Φεστιβάλ Delta Tejo, Alto da Ajuda, Monsanto, Lisboa, 4 Ιουλίου του 2010, γύρω στις 2230. Ο Μαρτίνιου ντα Βίλα. Δεν τον αναγγέλλει κανείς, βγαίνει στη σκηνή από την άκρη, τις ελάχιστες στιγμές μέχρι να εμφανιστεί η φιγούρα του στις γιγαντοοθόνες, δεν τον αντιλαμβανόμαστε, μόνος, κουβεντούλα, τραγουδάει a cappella. Άσπρο, άνετο παντελόνι και σακάκι, σαγιονάρες, t-shirt μαύρο, εμφανές σταυρουδάκι στο λαιμό, γυαλιά με λεπτό σκελετό, καπελάκι με γείσο, γενάκια και μαλλιά αραιά, o mais lindo avô do mundo / ο πιο όμορφος παππούς του κόσμου, αλλά ποιος παππούς, στα 72 του, με τη γοητεία και τη χάρη αυτών που δε γερνάνε. Του πετούν ένα διαφημιστικό καπελάκι, βγάζει το δικό του, φοράει το διαφημιστικό. Ανάλαφρος και βαθύς, μόνος στην άκρη του δρόμου αλλά και στο κέντρο μεγάλης παρέας σε τραπέζι, ψιθυρίζει, τραγουδάει, λικνίζεται, κόκκαλα και σώμα σαν από έναν καλύτερο πλανήτη. Χορεύει μαλακά o samba, σκέφτομαι: το ανάλογο σε σκηνικό καλλιτέχνη του Jorge Amado. Μας θυμίζει το απόφθεγμα της ζωής του: fazer tudo devagar, να τα κάνεις όλα αργά / χαλαρά, κι ύστερα μας τραγουδά devagar, devagar, devagarinho: αργά, αργά, …αργούτσικα (και το –d- βραζιλιάνικο, παρακαλώ: -dz-, dzεβαγκάρ, dzεβαγκάρ, dzεβαγκαρίνιου)… Ένα πλήθος, μπορεί πέντε χιλιάδες νεαρόκοσμος, απογειώνεται. Στο τέλος μπιζάρουν τρελαμένοι, εκείνος επιστρέφει στη σκηνή, τώρα με το έξοχο mulheres: γυναίκες (μουλιέρες) και με την άλλη μεγάλη επιτυχία του, το Madalena.
Γοητεία, αλήθεια, συγκίνηση: τα δώρα της τέχνης, βέβαια.