Άλκηστις Σουλογιάννη
(Αντώνης Νικολής, Περεγρίνος, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2023)
Όσοι ακολουθούμε συστηματικά ή έστω περιστασιακά τον Αντώνη Νικολή στη δημιουργική διαδρομή του μέσα στο ευρύ πεδίο της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, έχουμε εξοικειωθεί με μια ενδιαφέρουσα εκδοχή αφηγηματικής τέχνης που συνδυάζει δημιουργική αξιοποίηση της γλώσσας ως διαύλου όχι μόνον πληροφοριών αλλά κυρίως συναισθημάτων, με την αμεσότητα προφορικής επικοινωνίας και με την ευρηματική χρήση του φαινομένου της μεταφοράς κατά την οργάνωση γραμματικών εικόνων σε συνθέσεις ιδιαίτερης σημασιολογικής ισχύος με ομόλογο εικαστικό ισοδύναμο.
Τα στοιχεία αυτά εντοπίσαμε σε δείγματα λογοτεχνικής παραγωγής του Νικολή, όπως είναι μυθιστορήματα υπό τους τίτλους Διονυσία (2012) και Ο θάνατος του μισθοφόρου (2016), κυρίως δε στην εμβληματική νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα (2014).
Τώρα στο νέο, εκτενέστατο μυθιστόρημά του ο Νικολής έχει οργανώσει έναν σύνθετο κειμενικό κόσμο σε επτά ενότητες (Επτά Λόγοι), κατά παραβίαση χωροχρονικών δεδομένων, μέσα στον οποίον με μυθοπλαστική σύμφωνα με την αντίληψη του σύγχρονου συγγραφέα άνεση αναπτύσσεται ο βίος και η πολιτεία του κυνικού φιλοσόφου Περεγρίνου (2ος αιώνας μ. Χ., εποχή της Β’ Σοφιστικής).
Εδώ ο Νικολής αξιοποιεί τον λίβελο του Λουκιανού Περί της Περεγρίνου τελευτής, τον οποίον στη συνέχεια υπονομεύει για να σχεδιάσει την εικόνα και τον χαρακτήρα του Περεγρίνου ως σύνθετου κειμενικού προσώπου σύμφωνα με μια ευρηματική όσο και παραστατική, σύγχρονη οπτική.
Προς τον σκοπό αυτόν, ο Νικολής συναντά τον Περεγρίνο στην πόλη Πάριον της βορείου Μυσίας (κοντά στον Ελλήσποντο), γενέτειρα του φιλοσόφου και πεδίο ποικίλων περιστατικών της παιδικής και εφηβικής ηλικίας του μέσα σε τοπία θανάτου, αλλά και με μαθήματα από τον ρήτορα και σοφιστή Σκοπελιανό, που τον οδηγούν στη Σμύρνη, σημαντικό πνευματικό κέντρο της εποχής με χριστιανική κοινότητα στο πλαίσιο του ευρύτερου ρωμαϊκού περιβάλλοντος, και στον κύκλο μαθητών του σοφιστή Πολέμωνα, από τον οποίον ο Περεγρίνος εκδιώκεται εξ αιτίας του ματαιόδοξου χαρακτήρα του παρά την επιμέλεια, τις γνώσεις και τη ρητορική δεινότητά του.
Ο Νικολής ακολουθεί τον Περεγρίνο στις περιπλανήσεις του ανάμεσα σε κέντρα ρωμαϊκού και χριστιανικού χαρακτήρα, και εντοπίζει ποικίλες τυχοδιωκτικές έως επικίνδυνες δραστηριότητές του (για λόγους επιβίωσης παριστάνει ενίοτε τον χριστιανό ιεροδιδάσκαλο, χωρίς πάντως να «παρατήσει[ς] τον Όμηρο, τον Πλάτωνα, τον Δημοσθένη», ερχόμενος αντιμέτωπος με τη ρωμαϊκή διοίκηση) στην Καισάρεια της Ιουδαίας, στην Αλεξάνδρεια, στη Ρώμη, στην Αθήνα.
Κατά τη ροή του κειμενικού χωροχρόνου με ποικίλες παλινδρομήσεις οι οδοδείκτες που προτείνει ο Αντώνης Νικολής, οδηγούν τον σύγχρονο αναγνώστη να συναντήσει τον Περεγρίνο περιστοιχιζόμενο πλέον από ομάδα φανατικών ακολούθων, καθώς οδεύει προς την Ολυμπία όπου οργανώνεται η Ολυμπιάδα του έτους 165 μ. Χ. Εκεί κατά την τελευταία ημέρα των Ολυμπιακών Αγώνων ο Περεγρίνος θα αυτοπυρποληθεί ενώπιον πλήθους, επιδιώκοντας τη μεταθανάτια δόξα ως Πρωτέας ή Φοίνικας.
Την «πύρινη εξαέρωση» του Περεγρίνου παρακολουθεί και ο Λουκιανός σχολιάζοντας τα τεκταινόμενα, σαν μυθιστορηματικός χαρακτήρας που κατέχει την είσοδο και την έξοδο στη δομή του ανά χείρας βιβλίου ως τεκμήριο διακειμενικής (έστω και υπονομευμένης) λειτουργικότητας.
Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο κειμενικός κόσμος του Αντώνη Νικολή αντιστοιχεί σε μια εκτενέστατη τοιχογραφία γραμματικών εικόνων με υψηλή σημασιολογική ένταση και τη συνακόλουθη εικαστική ατμόσφαιρα (ας θυμηθούμε με αυτή την ευκαιρία γραμματικές εικόνες από τη νουβέλα Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα που παραπέμπουν σε έργα του Γκόγια).
Εδώ δεσπόζει μια μακρά σειρά πορτρέτων του Περεγρίνου που αποδίδουν με ευρηματικό όσο και παραστατικό τρόπο την ανάπτυξη της μορφής και του χαρακτήρα του κατά την εξέλιξη των κειμενικών γεγονότων μέχρι την κορύφωση αυτών σύμφωνα με την κριτική, συγκριτική, συνδυαστική αντίληψη του Νικολή.
Τα πορτρέτα αυτά συνδυάζονται με παραστατικές αποδόσεις ποικίλων άλλων κειμενικών χαρακτήρων μεμονωμένων ή σε συνθέσεις πλήθους (διαπροσωπικά και κοινωνικά περιβάλλοντα, ρωμαίοι και χριστιανοί, αστοί και λόγιοι, άρχοντες και πληβείοι, οπαδοί και αντίπαλοι, ιστορικά/πραγματικά και φανταστικά πρόσωπα), όπου εντοπίζονται μεταξύ πολλών άλλων ο ρήτωρ και σοφιστής Ηρώδης ο Αττικός, ο κυνικός φιλόσοφος Δημώναξ, ο ρωμαίος συγγραφέας και γραμματικός Αύλος Γέλλιος (Aulus Gellius), σε ποικίλες εκδοχές αντιπαράθεσης προς τον Περεγρίνο.
Ιδιαίτερη ενότητα αποτελεί μια μακρά επίσης σειρά παραστατικών συνθέσεων που αποδίδουν τοπία και καταστάσεις ως αφηγηματικό ισοδύναμο των περιπλανήσεων του Περεγρίνου στις περιοχές ελέγχου της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (παραπέμποντας για τον επίμονο αναγνώστη στη λατινική «καταγωγή» του ονόματος από το peregrinus που δηλώνει τον ξένο/μη ρωμαίο πολίτη και από το συγγενές peregrinor, ρήμα που δηλώνει αποδημία, περιοδεία).
Τα σημαινόμενα διεκπεραιώνει η συναρπαστική, καταιγιστική ροή λόγου παραστατικού, πνευματώδους, ενίοτε αφοριστικού, με την αμεσότητα της προφορικής μετάδοσης πληροφοριών και με την υποστήριξη «εγκιβωτισμένων» παραθεμάτων από ποικίλες πηγές παραπομπών (Ομηρικά Έπη, Ανακρέων, Ησίοδος, Ηρόδοτος, Πλάτων, Θεόκριτος, περαιτέρω Λουκιανός, Πλούταρχος, Παυσανίας, Διογένης ο Λαέρτιος, επίσης Κάτουλλος και Μαρτιάλης, ακόμα Απόστολος Παύλος και το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, μεταξύ άλλων).
Δείγματα αφηγηματικού λόγου κατά τις υφολογικές (κυρίως, αλλά όχι μόνον) επιλογές του Νικολή αποτελούν δύο αποσπάσματα από την έκδοση, σχετικά με τη μυθοπλαστική παρουσία του Λουκιανού και την επίσης μυθοπλαστική εκδοχή για την τελευτή του Περεγρίνου:
«Κόντευε πέμπτη ώρα, μπορούσε να το δει κανείς απ’ την κοντή σκιά στους κίονες του πρόπυλου. Ο δρόμος ως το Πλέθριο δεν ήταν ούτε τετάρτου της ώρας. Ο Λουκιανός περπατούσε ευθυτενής και μ’ όλη την αυτοπεποίθηση του ανθρώπου που νιώθει στερεή τη λογική, ευέλικτη την ευφυΐα και τον λόγο του. Τα κρόσσια του συριακού κάνδυ με τα έντονα γαλάζια και κόκκινα χρώματα ανέμιζαν στην κίνησή του. Σήκωσε το κεφάλι προς τον καλοκαιρινό καταγάλανο ουρανό»,
«Ο Περεγρίνος σηκώθηκε, πήρε το σακούλι, έριξε το τριβώνιο στον ώμο, άδραξε στο ίδιο χέρι με το σακούλι το ρόπαλο αντί για μπαστούνι, το σύμβολο του Ηρακλή για τη μυθολογική αναφορά της πράξης του, στο δεξί θα κράταγε τη δάδα. Έσπρωξε με το ποδάρι τα φθαρμένα πέδιλα από μπροστά του, σε πλήρη συμφωνία με την υπόλοιπη εμφάνισή του, θα περπάταγε ξυπόλυτος. Ήτανε πλέον ολοκάθαρα η σαφής, η ευανάγνωστη εικόνα του κυνικού Περεγρίνου από το Πάριο, του επονομαζόμενου Πρωτέα, και πολύ πρόσφατα Φοίνικα. Σήκωσε τη ματιά στιγμιαία στον Θεαγένη, ένευσε το “πάμε”. […] Περπατούσε σαν να μετείχε σε τελετουργία, ήδη απουσίαζε απ’ το κορμί του […]. Η νύχτα ήταν φεγγερή πολύ, ψηλά και πίσω τους το φεγγάρι, ένας τεράστιος μετέωρος λύχνος, οι πυρσοί στα χέρια τους τους έλουζαν με ανοικτό γκρίζο ασημί φως. […] Σαν έφτασαν στον λάκκο, πέταξε την αναμμένη δάδα του ο Θεαγένης, τα φρύγανα με τις παραχωμένες πολλές δάδες στον σωρό άρπαξαν αμέσως, οι δυο τους κύκλωσαν το σκάμμα από διαφορετική κατεύθυνση, συναντήθηκαν μπροστά στο βάθρο. […] η φωτιά υψωνόταν ήδη τρεις πήχες πάνω απ’ το έδαφος, οι πύρινες γλώσσες, οι αντανακλάσεις και οι σκιές ένα γύρο επέτειναν την εντύπωση της απόκοσμης εμπειρίας, […]. Ο Περεγρίνος πέταξε κι αυτός τη δάδα του στη φωτιά, ξέχασε το χέρι του για μια στιγμή υψωμένο στον αέρα, σαν παρακολουθώντας την τροχιά του πυρσού. Ακούγονταν πια μόνο τα κούτσουρα και τα εύφλεκτα φρύγανα που τριζοβολούσαν, ο κόσμος ολόγυρα παρακολουθούσε σε διέγερση και λες και με κρατημένη την ανάσα του. Απόμειναν λίγες μόνο στιγμές. Έψαξε την κατεύθυνση προς το νότιο σημείο του ορίζοντα, προς τα κει όπου πιστεύεται ότι κατοικούν τα πνεύματα των προγόνων, […] υψώνει τα χέρια σε στάση επίκλησης, […] δεν προλαβαίνει τίποτε άλλο, σαν με μικρό άλμα παίρνει φόρα πέφτει στη φωτιά, […] κάποιοι σαν να είδαν έναν άγριο μορφασμό στο πρόσωπό του, άλλοι τους σπασμούς του καιγόμενου σώματος, η αλήθεια μια τεράστια φλόγα τύλιξε τον αλλόκοτο και μοναχικό από τη φύση του άντρα, αυτόν που κυνήγησε σ’ όλο του τον βίο τις αχνές κι αδύναμες σκιές στην άκρη του μυαλού του λογαριάζοντάς τες πεισματικά κι επίμονα για το δικό του ξεχωριστό πεπρωμένο».
Η έκδοση αποκαλύπτει ένα πλούσιο γνωστικό φορτίο από τις προσωπικές αποσκευές καθώς και από την ενδελεχή έρευνα του (και φιλολόγου) Αντώνη Νικολή, όπως άλλωστε αποδεικνύουν και οι ποικίλες παρακειμενικές Σημειώσεις, όπου επίσης πλήθος στοιχείων πραγματολογικού χαρακτήρα.
Με τον τρόπο αυτόν, και σύμφωνα με τις αρχές που προσδιορίζουν την ποιότητα της λογοτεχνικής παραγωγής του, ο Αντώνης Νικολής προσφέρει την ευκαιρία στην καθ’ ημάς σύγχρονη πολιτισμική αγορά να προσεγγίσει μια ελάχιστα γνωστή (για τους μη ειδικούς) ιστορική προσωπικότητα με ακραίο, αποκλίνοντα από τα κοινά δημόσιο χαρακτήρα. Εδώ εντοπίζεται στοιχείο προστιθεμένης αξίας για την έκδοση.
* Η Άλκηστις Σουλογιάννη είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, κριτικός βιβλίου. Έχει δημοσιεύσει φιλολογικά και κριτικά κείμενα σε αυτοτελείς εκδόσεις, καθώς και σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε εφημερίδες και στην ιστοσελίδα www.bookpress.gr. Έχει δώσει διαλέξεις σε Τμήματα Νεοελληνικών Σπουδών Πανεπιστημίων Ρώμης, Κατάνιας, Παλέρμου, Μονάχου, Μαδρίτης, Μόσχας, Αγίας Πετρούπολης, Σόφιας, Ρίγας, Τιφλίδας, Μελβούρνης, Βοστώνης, καθώς και στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Εξάλλου, είναι Διευθύντρια επί τιμή του Υπουργείου Πολιτισμού, στο οποίο υπηρέτησε ως διευθύντρια στις Διευθύνσεις Γραμμάτων, Πολιτιστικής Κίνησης, και Διεθνών Σχέσεων, ενώ παράλληλα δίδαξε στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και στη Διπλωματική Ακαδημία του Υπουργείου Εξωτερικών.