Γαλλικού Ινστιτούτου, αν δεν με απατά η μνήμη
μου στο επίθετο Μωύσογλου, ο οποίος με τη σειρά του με παρέπεμψε για
μία θώρακος.
Θα μου εντυπωνόταν βέβαια η κάθε στιγμή. «Όλα εντάξει», μου λέει ο ακτινολόγος, ενώ σημειώνει το "ουδέν παθολογικό
εύρημα", ύστερα κοιτάζει ξανά την ακτινογραφία στη φωτεινή οθόνη, στο διαφανοσκόπιο, ξανά και προσεκτικότερα,
τον ακούω να μονολογεί «Τι... είναι αυτό;», «Ποιο... γιατρέ; Τίποτε… κακό;» ψελλίζω. Με την
παλάμη στο στόμα, συνοφρυωμένος, «Υπάρχει πια τίποτε κακό, αγόρι μου…» «Πώς…»
υποτονθορύζω με καθυστέρηση. Στη γνωμάτευσή του γράφει "πνευμονικές διηθήσεις",
ονοματικό σύνολο που... πώς να το ξεχάσω. Με την ψυχή στο στόμα, κατηφορίζω απ’ το
γιατρείο, φτάνω στον ΟΤΕ, να περιμένω σειρά για θαλαμίσκο, πόση αγωνία,
τηλεφωνώ στον πατέρα μου, «Μπαμπά, πότε σε ακτινογραφία θώρακος σημειώνεις "πνευμονικές
διηθήσεις";», ότι δήθεν ένας ακτινολόγος το είχε γράψει σε φίλο
μου, «Προσωπικά, ποτέ», μου απαντάει κατηγορηματικά, «είναι ασαφής περιγραφή», για να
αναρωτηθεί στο τέλος «μήπως ο συνάδελφος συνεννοείται με τον γιατρό με τίποτε
συνθηματικά;» κρεμούσα το ακουστικό στον θαλαμίσκο, μαζί με την ακαριαία εφίδρωση μου
κόβονταν τα πόδια. Φοβόμουν ότι έπασχα από κάτι, δεν ήξερα τι, όμως πολύ σοβαρό, μη ιάσιμο, και πως όλοι γύρω μου ο ένας
μετά τον άλλον μού το κρύβαν. Και παρόλο που είδα τον πνευμονολόγο αυθόρμητα να αντιδρά
περίπου σαν σε ανοησία διαβάζοντας τη γνωμάτευση, ο φόβος, η αγωνία με είχανε
παραλύσει. Πόση χαρά, κέρασα πολύ κόσμο – ένα μικρό πάρτι σαν βγήκε θετική η
μαντού, -η χαρά γιατί επρόκειτο για... απλή φυματίωση! Βρισκόμουν, αποφαίνονταν οι γιατροί, σε πρώιμο στάδιο φυματίωσης, το σωστότερο, συνιστούσαν, ν’ αφήσουμε τον οργανισμό ν’ αντιδράσει, το πιθανότερο θα το
ξεπερνούσε μόνος του, όπως συνέβη την ίδια περίοδο σε δύο γνωστούς μου φοιτητές, κι
αυτοί στα Γιάννενα, ωστόσο ο πατέρας μου, τρομοκρατημένος, και με την ενοχή που
δεν είχε κάνει στα παιδιά του το αντιφυματικό εμβόλιο, «γιατί δεν είχαμε την αρρώστια στην
οικογένεια», αποφάσισε να μου παρασχεθεί προληπτικά όλη η θεραπευτική αγωγή ισονιαζίνης,
που σήμαινε 1250 μιλιγκράμ αντιβίωση καθημερινά για εννέα μήνες, και μάλιστα πρωί πρωί με άδειο το στομάχι. Πάντως και μέχρι ν' αρχίσει η αγωγή βασανιζόμουν με την υποψία
ότι ήμουν άρρωστος από κάτι σοβαρότερο μάλλον, και που το ήξεραν όλοι πλην εμού. Τα Γιάννενα,
ίσως λόγω κλίματος, ήταν η πόλη με τη μεγαλύτερη διάδοση της φυματίωσης, μας
έλεγαν τότε, και οπωσδήποτε λόγω της πολλής υγρασίας του τόπου έπρεπε πια να τα μαζέψω από κει. Παρά τους πυρετούς κ.λπ., να περάσω τα μαθήματα του πρώτου έτους όλα τον
Ιούνιο –θα έπαιρνα μεταγραφή με το αιτιολογικό του αδελφού μου που σπούδαζε
Αθήνα-, επιπλέον κατά τους γονείς μου έπρεπε να κρατήσουμε μυστική την αρρώστια,
ισχυριζόμαστε ότι έπαθα βαριά πλευρίτιδα, επίσης δεν θα πλησίαζα επί ένα
καλοκαίρι το νερό της θάλασσας, και θα κυκλοφορούσα με μακρομάνικα. Μ' έβλεπε
σχεδόν καταθλιπτικό ο πατέρας μου, τον άκουγα να σχολιάζει στη μάνα μου, «Σου
έλεγα να μην τα πηγαίνουμε τα παιδιά καθημερινά στη θάλασσα, θα χρειαστεί να
μην κάνουνε μπάνια μια χρονιά, θα τους στρίψει». Και είχα λαχταρήσει τόσο τις διακοπές στις
Κυκλάδες, τις αναβάλαμε βέβαια, που έκτοτε τσιμπιέμαι όποτε
προγραμματίζω κάτι ενθουσιασμένος, να συγκρατηθώ, να κρατήσω τα συναισθήματα χαράς μέχρι να πραγματοποιηθεί αυτό το κάτι, ν' αρχίσει να πραγματοποιείται έστω, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να προκύψει τελευταία ώρα και να το αναστείλει…
Τόσο άδοξα τέλειωνε ο χρόνος - ζενίθ της νιότης μου, και...
πόσο γελοία έκφραση εντέλει… Είναι κοινός τόπος ιδίως ομοφυλόφιλων αισθητών η
αποθέωση της πρώτης νιότης -δεν αναφέρομαι στην ωραιότητα της όψης, αλλά στη δυνατότητα της έντονης ζωής-, ένα είδος πανικού προ της επερχόμενης ωριμότητας. Εδώ και πολλά χρόνια εμπειρικά πια βεβαιώθηκα για το φλύαρο από αισθηματική άποψη ή
και τη σκοτεινιά, την εμπάθεια τέτοιων τάχα καταγόμενων από τη λυρική ποίηση
αντιλήψεων. Η ζωή και στην ωριμότητα, και πέρα απ’ αυτήν κάποτε, μπορεί να έχει ποιότητες, καμιά φορά και την ένταση, τη δύναμη της νεότητας.
Η μεταγραφή μου στη φιλοσοφική Αθηνών έγινε το φθινόπωρο του
1983. Αλλά και στη διάρκεια του 1984, γιατί η παρέα παρέμενε εκεί, ανέβαινα Γιάννενα όποτε ξέκλεβα λίγες μέρες, ύστερα όταν θα 'φευγαν κι οι στενότεροι από τους φίλους,
σκέφτηκα, "είναι 1984, θα περάσουν δέκα χρόνια, το 1994 θα ξαναρθώ". Πέρασαν 35,
κι ακόμα να πάω. Αδικώ την πόλη τη μοιραία για τη ζωή μου, συλλογιέμαι καμιά
φορά, μοιάζει με περίκλειστο οροπέδιο, μπήκα σ’ αυτήν με κατάθλιψη, βγήκα απ’
αυτήν με κατάθλιψη, εντούτοις την αδικώ, μπορεί βορεινή, ξένη στην εμπειρία μου, τον
περισσότερο καιρό συννεφιασμένη – βροχερή, όμως μ’ έσπρωξε να κάνω μέσα μου βήματα αποφασιστικά, να τα πω και άλματα. Και μόνο που της χρωστάω
μερικούς από τους πιο στενούς μου ανθρώπους... Εσχάτως το ταξίδι αυτό το βάζω συνεχώς σε προγράμματα, ψάχνω
την καταλληλότερη ευκαιρία, διαισθάνομαι θα είναι με αρκετές στάσεις συγκίνησης αφότου θα ξαναδώ την πόλη ή περιδιαβάζοντας παλιές διαδρομές, κι ας
μου λένε πόσο δύσκολα θα τις αναγνωρίσω, κι ας βλέπω σε φωτογραφίες πράγματι πως άλλαξαν πολύ τα Γιάννενα, και χαίρομαι που επί τα βελτίω.
Δικαιούται και τούτη η πόλη μέρος του αισθηματικού μου βίου -άργησα λιγάκι να κάνω τον
απολογισμό. Εκεί όπου έζησα μαζί ίσως με την κορύφωση της νιότης μερικές
απ’ τις πιο καίριες στιγμές της ζωής μου.