Τετάρτη 31 Μαρτίου 2010

Τα φαγιούμ και οι ψαλμοί.

Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον,
καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ,
λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς,
φωτοδότα,
καὶ σῶσόν με.
(Από τον εσπερινό της Κυριακής των Βαΐων.)

[Πάντοτε σώζει την ποιητική ρητορική ο λανθάνων, ο μη συνειδητός (;), ερωτισμός. Τότε, τα κύρια λογοτεχνικά σχήματα -εδώ η μεταφορά- γίνονται δραστικότερα, αλλά και μειώνονται τα διακοσμητικά: φωτοδότα και η μετοχή κεκοσμημένον τα μόνα επίθετα, και αν συγκρίνουμε με συνήθεις ψαλμούς, θα λέγαμε ότι περιορίζεται και η λεξιθηρία.
Αξίζει με μια μικρή σύνοψη να παρακολουθήσει κανείς τους εσπερινούς της Μεγάλης Εβδομάδος, αν όχι για άλλο λόγο, μόνο για να αντιληφθεί πόσο ρητορική / στατική, πόσο κατώτερη τελικά από τη μεσαιωνική / βυζαντική, με την οποία υποτίθεται ότι διαλέγεται από θέση ισχύος, είναι εκτός από πολύ λίγες εξαιρέσεις η νεοελληνική ποιητική παραγωγή.
Την ίδια αίσθηση, του αναλογικά λιγότερου, που είχα πρόσφατα, όταν μετά την έκθεση Τσαρούχη στο Μουσείο Μπενάκη ξεφύλλιζα ένα άλμπουμ με τα ελληνιστικά φαγιούμ...]