Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Η Άλκηστις Σουλογιάννη* για τον Περεγρίνο, στο περιοδικό Θευθ, τεύχος 21.

 
 
[Με εμβρίθεια και προπαντός επάρκεια κριτική η Α. Σ. σημειώνει για τον Περεγρίνο:]  

Άλκηστις  Σουλογιάννη

(Αντώνης Νικολής, Περεγρίνος, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2023) 

Όσοι ακολουθούμε συστηματικά ή έστω περιστασιακά τον Αντώνη Νικολή στη δημιουργική διαδρομή του μέσα στο ευρύ πεδίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, έχουμε εξοικειωθεί με μια ενδιαφέρουσα εκδοχή αφηγηματικής τέχνης που συνδυάζει δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας ως διαύλου όχι μόνον πληροφοριών αλλά κυρίως συναισθημάτων, με την αμεσότητα προφορικής επικοινωνίας και με την ευρηματική χρήση του φαινομένου της μεταφοράς κατά την οργάνωση γραμματικών εικόνων σε συνθέσεις ιδιαίτερης σημασιολογικής ισχύος με ομόλογο εικαστικό ισοδύναμο.

Τα στοιχεία αυτά εντοπίσαμε σε δείγματα λογοτεχνικής παραγωγής του Νικολή, όπως είναι μυθιστορήματα υπό τους τίτλους Διονυσία (2012) και Ο θάνατος του μισθοφόρου (2016), κυρίως δε στην εμβληματική νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (2014).

Τώρα στο νέο, εκτενέστατο μυθιστόρημά του ο Νικολής έχει οργανώσει έναν σύνθετο κειμενικό κόσμο σε επτά ενότητες (Επτά Λόγοι), κατά παραβίαση χωροχρονικών δεδομένων, μέσα στον οποίον με μυθοπλαστική σύμφωνα με την αντίληψη του σύγχρονου συγγραφέα άνεση αναπτύσσεται ο βίος και η πολιτεία του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου (2ος αιώνας μ. Χ., εποχή της Β’ Σοφιστικής).

Εδώ ο Νικολής αξιοποιεί τον λίβελο του Λουκιανού Περί της Περεγρίνου τελευτής, τον οποίον στη συνέχεια υπονομεύει για να σχεδιάσει την εικόνα και τον χαρακτήρα του Περεγρίνου ως σύνθετου κειμενικού προσώπου σύμφωνα με μια ευρηματική όσο και παραστατική, σύγχρονη οπτική.

Προς τον σκοπό αυτόν, ο Νικολής συναντά τον Περεγρίνο στην πόλη Πάριον της βορείου Μυσίας (κοντά στον Ελλήσποντο), γενέτειρα του φιλοσόφου και πεδίο ποικίλων περιστατικών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του μέσα σε τοπία θανάτου, αλλά και με μαθήματα από τον ρήτορα και σοφιστή Σκοπελιανό, που τον οδηγούν στη Σμύρνη, σημαντικό πνευματικό κέντρο της εποχής με χριστιανική κοινότητα στο πλαίσιο του ευρύτερου ρωμαϊκού περιβάλλοντος, και στον κύκλο μαθητών του σοφιστή Πολέμωνα, από τον οποίον ο Περεγρίνος εκδιώκεται εξ αιτίας του ματαιόδοξου χαρακτήρα του παρά την επιμέλεια, τις γνώσεις και τη ρητορική δεινότητά του.

Ο Νικολής ακολουθεί τον Περεγρίνο στις περιπλανήσεις του ανάμεσα σε κέντρα ρωμαϊκού και χριστιανικού χαρακτήρα, και εντοπίζει ποικίλες τυχοδιωκτικές έως επικίνδυνες  δραστηριότητές του (για λόγους επιβίωσης παριστάνει ενίοτε τον χριστιανό ιεροδιδάσκαλο, χωρίς πάντως να «παρατήσει[ς] τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Δημοσθένη», ερχόμενος αντιμέτωπος με τη ρωμαϊκή διοίκηση) στην Καισάρεια της Ιουδαίας, στην Αλεξάνδρεια, στη Ρώμη, στην Αθήνα.

Κατά τη ροή του κειμενικού χωροχρόνου με ποικίλες παλινδρομήσεις οι οδοδείκτες που προτείνει ο Αντώνης Νικολής, οδηγούν τον σύγχρονο αναγνώστη να συναντήσει τον Περεγρίνο περιστοιχιζόμενο πλέον από ομάδα φανατικών ακολούθων, καθώς οδεύει προς την Ολυμπία όπου οργανώνεται η Ολυμπιάδα του έτους 165 μ. Χ. Εκεί κατά την τελευταία ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων ο Περεγρίνος θα αυτοπυρποληθεί ενώπιον πλήθους, επιδιώκοντας τη μεταθανάτια δόξα ως Πρωτέας ή Φοίνικας.

Την «πύρινη εξαέρωση» του Περεγρίνου παρακολουθεί και ο Λουκιανός σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα, σαν μυθιστορηματικός χαρακτήρας που κατέχει την είσοδο και την έξοδο στη δομή του ανά χείρας βιβλίου ως τεκμήριο διακειμενικής (έστω και υπονομευμένης) λειτουργικότητας.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο κειμενικός κόσμος του Αντώνη Νικολή αντιστοιχεί σε μια εκτενέστατη τοιχογραφία γραμματικών εικόνων με υψηλή σημασιολογική ένταση και τη συνακόλουθη εικαστική ατμόσφαιρα (ας θυμηθούμε με αυτή την ευκαιρία γραμματικές εικόνες από τη νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα που παραπέμπουν σε έργα του Γκόγια).

Εδώ δεσπόζει μια μακρά σειρά πορτρέτων του Περεγρίνου που αποδίδουν με ευρηματικό όσο και παραστατικό τρόπο την ανάπτυξη της μορφής και του χαρακτήρα του κατά την εξέλιξη των κειμενικών γεγονότων μέχρι την κορύφωση αυτών σύμφωνα με την κριτική, συγκριτική, συνδυαστική αντίληψη του Νικολή.

Τα πορτρέτα αυτά συνδυάζονται με παραστατικές αποδόσεις ποικίλων άλλων κειμενικών χαρακτήρων μεμονωμένων ή σε συνθέσεις πλήθους (διαπροσωπικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, ρωμαίοι και χριστιανοί, αστοί και λόγιοι, άρχοντες και πληβείοι, οπαδοί και αντίπαλοι, ιστορικά/πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα), όπου εντοπίζονται μεταξύ πολλών άλλων ο ρήτωρ και σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός, ο κυνικός φιλόσοφος Δημώναξ, ο ρωμαίος συγγραφέας και γραμματικός Αύλος Γέλλιος (Aulus Gellius), σε ποικίλες εκδοχές αντιπαράθεσης προς τον Περεγρίνο.

Ιδιαίτερη ενότητα αποτελεί μια μακρά επίσης σειρά παραστατικών συνθέσεων που αποδίδουν τοπία και καταστάσεις ως αφηγηματικό ισοδύναμο των περιπλανήσεων του Περεγρίνου στις περιοχές ελέγχου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (παραπέμποντας για τον επίμονο αναγνώστη στη λατινική «καταγωγή» του ονόματος από το peregrinus που δηλώνει τον ξένο/μη ρωμαίο πολίτη και από το συγγενές peregrinor, ρήμα που δηλώνει αποδημία, περιοδεία).

Τα σημαινόμενα διεκπεραιώνει η συναρπαστική, καταιγιστική ροή λόγου παραστατικού, πνευματώδους, ενίοτε αφοριστικού, με την αμεσότητα της προφορικής μετάδοσης πληροφοριών και με την υποστήριξη «εγκιβωτισμένων» παραθεμάτων από ποικίλες πηγές παραπομπών (Ομηρικά Έπη, Ανακρέων, Ησίοδος, Ηρόδοτος, Πλάτων, Θεόκριτος, περαιτέρω Λουκιανός, Πλούταρχος, Παυσανίας, Διογένης ο Λαέρτιος, επίσης Κάτουλλος και Μαρτιάλης, ακόμα Απόστολος Παύλος και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, μεταξύ άλλων).

Δείγματα αφηγηματικού λόγου κατά τις υφολογικές (κυρίως, αλλά όχι μόνον) επιλογές του Νικολή αποτελούν δύο αποσπάσματα από την έκδοση, σχετικά με τη μυθοπλαστική παρουσία του Λουκιανού και την επίσης μυθοπλαστική εκδοχή για την τελευτή του Περεγρίνου:

«Κόντευε πέμπτη ώρα, μπορούσε να το δει κανείς απ’ την κοντή σκιά στους κίονες του πρόπυλου. Ο δρόμος ως το Πλέθριο δεν ήταν ούτε τετάρτου της ώρας. Ο Λουκιανός περπατούσε ευθυτενής και μ’ όλη την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που νιώθει στερεή τη λογική, ευέλικτη την ευφυΐα και τον λόγο του. Τα κρόσσια του συριακού κάνδυ με τα έντονα γαλάζια και κόκκινα χρώματα ανέμιζαν στην κίνησή του. Σήκωσε το κεφάλι προς τον καλοκαιρινό καταγάλανο ουρανό»,

«Ο Περεγρίνος σηκώθηκε, πήρε το σακούλι, έριξε το τριβώνιο στον ώμο, άδραξε στο ίδιο χέρι με το σακούλι το ρόπαλο αντί για μπαστούνι, το σύμβολο του Ηρακλή για τη μυθολογική αναφορά της πράξης του, στο δεξί θα κράταγε τη δάδα. Έσπρωξε με το ποδάρι τα φθαρμένα πέδιλα από μπροστά του, σε πλήρη συμφωνία με την υπόλοιπη εμφάνισή του, θα περπάταγε ξυπόλυτος. Ήτανε πλέον ολοκάθαρα η σαφής, η ευανάγνωστη εικόνα του κυνικού Περεγρίνου από το Πάριο, του επονομαζόμενου Πρωτέα, και πολύ πρόσφατα Φοίνικα. Σήκωσε τη ματιά στιγμιαία στον Θεαγένη, ένευσε το “πάμε”. […] Περπατούσε σαν να μετείχε σε τελετουργία, ήδη απουσίαζε απ’ το κορμί του […]. Η νύχτα ήταν φεγγερή πολύ, ψηλά και πίσω τους το φεγγάρι, ένας τεράστιος μετέωρος λύχνος, οι πυρσοί στα χέρια τους τους έλουζαν με ανοικτό γκρίζο ασημί φως. […] Σαν έφτασαν στον λάκκο, πέταξε την αναμμένη δάδα του ο Θεαγένης, τα φρύγανα με τις παραχωμένες πολλές δάδες στον σωρό άρπαξαν αμέσως, οι δυο τους κύκλωσαν το σκάμμα από διαφορετική κατεύθυνση, συναντήθηκαν μπροστά στο βάθρο. […] η φωτιά υψωνόταν ήδη τρεις πήχες πάνω απ’ το έδαφος, οι πύρινες γλώσσες, οι αντανακλάσεις και οι σκιές ένα γύρο επέτειναν την εντύπωση της απόκοσμης εμπειρίας, […]. Ο Περεγρίνος πέταξε κι αυτός τη δάδα του στη φωτιά, ξέχασε το χέρι του για μια στιγμή υψωμένο στον αέρα, σαν παρακολουθώντας την τροχιά του πυρσού. Ακούγονταν πια μόνο τα κούτσουρα και τα εύφλεκτα φρύγανα που τριζοβολούσαν, ο κόσμος ολόγυρα παρακολουθούσε σε διέγερση και λες και με κρατημένη την ανάσα του. Απόμειναν λίγες μόνο στιγμές. Έψαξε την κατεύθυνση προς το νότιο σημείο του ορίζοντα, προς τα κει όπου πιστεύεται ότι κατοικούν τα πνεύματα των προγόνων, […]  υψώνει τα χέρια σε στάση επίκλησης, […] δεν προλαβαίνει τίποτε άλλο, σαν με μικρό άλμα παίρνει φόρα πέφτει στη φωτιά, […] κάποιοι σαν να είδαν έναν άγριο μορφασμό στο πρόσωπό του, άλλοι τους σπασμούς του καιγόμενου σώματος, η αλήθεια μια τεράστια φλόγα τύλιξε τον αλλόκοτο και μοναχικό από τη φύση του άντρα, αυτόν που κυνήγησε σ’ όλο του τον βίο τις αχνές κι αδύναμες σκιές στην άκρη του μυαλού του λογαριάζοντάς τες πεισματικά κι επίμονα για το δικό του ξεχωριστό πεπρωμένο».                                       

Η έκδοση αποκαλύπτει ένα πλούσιο γνωστικό φορτίο από τις προσωπικές αποσκευές καθώς και από την ενδελεχή έρευνα του (και φιλολόγου) Αντώνη Νικολή, όπως άλλωστε αποδεικνύουν και οι ποικίλες παρακειμενικές Σημειώσεις, όπου επίσης πλήθος στοιχείων πραγματολογικού χαρακτήρα.

Με τον τρόπο αυτόν, και σύμφωνα με τις αρχές που προσδιορίζουν την ποιότητα της λογοτεχνικής παραγωγής του, ο Αντώνης Νικολής προσφέρει την ευκαιρία στην καθ’ ημάς σύγχρονη πολιτισμική αγορά να προσεγγίσει μια ελάχιστα γνωστή (για τους μη ειδικούς) ιστορική προσωπικότητα με ακραίο, αποκλίνοντα από τα κοινά δημόσιο χαρακτήρα. Εδώ εντοπίζεται στοιχείο προστιθεμένης αξίας για την έκδοση. 

Η Άλκηστις Σουλογιάννη είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός βιβλίου. Έχει δημοσιεύσει φιλολογικά και κριτικά κείμενα σε αυτοτελείς εκδόσεις, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε εφημερίδες και στην ιστοσελίδα www.bookpress.gr. Έχει δώσει διαλέξεις σε Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίων Ρώμης, Κατάνιας, Παλέρμου, Μονάχου, Μαδρίτης, Μόσχας, Αγίας Πετρούπολης, Σόφιας, Ρίγας, Τιφλίδας, Μελβούρνης, Βοστώνης, καθώς και στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Εξάλλου, είναι Διευθύντρια επί τιμή του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο υπηρέτησε ως διευθύντρια στις Διευθύνσεις Γραμμάτων, Πολιτιστικής Κίνησης, και Διεθνών Σχέσεων, ενώ παράλληλα δίδαξε στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και στη Διπλωματική Ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

Στη Μάλτα των Ιπποτών και της Μεσογείου.

Συγκατέλεγα στα ταξιδιωτικά μου σχέδια ανέκαθεν τη Μάλτα. Χώρα της Μεσογείου και μάλιστα χώρα-νησί, –για την ακρίβεια χώρα-νησάκι! Μόνο 21 τετραγωνικά χιλιόμετρα μεγαλύτερη απ’ την Κω (295 η Κως, 316 η Μάλτα), και όμως με 553 χιλιάδες μόνιμους κατοίκους (η Κως, μόλις 37 χιλιάδες). Επιπλέον, γιατί εκεί κατέληξαν οι Ιωαννίτες Ιππότες αφότου στις αρχές του 16ου αιώνα οι Οθωμανοί τούς έδιωξαν από τα Δωδεκάνησα. Το τάγμα κι ας μη διδάσκεται στην επίσημη Ιστορία, αποτελεί συνειδητό ή ασύνειδο μέρος της πολιτιστικής ταυτότητας των Δωδεκανησίων, ιδιαίτερα των Ροδίων και Κώων. Τα κάστρα, οι πύλες, οι θυρεοί, τα παλάτια, οι τάφροι, η μοναδική Οδός των Ιπποτών στη Ρόδο, διάφορα κτιριακά κατάλοιπα, επίσης το ότι οι Ιταλοί στο αρχιτεκτονικό ύφος που έδωσαν στις πόλεις μας, κατά το σύντομο πέρασμά τους από τα Δωδεκάνησα στο πρώτο μισό του 20ού  αιώνα, τόνισαν αυτή την παράδοση. Οι Ιωαννίτες Ιππότες, μετά την Ιερουσαλήμ και την Κύπρο, έμειναν εγκαταστημένοι στα νησιά μας λίγο περισσότερο από δύο αιώνες. Ο ήρωάς μου στο Ο θάνατος του μισθοφόρου μελετάει την περίοδο της Ιπποτοκρατίας στα Δωδεκάνησα, και στο φινάλε του κειμένου –οιονεί αφηγηματική μου δοκιμασία στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος αμέσως πριν τον Περεγρίνο– νοερά ως Ιππότες, αυτός και συνοδευόμενος από τον νεαρό μισθοφόρο, καταφθάνουν έφιπποι στο Κάστρο (των Ιπποτών) στην Αντιμάχεια. Για τις σελίδες αυτές δεν έκανα μόνο μαθήματα ιππασίας σ’ έναν από τους τοπικούς ιππικούς ομίλους, έψαξα και τη σχετική βιβλιογραφία, τη μελετούσα στη Βιβλιοθήκη της Βουλής στην Αθήνα, αναγκαστικά σκόνταφτα και στα πεπραγμένα του τάγματος στη Μάλτα. Η Μάλτα, να προσθέσω τέλος –ακόμα ένα στοιχείο οικειότητας με τον τόπο–, απέχει μια ανάσα απ’ τη Σικελία, με πάμπολλες κάθε είδους επιρροές από τη μεγαλόνησο του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα

 

Η Βαλέτα, η Μπίργκου ή Βιτοριόζα, η Μντίνα, το Γκότζο, τα σαχνισιά / τα κλειστά μπαλκόνια παντού σε πόλεις και σε χωριά, το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, ο Καραβάτζο στον καθεδρικό του Αγίου Ιωάννη στη Βαλέτα, το Αρχαιολογικό Μουσείο, τα Μεγαλιθικά, τα θυμάρια –3ο δεκαήμερο του Μαΐου– και ήδη ανθισμένα, οι άγριες αγκινάρες, σαν και τις δικές μας, αλλά με διπλάσια σε μέγεθος αγκιναροκέφαλα, είδα ως και λυγαριά στους λόφους, τα σοφά για την εξοικονόμηση του νερού δημόσια παρτέρια και πρασιές, κυρίως με γεράνια, δάφνες, πικροδάφνες (άλλοτε δέντρα, άλλοτε θάμνους-ανθοστοιχίες/μπορντούρες), μαβιά αμάραντα, σε δυο-τρεις μόνο απ’ τους πολλούς κυκλικούς κόμβους γρασίδι και σε άλλα τόσα, ελάχιστα, παρτέρια πετούνιες. 


Έχω σημειώσει κι αλλού πως δεν ανήκω στους φιλαπόδημους. Νομίζω πως από πολλά χρόνια ταξιδεύω σαν για να επεκτείνω, με κάποιο τρόπο να μεγαλώσω μέσα μου την Κω, και ιδανικά ποιο φυσικότερο άπλωμα γι’ αυτή την οικειότητα από τη Μεσόγειο και δη τα νησιά της.


Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Μάριο Βάργκας Λιόσα (Mario Vargas Llosa), 28/3/1936 - 13/4/2025.

 

Απεβίωσε χτες στη Λίμα ο μεγάλος Περουβιανός, και που συναριθμείται στους κορυφαίους λογοτέχνες του καιρού μας, Μάριο Βάργκας Λιόσα. Σε ανάρτησή μου εδώ το 2011 είχα σημειώσει ανάμεσα σε άλλα για το μυθιστόρημά του "Η γιορτή του τράγου": 

(...) Το νυστέρι του Λιόσα φτάνει στο βάθος: α) οι αψυχολόγητες και απρόβλεπτες μεταπτώσεις του δικτάτορα, η ευμένεια ή η δυσμένειά του, που μετατρέπει σε κόλαση, ενισχύοντας τα πλέον αδίστακτα πρόσωπα, και το οικογενειακό ή άλλο στενό περιβάλλον του, β) το εικονοκλαστικό πορτρέτο του κοντού με την ψιλή φωνή εβδομηντάρη δικτάτορα, με το χιτλερικό μουστακάκι, του ικανότατου ενορχηστρωτή του τρόμου αλλά και του γέρου τράγου, που αφού χρόνια δοκίμαζε από τις επιλεγμένες παρθένες της χώρας ως τις γυναίκες των υπασπιστών του (για να τους ελέγχει εξευτελίζοντάς τους), τώρα ταπεινώνεται από την ακράτειά του, από την αδυναμία στύσης του (στη συγκλονιστική σκηνή με τη δεκατετράχρονη Ουρανίτα), γ) άμοιρος ευθυνών δεν είναι βέβαια ούτε ο λαός, είναι συγκλονιστικές οι σελίδες, όταν προσπαθώντας να γλυτώσουν από τα τσιράκια του καθεστώτος όσοι εκτέλεσαν τον τύραννο, το πλήθος με απίστευτες εκδηλώσεις λατρείας προσέρχεται να προσκυνήσει τη σορό του.
Ο Μ. Β. Λιόσα κατέχει το θεμελιώδη για τον κόσμο μας πολιτικό φιλελευθερισμό όσο ελάχιστοι διανοούμενοι ή καλλιτέχνες. Είχα διαβάσει παλιότερα το επίσης εξαιρετικό δίτομο μυθιστόρημά του «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου» (εκδόσεις Εξάντας), νομίζω για ένα Νεοέλληνα του καιρού και των ημερών μας, (όπου ένας ανιστόρητος ευφημισμός ονομάζει το φαύλο κρατισμό, την ισοπέδωση, τη λαϊκιστική ολιγαρχία, αντίστοιχα κοινωνική πρόνοια, ισότητα, δημοκρατία), τα κείμενα του Περουβιανού συγγραφέα είναι αληθινό βάλσαμο.
(...)

Κι άλλες δυο παλιότερες αναρτήσεις (1, 2).  

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Εξηκοστό πρώτο στα Μάταλα!


61ο απ’ την αρχή της χρονιάς, 4ο στην Κρήτη, 1ο στο Λιβυκό. Καθαροδευτεριάτικο κολύμπι στα Μάταλα. Και σαν γιατί όλα πια μοιάζουνε πιο αβέβαια, να θυμηθούμε την παλιά ταπεινή ευχή: Και του χρόνου!

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Μακριά απ' το νέο κύμα τοξικής εχθροπάθειας.


Μπορεί να είναι εικόνα ένα ή περισσότερα άτομα και κείμενο που λέει "ΤΕΜΗ 28.2.2023 ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ 28.2.25 ΔΕΝ θα EMIX ENGEAANAWUT ΟΜΙ ΤΗ πάω ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ YNH" 

Από τον άθλιο εσμό (ψεκασμένων, συνωμοσιολόγων, φαιοκόκκινων ακραίων) ασφαλώς εμπιστεύομαι πολύ περισσότερο τη νεοελληνική δικαιοσύνη.

Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2025

Ο εξέχων πολίτης.

(Μου ζητήθηκε από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ ένα κείμενο για τον μεγάλο εκλιπόντα. Δημοσιεύτηκε σήμερα Τετάρτη 8 Ιανουαρίου, σελ.11)

Ο εξέχων πολίτης

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΝΙΚΟΛΗ

Οι Νεοέλληνες ζούμε τη διαρκή αποτυχία, συλλογική και ατομική, να υπάρξουμε ως σύγχρονοι αστοί –πολίτες, μέλη της πόλης κατά την αριστοτελική αντίληψη. Ο Κώστας Σημίτης ολοκλήρωσε για τον εαυτό του, και στον βαθμό που επηρέασε τους θεσμούς της κοινωνίας του, και για τους άλλους την εν λόγω διαδικασία.

Το βλέπαμε στην εμφάνιση ή στη δημόσια έκφρασή του, το συμπεραίναμε στην ελάχιστη έως καθόλου προβολή του οικογενειακού ή του ιδιωτικού του βίου. Προσερχόταν σε εκδηλώσεις, συμμετείχε ως ενεργός διανοούμενος σε συναντήσεις, συνήθως συνοδεία της συζύγου του, οι δυο τους περίπου σαν ένα ζευγάρι άσημων, πλην ευπρεπών αστών.

Δεν κολάκεψε την πολιτιστική ανασφάλεια των μικροαστών, κι ας αποτελούσαν αυτά τα στρώματα –πώς να μην το ήξερε– τη συντριπτική πλειονότητα των ψηφοφόρων.

Με το παράδειγμα και με το έργο του εύλογα ενεργοποίησε το εμφύλιο ρήγμα που (πέρα από ιδεολογικά προσχήματα) διατρέχει τη νεοελληνική κοινωνία: ανάμεσα στους λιγότερους που κατανοούν τη ζωτική ανάγκη των μεταρρυθμίσεων για χώρες όπως η Ελλάδα, και τους περισσότερους που τις αρνούνται. Οδήγησε, ωστόσο, τους πρώτους σε ευάριθμες όμως στρατηγικές νίκες, εξού και ο διχασμός ακόμη και πάνω απ’ το φέρετρό του: ο σεβασμός ή το μίσος προς το πρόσωπό του.

Ο Αντώνης Νικολής είναι συγγραφέας