Δεκαέξι διηγήματα περιέχει η παλιά αυτή συλλογή. Παρούσες κι εδώ όλες οι αρετές του Σίνγκερ: συναρπαστικός, κατ' επίφαση μόνο ηθογραφικός, του αρκούν μια - δυο προτάσεις από την πρώτη παράγραφο κιόλας και ιλιγγιωδώς κατεβάζει σε βάθη που κόβουν την ανάσα, με στιγμές χιούμορ στο κοκτέιλ της ειρωνείας και της γλαφυρότητας, το χαρακτηριστικά -νομίζω- εβραϊκό, τυπικά για να αφηγηθεί ιστορίες Πολωνοεβραίων πριν ή μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ουσιαστικά για να εξιστορήσει την πέρα από τις όποιες ειδικές συνθήκες ανθρώπινη περιπέτεια, με λίγα λόγια ο συγγραφέας που οικονομεί στέρεη, άρτια, μεγάλη λογοτεχνία.
Ο αφηγητής δεν είναι σταθερά ο ίδιος και στα δεκάξι διηγήματα. Στη "Διάλεξη" είναι ο γίντις συγγραφέας "κύριος Ν.", στο "Κικιρίκου" ένας ...πετεινός, απόγονος του πετεινού που κούρνιαζε στο θρόνο του βασιλιά Σολομώντα, στο "Ζέιτλ και Ρίκελ" είναι γένους θηλυκού, μία μαθήτρια της Ζέιτλ, όπως γυναίκα αφηγείται και τη "Βελόνα", ενώ στα "Δύο πτώματα πηγαίνουν για χορό" -σαν να μην τρέχει τίποτα- ο ίδιος ο διάβολος, στα υπόλοιπα δε μας συστήνεται, αν και στο "Χέννε Φωτιά", μ' έναν άμεσο, προφορικό τόνο, τάχα του διαφεύγει μια λαθραία παρουσία (σελ. 158): "για ποιον νομίζετε πως ήταν το γράμμα; Για τη Χέννε. Μπορούσε να υπογράψει τ' όνομά της, όσο εγώ να χορέψω καντρίλιες".
Ειρωνεία, άλλοτε αδιόρατη, π.χ. στη "Σεάνς", σελ. 21: "γελάς, ε; Δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει. Ζούμε για πάντα κι αγαπάμε για πάντα. Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια", ή στο "Κικιρίκου", σελ. 103: "Έχετε την αιωνιότητα πίσω σας και την αιωνιότητα μπροστά σας. Θα περάσετε από πολλές ζωές. Αν ξέρατε τι σας περιμένει, θα πεθαίνατε απ' τη χαρά σας", άλλοτε με περισσότερο χιούμορ, π.χ. στο "Γκέτζελ ο πίθηκος" σελ. 165: "οι άνθρωποι εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένοι να υπηρετούν. Όταν δεν υπηρετούσαν το Θεό, υπηρετούσαν τ' αφεντικά", ή στην "Καρφίτσα" σελ. 237: "φορούσε παντελόνια ιππασίας και μπότες σφιχτές πάνω, που τον έκαναν να μοιάζει με αλλόθρησκο. Οι Πολωνοί πίστευαν πως ένας Εβραίος δεν μπορούσε να χωρέσει τα πόδια του σε τέτοιες μπότες, επειδή οι Εβραίοι είχαν πάντα πόδια φαρδιά κι όχι μακρόστενα". Χιούμορ που μπορεί να δώσει και σελίδες καθαρής παρωδίας, όπως στην "Αποθήκη", που μου θύμιζε πολύ τους νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού.
Αλλά δεν είναι μόνο γλαφυρός. "Ζούμε σ' έναν εγκατελειμμένο κόσμο! Ουράνιε Πατέρα, είσαι σφαγέας! Είσαι σφαγέας κι Άγγελος Θανάτου. Ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα σφαγείο!" (σελ. 34), φωνάζει ο δυστυχισμένος Γιόινε Μεγίρ στο "Σφαγέα", και (σελ. 72) τους δρόμους και τις συντροφιές του Σίπλοβτς θα τους στοιχειώνει σαν μακρινή, απόκοσμη φιγούρα "ο νεκρός βιολιστής". Κι όσο απομακρύνεται το τρένο από τη Νέα Υόρκη προς το Μόντρεαλ, κι ύστερα στο σταθμό και στο φτωχόσπιτο της κουτσής Πολωνοεβραίας που παρέλαβε από τον καθυστερημένο συρμό το γίντις συγγραφέα κύριο Ν. ("Η διάλεξη"), τόσο ο χρόνος γλιστράει, υποχωρεί, ο τόπος γίνεται η Πολωνία της μνήμης, με το χιόνι, με τον πάγο, με τη φτώχεια και με το θάνατο.
Ο Σίνγκερ ανάμεσα στα πολλά που καταφέρνει, νομίζω το πιο σημαντικό, και που τον καθιστά και παγκόσμιο και επί της ουσίας έναν πολύ σύγχρονο συγγραφέα, είναι ότι καταγράφει τη ζωή ή τον κόσμο σαν ένα φρενήρη και χαώδη μηχανισμό πολλαπλασιασμού της ετερότητας, της διαφοράς, της ποικιλότητας. Ο κανόνας, φαίνεται να πιστεύει, είναι ότι μερικές από τις απειράριθμες έτσι κι αλλιώς εξαιρέσεις, από μακριά κάπως σαν να μοιάζουν ομοειδείς. Ακόμα και η ολότελα σπάνια εξαίρεση υπάγεται και αυτή στο ρυθμό της ζωής: ποικίλες μορφές που συνδιαλέγονται θεσπίζοντας εξίσου πολλούς και ποικίλους τρόπους επικοινωνίας. Άλλωστε υπάρχει ένα ασυμπίεστο στην έκφραση της ατομικότητας. Κανείς, όσο κι αν πειστεί και συναινέσει, δε θα μπορέσει ποτέ να ξεριζώσει από τη ρίζα της την όποια διαφορά του ("Ο σφαγέας"). Κι όπως αποφθεγματικά το διατυπώνει στον "Επιστολογράφο", σελ. 288: "κάθε άνθρωπος είναι κι ένα νέο πείραμα στο εργαστήριο του Θεού".
(Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ: Ο λογοκλόπος και άλλα διηγήματα, μετάφραση Γρηγόρης Αζαριάδης - Α. Χριστοφορίδης, εκδόσεις Γράμματα 1981, σελ. 293.)
Ο αφηγητής δεν είναι σταθερά ο ίδιος και στα δεκάξι διηγήματα. Στη "Διάλεξη" είναι ο γίντις συγγραφέας "κύριος Ν.", στο "Κικιρίκου" ένας ...πετεινός, απόγονος του πετεινού που κούρνιαζε στο θρόνο του βασιλιά Σολομώντα, στο "Ζέιτλ και Ρίκελ" είναι γένους θηλυκού, μία μαθήτρια της Ζέιτλ, όπως γυναίκα αφηγείται και τη "Βελόνα", ενώ στα "Δύο πτώματα πηγαίνουν για χορό" -σαν να μην τρέχει τίποτα- ο ίδιος ο διάβολος, στα υπόλοιπα δε μας συστήνεται, αν και στο "Χέννε Φωτιά", μ' έναν άμεσο, προφορικό τόνο, τάχα του διαφεύγει μια λαθραία παρουσία (σελ. 158): "για ποιον νομίζετε πως ήταν το γράμμα; Για τη Χέννε. Μπορούσε να υπογράψει τ' όνομά της, όσο εγώ να χορέψω καντρίλιες".
Ειρωνεία, άλλοτε αδιόρατη, π.χ. στη "Σεάνς", σελ. 21: "γελάς, ε; Δεν υπάρχει θάνατος, δεν υπάρχει. Ζούμε για πάντα κι αγαπάμε για πάντα. Αυτή είναι η καθαρή αλήθεια", ή στο "Κικιρίκου", σελ. 103: "Έχετε την αιωνιότητα πίσω σας και την αιωνιότητα μπροστά σας. Θα περάσετε από πολλές ζωές. Αν ξέρατε τι σας περιμένει, θα πεθαίνατε απ' τη χαρά σας", άλλοτε με περισσότερο χιούμορ, π.χ. στο "Γκέτζελ ο πίθηκος" σελ. 165: "οι άνθρωποι εκείνη την εποχή ήταν συνηθισμένοι να υπηρετούν. Όταν δεν υπηρετούσαν το Θεό, υπηρετούσαν τ' αφεντικά", ή στην "Καρφίτσα" σελ. 237: "φορούσε παντελόνια ιππασίας και μπότες σφιχτές πάνω, που τον έκαναν να μοιάζει με αλλόθρησκο. Οι Πολωνοί πίστευαν πως ένας Εβραίος δεν μπορούσε να χωρέσει τα πόδια του σε τέτοιες μπότες, επειδή οι Εβραίοι είχαν πάντα πόδια φαρδιά κι όχι μακρόστενα". Χιούμορ που μπορεί να δώσει και σελίδες καθαρής παρωδίας, όπως στην "Αποθήκη", που μου θύμιζε πολύ τους νεκρικούς διαλόγους του Λουκιανού.
Αλλά δεν είναι μόνο γλαφυρός. "Ζούμε σ' έναν εγκατελειμμένο κόσμο! Ουράνιε Πατέρα, είσαι σφαγέας! Είσαι σφαγέας κι Άγγελος Θανάτου. Ο κόσμος ολόκληρος είναι ένα σφαγείο!" (σελ. 34), φωνάζει ο δυστυχισμένος Γιόινε Μεγίρ στο "Σφαγέα", και (σελ. 72) τους δρόμους και τις συντροφιές του Σίπλοβτς θα τους στοιχειώνει σαν μακρινή, απόκοσμη φιγούρα "ο νεκρός βιολιστής". Κι όσο απομακρύνεται το τρένο από τη Νέα Υόρκη προς το Μόντρεαλ, κι ύστερα στο σταθμό και στο φτωχόσπιτο της κουτσής Πολωνοεβραίας που παρέλαβε από τον καθυστερημένο συρμό το γίντις συγγραφέα κύριο Ν. ("Η διάλεξη"), τόσο ο χρόνος γλιστράει, υποχωρεί, ο τόπος γίνεται η Πολωνία της μνήμης, με το χιόνι, με τον πάγο, με τη φτώχεια και με το θάνατο.
Ο Σίνγκερ ανάμεσα στα πολλά που καταφέρνει, νομίζω το πιο σημαντικό, και που τον καθιστά και παγκόσμιο και επί της ουσίας έναν πολύ σύγχρονο συγγραφέα, είναι ότι καταγράφει τη ζωή ή τον κόσμο σαν ένα φρενήρη και χαώδη μηχανισμό πολλαπλασιασμού της ετερότητας, της διαφοράς, της ποικιλότητας. Ο κανόνας, φαίνεται να πιστεύει, είναι ότι μερικές από τις απειράριθμες έτσι κι αλλιώς εξαιρέσεις, από μακριά κάπως σαν να μοιάζουν ομοειδείς. Ακόμα και η ολότελα σπάνια εξαίρεση υπάγεται και αυτή στο ρυθμό της ζωής: ποικίλες μορφές που συνδιαλέγονται θεσπίζοντας εξίσου πολλούς και ποικίλους τρόπους επικοινωνίας. Άλλωστε υπάρχει ένα ασυμπίεστο στην έκφραση της ατομικότητας. Κανείς, όσο κι αν πειστεί και συναινέσει, δε θα μπορέσει ποτέ να ξεριζώσει από τη ρίζα της την όποια διαφορά του ("Ο σφαγέας"). Κι όπως αποφθεγματικά το διατυπώνει στον "Επιστολογράφο", σελ. 288: "κάθε άνθρωπος είναι κι ένα νέο πείραμα στο εργαστήριο του Θεού".
(Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ: Ο λογοκλόπος και άλλα διηγήματα, μετάφραση Γρηγόρης Αζαριάδης - Α. Χριστοφορίδης, εκδόσεις Γράμματα 1981, σελ. 293.)