Δεν είναι πολύς καιρός, που φίλος, ειλικρινής φιλαναγνώστης, με παρακάλεσε να διαβάσω "αυτόν τον παράξενο Εβραίο, τον Σίνγκερ", να του εξηγούσα ίσως τι -κατά τη γνώμη μου- του συνέβη και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από τα βιβλία του. Πώς και ένας κόσμος κατά βάσιν μη οικείος στη νεοελληνική τωρινή εμπειρία, τον απορροφούσε τόσο.
Οι ιστορίες των Πολωνοεβραίων, στην Πολωνία μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο, και ύστερα κυρίως στην Αμερική αλλά και αλλού, των ασκεναζίμ Εβραίων, οι οποίοι μιλούν (ή μιλούσαν παλαιότερα) τα γίντις, γλώσσα ή διάλεκτο συντεθειμένη από τα μεσαιωνικά γερμανικά με εβραϊκά και με νεολατινικά στοιχεία, και στην οποία αποκλειστικά εκδίπλωσε το έργο του ο Σίνγκερ. Δεν είχα τελειώσει ούτε το πρώτο διήγημα του τόμου, και ήμουν ήδη συναρπασμένος.
Να βάλω μία τάξη, όμως.
Λίγα βιογραφικά κατ' αρχάς. Ο Ι. Μ. Σίνγκερ γεννήθηκε το 1904 στο Ραζιμίν της Πολωνίας, περιοχή που υπαγόταν τότε στη ρωσική αυτοκρατορία. Ανήκε σε οικογένεια ραβίνων. Το 1935 δημοσίευσε σε συνέχειες το πρώτο του μυθιστόρημα, την ίδια χρονιά μεταναστεύει στις ΗΠΑ, ζει στη Νέα Υόρκη. Γράφει πάντοτε στα γίντις, από το 1936 δημοσιογραφεί, ενώ το 1950 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο στις ΗΠΑ, το "Η οικογένεια Μόσκατ". Το 1957 κυκλοφορεί την πρώτη συλλογή των διηγημάτων του και έκτοτε σχεδόν χρόνο στο χρόνο εναλλάσσει μυθιστορήματα - συλλογές διηγημάτων. Το 1978 τού απονέμεται το βραβείο Νόμπελ. Πεθαίνει στο Μαϊάμι της Φλόριντα, το 1995.
Η συλλογή "Ο θάνατος του Μαθουσάλα" περιλαμβάνει συνολικά 22 διηγήματά του. Πρώτο στοιχείο συνοχής τους ο σταθερός αφηγητής -μας συστήνεται ως ο ίδιος ο Σίνγκερ- (πολλοί από τους πρωταγωνιστές τον επισκέπτονται, περίπου σαν τον καταγραφέα που αποθησαυρίζει τις ιστορίες της κοινότητάς τους, να του καταθέσουν και τη δική τους), ώριμος, οξυδερκής, ανεκτικός, λεπτότατα είρων, και δεύτερο στοιχείο συνοχής η θεματική τους, όπως ο ίδιος τη συνοψίζει στον πρόλογο του βιβλίου (αλλά, παρακαλώ, να διαβαστεί με το δέον υπομειδίαμα): "Αυτούσια η δημιουργία του ανθρώπου αποτέλεσε απογοήτευση για το Θεό. Έπρεπε να καταστρέψει το ίδιο του το αριστούργημα, το οποίο είχε διαφθαρεί. Σύμφωνα με το Ταλμούδ και το Μιντράς, η διαφθορά ήταν καθαρά σεξουαλική. Ακόμα και τα ζώα είχαν γίνει σεξουαλικά διεστραμμένα..." Στην πραγματικότητα, καταδεικνύει κι ακόμα περισσότερο εξυπονοεί την τεράστια ποικιλία των εκφράσεων, την πέρα από κάθε κατηγοριοποίηση ετερότητα στη συμπεριφορά. Στο "Μεταμφιεσμένο" φέρ' ειπείν, σελ. 56, "η Τεμέρλ (ταξιδεύοντας να βρει τον Πιντσόσλ, τον άντρα της) έμαθε πόσο απέραντος είναι ο κόσμος και πόσο παράξενοι μπορούσαν να γίνουν οι άνθρωποι. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα είχε τους δικούς του πόθους, τα δικά του σχέδια και ενίοτε τη δική του ή τη δική της τρέλα".
Αλλά και ο καθένας, δεν είναι πάντοτε και παντού ο ίδιος. Στο "Ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος", σελ. 70, "ίσως ο Σικλ Γκόρλιτς ήταν (πράγματι και ανάλογα με τις εμφανίσεις του) γίντις συγγραφέας στη Νέα Υόρκη, βουδιστής στην Ινδία και καθολικός ιερέας στο Περού".
Δεξιοτέχνης, παιγνιώδης. Απευθύνεται στον αναγνώστη: (σελ. 67) "Να ξεφύγω λιγάκι από το θέμα;", και μία σελίδα έπειτα "και τώρα πίσω στην ιστορία μας", και παρακάτω μία σελίδα "θέλω εδώ να πω". Γλαφυρός, με λεπτά νεύρα χιούμορ στο σύνολο των κειμένων, ενίοτε πιο ευτράπελος όπως στην ωραία παρωδία "Σάββατο στη Γέεννα", όπου ελευθερόφρονες και αριστεροί στην σαββατιάτικη ανάπαυλα των βασανιστηρίων της κόλασης αποφασίζουν τις πιθανές δράσεις τους (σελ. 208: "άφηνε γενειάδα -όχι κατάλληλη γενειάδα όπως έχουν οι θρησκευόμενοι στον Παράδεισο, αλλά επαναστατική γενειάδα, της οποίας κάθε τρίχα θύμιζε εξέγερση"), ή στο "ο οικογενειακός φίλος" (για τους άντρες που ανέχονται τον εραστή της συζύγου, συναινούν ή και υποθάλπουν τη δημιουργία του τρίο), ο σύζυγος που χάνει τη σύζυγο και φοβάται μη χάσει και τον εραστή, γιατί "δεν πρόκειται να μείνω μόνος για πολύ. Αργά ή γρήγορα θα βρω κάποια. Δε θέλω να σας χάσω και τους δυο" (σελ. 28). Πολλά από τα διηγήματα καταγίνονται με το ...ανέφικτο της ερωτικής πίστης, παρά την εβραϊκή παροιμιώδη φράση, κάθε τόσο, γι' αυτόν ή γι' αυτήν, που "έχει ένα Θεό και μία ή ένα σύζυγο".
Ο Σίνγκερ σχεδόν εφευρίσκει τον κόσμο των Πολωνοεβραίων, περίπου σαν ένα ιδιοφυές προσωπικό μυθικό σύμπαν. Όπως ο Καβάφης την ελληνιστική Αλεξάνδρεια. Δεν ξέρουμε καν αν του αρέσει. Το σίγουρο είναι πως του χρησιμεύει. Ούτε εκπροσωπεί τους Πολωνοεβραίους ούτε τους μυθοποιεί, δεν είναι κάποιος εθνικός λογοτέχνης, και πολύ συχνά στέκεται έντονα κριτικός απέναντί τους ("Οι δρομείς του πουθενά"). Η εβραϊκή ταυτότητα όπως κάθε ταυτότητα είναι ρούχο περισσότερο, εν προκειμένω ένα σύνολο πραγματολογικών στοιχείων που γνωρίζει άριστα, τον διευκολύνουν, (και τα μεταχειρίζεται σε τελική ανάλυση κυρίως σαν στοιχεία μαγικά, απόδειξη ότι σπάνια χρειάζεται ο αναγνώστης το επίμετρο, προκειμένου να κατανοήσει το κείμενο), και βέβαια εκεί που πραγματικά εστιάζει είναι στο εκάστοτε αξιοπερίεργο ον, το γυμνό, το κάτω από το ρούχο. Η αναφορά του στα γίντις, για παράδειγμα: στο "Μάτι της πύλης" ο Σλόμο, αφότου καταλήξει μετανάστης στην Αμερική, καθημερινά μετά τη σκληρή δουλειά, αγαπά να πηγαίνει στο θέατρο, αλλά μόνο το γίντις θέατρο, παραστάσεις με δραματοποιημένες ιστορίες της Βίβλου στα γίντις, ή στο "Ταφή στη θάλασσα", σελ. 32: "Και τα γίντις της! Λαμπρή γλώσσα. Σου ερχόταν να φιλήσεις κάθε της λέξη". Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Μετά τα εγκλήματα και τον παραλογισμό του 20ού αιώνα, ο Θεός είναι δύσκολα πιστευτό ότι υπάρχει, κι ένα από τα πρόσωπα των διηγημάτων θα πιστέψει στο Θεό, μόνο γιατί τυχαία συνάντησε τον Σίνγκερ και άρα οι ταλαιπωρίες της ζωής του, ως υλικό αφήγησης πια ενός συγγραφέα, θα αποκτούσαν ένα σκοπό, ένα νόημα (σελ. 121), αλλά και για την ελευθερία, σελ. 141: "ο άνθρωπος δεν έχει περισσότερη ελευθερία από τον κοριό." Και τα πράγματα δεν είναι καλύτερα ούτε στην τέχνη (σελ.95): "Τι μπορεί να κάνει η ποίηση; Τίποτα. Υπήρξαν αρκετοί ποιητές ανάμεσα στους ναζί. Τη μέρα άρπαζαν παιδιά από τις κούνιες τους και τα έκαιγαν και τη νύχτα έγραφαν ποιήματα. Πίστεψέ με αυτές οι δύο πράξεις δεν αντιφάσκουν. Κάθε άλλο." Αλλά και παρακάτω (σελ.141): "όταν η λογοτεχνία εισχωρεί βαθιά σε εξηγήσεις και ερμηνείες, γίνεται πληκτική και κάλπικη."
Προς το τέλος (σελ. 237), συμπυκνώνει νηφάλια - στοχαστικά: "ο Θεός είχε χαρίσει στους γιους του Αδάμ αφθονία φιλαυτίας, το επισφαλές δώρο της λογικής, καθώς και τις ψευδαισθήσεις του χρόνου και του χώρου, με καμιά αίσθηση σκοπού και δικαίου."
Να σημειωθεί η φροντισμένη έκδοση και γλώσσα της μετάφρασης.
(Εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση από τα αγγλικά Ιλάειρα Διονυσοπούλου, σελ. 241, 2005.)
Οι ιστορίες των Πολωνοεβραίων, στην Πολωνία μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο, και ύστερα κυρίως στην Αμερική αλλά και αλλού, των ασκεναζίμ Εβραίων, οι οποίοι μιλούν (ή μιλούσαν παλαιότερα) τα γίντις, γλώσσα ή διάλεκτο συντεθειμένη από τα μεσαιωνικά γερμανικά με εβραϊκά και με νεολατινικά στοιχεία, και στην οποία αποκλειστικά εκδίπλωσε το έργο του ο Σίνγκερ. Δεν είχα τελειώσει ούτε το πρώτο διήγημα του τόμου, και ήμουν ήδη συναρπασμένος.
Να βάλω μία τάξη, όμως.
Λίγα βιογραφικά κατ' αρχάς. Ο Ι. Μ. Σίνγκερ γεννήθηκε το 1904 στο Ραζιμίν της Πολωνίας, περιοχή που υπαγόταν τότε στη ρωσική αυτοκρατορία. Ανήκε σε οικογένεια ραβίνων. Το 1935 δημοσίευσε σε συνέχειες το πρώτο του μυθιστόρημα, την ίδια χρονιά μεταναστεύει στις ΗΠΑ, ζει στη Νέα Υόρκη. Γράφει πάντοτε στα γίντις, από το 1936 δημοσιογραφεί, ενώ το 1950 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο στις ΗΠΑ, το "Η οικογένεια Μόσκατ". Το 1957 κυκλοφορεί την πρώτη συλλογή των διηγημάτων του και έκτοτε σχεδόν χρόνο στο χρόνο εναλλάσσει μυθιστορήματα - συλλογές διηγημάτων. Το 1978 τού απονέμεται το βραβείο Νόμπελ. Πεθαίνει στο Μαϊάμι της Φλόριντα, το 1995.
Η συλλογή "Ο θάνατος του Μαθουσάλα" περιλαμβάνει συνολικά 22 διηγήματά του. Πρώτο στοιχείο συνοχής τους ο σταθερός αφηγητής -μας συστήνεται ως ο ίδιος ο Σίνγκερ- (πολλοί από τους πρωταγωνιστές τον επισκέπτονται, περίπου σαν τον καταγραφέα που αποθησαυρίζει τις ιστορίες της κοινότητάς τους, να του καταθέσουν και τη δική τους), ώριμος, οξυδερκής, ανεκτικός, λεπτότατα είρων, και δεύτερο στοιχείο συνοχής η θεματική τους, όπως ο ίδιος τη συνοψίζει στον πρόλογο του βιβλίου (αλλά, παρακαλώ, να διαβαστεί με το δέον υπομειδίαμα): "Αυτούσια η δημιουργία του ανθρώπου αποτέλεσε απογοήτευση για το Θεό. Έπρεπε να καταστρέψει το ίδιο του το αριστούργημα, το οποίο είχε διαφθαρεί. Σύμφωνα με το Ταλμούδ και το Μιντράς, η διαφθορά ήταν καθαρά σεξουαλική. Ακόμα και τα ζώα είχαν γίνει σεξουαλικά διεστραμμένα..." Στην πραγματικότητα, καταδεικνύει κι ακόμα περισσότερο εξυπονοεί την τεράστια ποικιλία των εκφράσεων, την πέρα από κάθε κατηγοριοποίηση ετερότητα στη συμπεριφορά. Στο "Μεταμφιεσμένο" φέρ' ειπείν, σελ. 56, "η Τεμέρλ (ταξιδεύοντας να βρει τον Πιντσόσλ, τον άντρα της) έμαθε πόσο απέραντος είναι ο κόσμος και πόσο παράξενοι μπορούσαν να γίνουν οι άνθρωποι. Κάθε ανθρώπινο πλάσμα είχε τους δικούς του πόθους, τα δικά του σχέδια και ενίοτε τη δική του ή τη δική της τρέλα".
Αλλά και ο καθένας, δεν είναι πάντοτε και παντού ο ίδιος. Στο "Ο κατήγορος και ο κατηγορούμενος", σελ. 70, "ίσως ο Σικλ Γκόρλιτς ήταν (πράγματι και ανάλογα με τις εμφανίσεις του) γίντις συγγραφέας στη Νέα Υόρκη, βουδιστής στην Ινδία και καθολικός ιερέας στο Περού".
Δεξιοτέχνης, παιγνιώδης. Απευθύνεται στον αναγνώστη: (σελ. 67) "Να ξεφύγω λιγάκι από το θέμα;", και μία σελίδα έπειτα "και τώρα πίσω στην ιστορία μας", και παρακάτω μία σελίδα "θέλω εδώ να πω". Γλαφυρός, με λεπτά νεύρα χιούμορ στο σύνολο των κειμένων, ενίοτε πιο ευτράπελος όπως στην ωραία παρωδία "Σάββατο στη Γέεννα", όπου ελευθερόφρονες και αριστεροί στην σαββατιάτικη ανάπαυλα των βασανιστηρίων της κόλασης αποφασίζουν τις πιθανές δράσεις τους (σελ. 208: "άφηνε γενειάδα -όχι κατάλληλη γενειάδα όπως έχουν οι θρησκευόμενοι στον Παράδεισο, αλλά επαναστατική γενειάδα, της οποίας κάθε τρίχα θύμιζε εξέγερση"), ή στο "ο οικογενειακός φίλος" (για τους άντρες που ανέχονται τον εραστή της συζύγου, συναινούν ή και υποθάλπουν τη δημιουργία του τρίο), ο σύζυγος που χάνει τη σύζυγο και φοβάται μη χάσει και τον εραστή, γιατί "δεν πρόκειται να μείνω μόνος για πολύ. Αργά ή γρήγορα θα βρω κάποια. Δε θέλω να σας χάσω και τους δυο" (σελ. 28). Πολλά από τα διηγήματα καταγίνονται με το ...ανέφικτο της ερωτικής πίστης, παρά την εβραϊκή παροιμιώδη φράση, κάθε τόσο, γι' αυτόν ή γι' αυτήν, που "έχει ένα Θεό και μία ή ένα σύζυγο".
Ο Σίνγκερ σχεδόν εφευρίσκει τον κόσμο των Πολωνοεβραίων, περίπου σαν ένα ιδιοφυές προσωπικό μυθικό σύμπαν. Όπως ο Καβάφης την ελληνιστική Αλεξάνδρεια. Δεν ξέρουμε καν αν του αρέσει. Το σίγουρο είναι πως του χρησιμεύει. Ούτε εκπροσωπεί τους Πολωνοεβραίους ούτε τους μυθοποιεί, δεν είναι κάποιος εθνικός λογοτέχνης, και πολύ συχνά στέκεται έντονα κριτικός απέναντί τους ("Οι δρομείς του πουθενά"). Η εβραϊκή ταυτότητα όπως κάθε ταυτότητα είναι ρούχο περισσότερο, εν προκειμένω ένα σύνολο πραγματολογικών στοιχείων που γνωρίζει άριστα, τον διευκολύνουν, (και τα μεταχειρίζεται σε τελική ανάλυση κυρίως σαν στοιχεία μαγικά, απόδειξη ότι σπάνια χρειάζεται ο αναγνώστης το επίμετρο, προκειμένου να κατανοήσει το κείμενο), και βέβαια εκεί που πραγματικά εστιάζει είναι στο εκάστοτε αξιοπερίεργο ον, το γυμνό, το κάτω από το ρούχο. Η αναφορά του στα γίντις, για παράδειγμα: στο "Μάτι της πύλης" ο Σλόμο, αφότου καταλήξει μετανάστης στην Αμερική, καθημερινά μετά τη σκληρή δουλειά, αγαπά να πηγαίνει στο θέατρο, αλλά μόνο το γίντις θέατρο, παραστάσεις με δραματοποιημένες ιστορίες της Βίβλου στα γίντις, ή στο "Ταφή στη θάλασσα", σελ. 32: "Και τα γίντις της! Λαμπρή γλώσσα. Σου ερχόταν να φιλήσεις κάθε της λέξη". Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Μετά τα εγκλήματα και τον παραλογισμό του 20ού αιώνα, ο Θεός είναι δύσκολα πιστευτό ότι υπάρχει, κι ένα από τα πρόσωπα των διηγημάτων θα πιστέψει στο Θεό, μόνο γιατί τυχαία συνάντησε τον Σίνγκερ και άρα οι ταλαιπωρίες της ζωής του, ως υλικό αφήγησης πια ενός συγγραφέα, θα αποκτούσαν ένα σκοπό, ένα νόημα (σελ. 121), αλλά και για την ελευθερία, σελ. 141: "ο άνθρωπος δεν έχει περισσότερη ελευθερία από τον κοριό." Και τα πράγματα δεν είναι καλύτερα ούτε στην τέχνη (σελ.95): "Τι μπορεί να κάνει η ποίηση; Τίποτα. Υπήρξαν αρκετοί ποιητές ανάμεσα στους ναζί. Τη μέρα άρπαζαν παιδιά από τις κούνιες τους και τα έκαιγαν και τη νύχτα έγραφαν ποιήματα. Πίστεψέ με αυτές οι δύο πράξεις δεν αντιφάσκουν. Κάθε άλλο." Αλλά και παρακάτω (σελ.141): "όταν η λογοτεχνία εισχωρεί βαθιά σε εξηγήσεις και ερμηνείες, γίνεται πληκτική και κάλπικη."
Προς το τέλος (σελ. 237), συμπυκνώνει νηφάλια - στοχαστικά: "ο Θεός είχε χαρίσει στους γιους του Αδάμ αφθονία φιλαυτίας, το επισφαλές δώρο της λογικής, καθώς και τις ψευδαισθήσεις του χρόνου και του χώρου, με καμιά αίσθηση σκοπού και δικαίου."
Να σημειωθεί η φροντισμένη έκδοση και γλώσσα της μετάφρασης.
(Εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση από τα αγγλικά Ιλάειρα Διονυσοπούλου, σελ. 241, 2005.)