Έλειπα από το νησί τη μέρα της κηδείας του. Κι ό,τι έχω να πω και το ευχαριστώ μιας ιδιαίτερης οφειλής, ελπίζω να τα σημειώσω όπως ταίριαζαν στον καλό και ξεχωριστό πολίτη της Κω. Με λόγια μετρημένα.
Δημοκράτης και προοδευτικός, υπερήφανος και τίμιος. Και οι τέτοιοι αγαπούν το λόγο, όχι τη ρητορική. Ο Ζαχαρίας Παπαζαχαρίου από συστολή σχεδόν μάσαγε τις συλλαβές, στην αρχή δυσκολευόσουν να ακούσεις τι έλεγε, αλλά μόλις η κουβέντα σιγούρευε το ήθος ή την αναγκαιότητά της, η άρθρωσή του ξεκαθάριζε, η φωνή του δυνάμωνε. Επιστράτευε επιχειρήματα και χιούμορ παλιού διανοουμένου. Κι όταν μετά το 1974 περίσσεψαν στη χώρα και στο νησί οι κατά φαντασίαν δημοκράτες, ο Παπαζαχαρίου, παρόλο που πραγματικός, μακριά από τα διάφορα μεταπολιτευτικά, συνέχιζε στο ταπεινό φωτογραφείο του, εκεί στην Ιπποκράτους. Φωτογραφείο και φωτοτυπείο.
Αλλά για όσους κάτι παραπάνω νιώθαμε, εκείνο το φωτογραφείο ήταν μια στάση άλλης τάξεως. Στο τζάμι του επίπλου, δεξιά όπως έμπαινες στο μαγαζί, κόλλαγε συνήθως φωτογραφίες ή αποφθέγματα που του άρεσαν σε μεγέθυνση. Ένα απ’ αυτά ήταν το «Κάθε τόπος την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας. Εμμ. Ροΐδης». Μου έκανε τόση εντύπωση, που όταν –πρέπει γύρω στο 1977- ήρθε στο πρακτορείο των εφημερίδων σε έκδοση τσέπης Πάπυρος η «Πάπισσα Ιωάννα» το αγόρασα και το διάβασα, με την έξαψη ψυλλιασμένου βέβαια. Χρόνια πολλά αργότερα, όταν έπρεπε σε μια ώρα να αποφασίσω θέμα και περιεχόμενο σ’ ένα μονόλογο για τον Φασουλή, το μυαλό μου εύλογα έτρεξε αμέσως στον πνευματώδη Ροΐδη.
Δεν ξέρω αν κατάφερε ποτέ κανείς τίποτα περισσότερο απ’ το να περπατάει ένα κομμάτι γης, μέχρι να φτιάξει απ’ τα πολλά του βήματα ένα μονοπάτι, -μικρότερο ή μεγαλύτερο.
Το μονοπάτι αυτού του ανθρώπου, γιατί εν πολλοίς είχε να κάνει με το δημόσιο ήθος, ήθελα δημόσια να πω ότι το εκτιμούσα όσο πολύ λίγα στο νησί.
Δημοκράτης και προοδευτικός, υπερήφανος και τίμιος. Και οι τέτοιοι αγαπούν το λόγο, όχι τη ρητορική. Ο Ζαχαρίας Παπαζαχαρίου από συστολή σχεδόν μάσαγε τις συλλαβές, στην αρχή δυσκολευόσουν να ακούσεις τι έλεγε, αλλά μόλις η κουβέντα σιγούρευε το ήθος ή την αναγκαιότητά της, η άρθρωσή του ξεκαθάριζε, η φωνή του δυνάμωνε. Επιστράτευε επιχειρήματα και χιούμορ παλιού διανοουμένου. Κι όταν μετά το 1974 περίσσεψαν στη χώρα και στο νησί οι κατά φαντασίαν δημοκράτες, ο Παπαζαχαρίου, παρόλο που πραγματικός, μακριά από τα διάφορα μεταπολιτευτικά, συνέχιζε στο ταπεινό φωτογραφείο του, εκεί στην Ιπποκράτους. Φωτογραφείο και φωτοτυπείο.
Αλλά για όσους κάτι παραπάνω νιώθαμε, εκείνο το φωτογραφείο ήταν μια στάση άλλης τάξεως. Στο τζάμι του επίπλου, δεξιά όπως έμπαινες στο μαγαζί, κόλλαγε συνήθως φωτογραφίες ή αποφθέγματα που του άρεσαν σε μεγέθυνση. Ένα απ’ αυτά ήταν το «Κάθε τόπος την πληγήν του, η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας. Εμμ. Ροΐδης». Μου έκανε τόση εντύπωση, που όταν –πρέπει γύρω στο 1977- ήρθε στο πρακτορείο των εφημερίδων σε έκδοση τσέπης Πάπυρος η «Πάπισσα Ιωάννα» το αγόρασα και το διάβασα, με την έξαψη ψυλλιασμένου βέβαια. Χρόνια πολλά αργότερα, όταν έπρεπε σε μια ώρα να αποφασίσω θέμα και περιεχόμενο σ’ ένα μονόλογο για τον Φασουλή, το μυαλό μου εύλογα έτρεξε αμέσως στον πνευματώδη Ροΐδη.
Δεν ξέρω αν κατάφερε ποτέ κανείς τίποτα περισσότερο απ’ το να περπατάει ένα κομμάτι γης, μέχρι να φτιάξει απ’ τα πολλά του βήματα ένα μονοπάτι, -μικρότερο ή μεγαλύτερο.
Το μονοπάτι αυτού του ανθρώπου, γιατί εν πολλοίς είχε να κάνει με το δημόσιο ήθος, ήθελα δημόσια να πω ότι το εκτιμούσα όσο πολύ λίγα στο νησί.