Ο Γ. Ι. γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Νοεμβρίου του 1927. Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, ο πατέρας του εργαζόταν μηχανοδηγός στους σιδηρόδρομους. Ο Γιώργος (Σορολόπης του) Ιωάννου άλλαξε επισήμως το όνομά του σε Γιώργο Ιωάννου, επέλεξε δηλαδή για επίθετο το πατρώνυμό του. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., εργάστηκε στην ιδιωτική και αργότερα δημόσια μέση εκπαίδευση. Εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές και σταδιακά από το 1961 στράφηκε προς την πεζογραφία. Μοίρασε το ώριμο συγγραφικό του έργο σε πεζά (διηγήματα / πεζογραφήματα), χρονογραφήματα, μεταφράσεις, δοκίμια, λαογραφικού ενδιαφέροντος ποικίλες εργασίες. Λόγω των επιπλοκών μιας απλής εγχείρισης προστάτη, πέθανε στις 16 Φεβρουαρίου του 1985, σε ηλικία 58 χρόνων.
Τον Γ. Ι. θα πρέπει να τον διάβαζα ήδη το 1979, -θυμάμαι να μου είναι γνώριμος όταν τον άκουγα σε μαγνητοφωνημένα ρεπορτάζ από διαλέξεις του, στα «Καθημερινά», την εκπομπή του Άρη Δαβαράκη και της συχωρεμένης Μαρίκας Τζιραλίδου στο Τρίτο του Μάνου Χατζιδάκι.
Νομίζω από τότε θαύμαζα το ύφος, τη γλώσσα του, και θα πρέπει να ήταν ένας λόγος αυτός ο θαυμασμός -ανάμεσα σε άλλους- που ακολουθώντας το δικό του δρόμο άλλαξα την κατεύθυνση των σπουδών μου το 1982. Επίσης, το 1986, στην επί πτυχίω εργασία μου στην υφογλωσσολογία του Μπαμπινιώτη, όλα τα παραδείγματα τα είχα αντλήσει από τον Επιτάφιο Θρήνο του Γ. Ι.. Ύφος ιδιαίτερα διακριτό: εύπλαστη γλώσσα αρδευόμενη με μικρά σχεδόν δυσδιάκριτα κανάλια από τη μεσαιωνική ή την κλασική ελληνική (και γλώσσα που δεν αποτελεί μια κλειστή λογοτεχνική ιδιόλεκτο), λεπτό χιούμορ, εσωτερικότητα μ’ έναν τόνο μειλιχιότητας στην αφήγηση. Καταγράφει άλλοτε με υπαινικτική αβρότητα άλλοτε με σκληρό ρεαλισμό τη σύγκρουση ανάμεσα στη νεωτερική ατομικότητα και την παλιά συλλογικότητα (και η μία και η άλλη πολλαπλά λαβωμένες στη μεταπολεμική Ελλάδα). Αφήγηση ολότελα υποκειμενική, από την οπτική ενός μόνο προσώπου, συνήθως του α’, σπάνια του β’ ή του γ’. Αναπτύσσονται εμβόλιμες σκέψεις, συναισθήματα, ποικίλα σχόλια. Δίχως σταθερή γραμμική εξέλιξη στον άξονα του χρόνου, με πολλές άτακτες αναδρομές. Συχνή η πύκνωση ή η κορύφωση στο κέντρο της παραγράφου. Όσο για τη βιωματικότητα στο έργο του, αυτή, κατά δήλωση του ίδιου, είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν λογοτεχνικής διεργασίας.
Είναι δύσκολο να συμπεριλάβω σε λίγες γραμμές ένα τόσο μοναδικό και πλούσιο έργο. Προϋποθέτει εμβριθή και πολύ χρονοβόρα φιλολογική μελέτη, που δεν είναι και η πρόθεσή μου. Να πω μόνο -ύστερα από τόσα χρόνια ξαναδιαβάζοντας τον Γ. Ι.- ότι επιβεβαίωσα δυο παλιότερες σκέψεις μου: α) ότι ο «Επιτάφιος θρήνος» συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή, τα πιο οικεία μου αναγνώσματα και β) ότι κανενός άλλου νεοέλληνα συγγραφέα δεν εντοπίζω ευκρινέστερα τα ίχνη στα γραπτά μου όσο του Γιώργου Ιωάννου.
Μερικά αποσπάσματα:
[Για ένα φιλότιμο]
Στα καμένα, σελ. 44, (λόγω της πείνας της κατοχής): «Ακόμα θυμάμαι πόσο σιγανά περπατούσε ο κόσμος απ’ την αδυναμία.» Και στην κατακλείδα, σελ. 47-48: «Κάθε φορά που πέφτει ομίχλη ή είναι σκοτεινά, κατεβαίνω και γυρίζω σαν τρελός στις πιο σκοτεινές πλατείες. Τώρα πια θαρρείς και ζητάω μονάχος μου να χαθώ μες στα σκοτάδια. Η νύχτα είναι κάτι σαν ομίχλη ∙ χάνεις το σπίτι σου, τα χάνεις όλα. Είναι φορτωμένη ηλεκτρισμό. Λες λόγια χωρίς να έχεις πιει, κάνεις τολμήματα, προβαίνεις σε ομολογίες. Απορείς με τα ερείπια την άλλη μέρα.»
Κρεβάτι, σελ. 147, (η μέρα που μαζεύουν τους εβραίους): «Άνεμος άγριος σαρώνει μες στη μνήμη μου εκείνη την Εγνατία.»
[Η Σαρκοφάγος]
Η μεγαλοκόρη, σελ. 109, (εισαγωγική παράγραφος): «Όταν πέθανε η μεγαλοκόρη, την έβγαλαν σέρνοντας απ’ το κοτέτσι, έβαλαν τρεις σανίδες πάνω σε δυο σιδερένια στριπόδια και την ξάπλωσαν σεμνά κάτω απ’ τη βερικοκιά της ξένης πια αυλής. Στα ξεθωριασμένα μαύρα φορέματά της ξεχώριζα χώματα και λάσπες απ’ το σούρσιμο, καθώς κοίταζα στην αυλή τους απ’ το καφασωτό παραθυράκι της θειας μου. Μ’ εμπόδιζε, είναι αλήθεια, κάπως η ασύστολα ανθισμένη βερικοκιά. Αλλά ήταν άνοιξη και μάλιστα του ’42.»
Ο λογοτιμητής, σελ. 190: «Ο νεαρός χύθηκε σχεδόν γυμνός στο κρεβάτι του. Θα ’ταν κι αυτός αόριστα ερωτευμένος με όλα.»
Ουκ ηπίστατο φεύγειν, σελ. 249: «Παρατηρημένο, τέλος πάντων ∙ όσο πιο ωραία τα μέρη, τόσο χειρότεροι οι άνθρωποι. Έρχονται στιγμές που αυτό μού φαίνεται ισχύει για ολόκληρη την Ελλάδα.»
Και, στο ίδιο, σελ. 254, ένα χαρακτηριστικό δείγμα χιούμορ του Ιωάννου: «Μνάμ’ εμι Πυρριάδα, ος ουκ ηπίστατο φεύγειν, / αλλ’ αύθε περ γας τάσδε πολλόν αριστεύων έθανε. Είμαι το μνήμα του Πυρριάδη, ο οποίος δεν ήξερε να το βάζει στα πόδια, / αλλά εδώ σ’ αυτή τη γη με πολλή ανδρεία πολεμώντας σκοτώθηκε.
Έτσι λοιπόν ο φίλος μας ο Πυρριάδης ∙ ουκ ηπίστατο φεύγειν. Ενώ εγώ επίσταμαι και παραεπίσταμαι. Ήταν γενναίος ο Πυρριάδης, ωραίος ίσως, και θα τον εγκατέλειψαν οι συμπατριώτες του μπροστά στον εχθρό, γι’ αυτό κι οι δικοί του χάραξαν αυτή τη μπηχτή. Ουκ ηπίστατο ο Πυρριάδης – οι συμπολεμιστές του άρα ηπίσταντο φεύγειν.»
[Η μόνη κληρονομιά]
Η μόνη κληρονομιά, σελ. 281: «Αν δεν ήταν τα παιδιά τους, θα ’λεγε κανείς πως σχέση ερωτική δεν είχαν αυτές με τους ανδράδες τους. Κι όμως κάποιες κιτρινισμένες και σπασμένες στις άκρες φωτογραφίες, μέσα στις φτωχικές μαύρες τσάντες τους, μαζί με τρίμματα από αντίδωρο, σταυρολούλουδα και πενηνταράκια για το δίσκο της εκκλησίας, έδειχναν κάτι παλίκαρους, που θα πρέπει να ’χαν ξεσηκώσει στον καιρό τους ακατανίκητα πάθη και να ’χαν αποδώσει πολύ ερωτικά.»
(Παρεμπιπτόντως, Η μόνη κληρονομιά που του αφήνουν οι άντρες πρόγονοί του - ισχυρίζεται ο συγγραφέας το 1973-, είναι ότι όντες υγιείς και γεροί ξαφνικά πεθαίνουν ανάμεσα στα πενήντα και τα εξήντα χρόνια τους. Και παρά τη γλαφυρότητα του ύφους, εντέλει προφητικό το αφήγημα…)
Ο παλιός αέρας, σελ. 390: «Το στροβίλισμα το ’νιωσα όσο ποτέ άλλοτε, όταν την τελευταία Μεγάλη Παρασκευή της σκλαβιάς ο διάκος διάβαζε απ’ τον άμβωνα την ευαγγελική περικοπή τη σχετική με το θάνατο του Χριστού: ‘Ο δε Ιησούς πάλιν κράξας φωνή μεγάλη αφήκεν το πνεύμα…». Νόμιζα πως φυσούσε δυνατά μες στην εκκλησία κι ανεμίζονταν όλα κατά μια μεριά. Τα κουρέλια των πιστών, τα κιονόκρανα με την πριονωτή άκανθα, το ψηφιδωτό του τρούλου με τα δέντρα, τα φυτά και τους γεροδεμένους Αποστόλους απ’ ανάμεσα, μ’ εκείνα τα δυνατά μεριά των δρομέων, τα πλούσια ξανθά γένεια του διάκου, που αργότερα πέταξε τα ράσα σαν τέλειωσε την ιατρική. Όταν κάποτε σταμάτησε ο αέρας, η πρωινή Ακολουθία κόντευε να τελειώσει.»
[Το δικό μας αίμα]
(Το τοπίο της πόλης, της Θεσσαλονίκης, η πόλη και ο συγγραφέας.)
Η πλατεία του αγίου Βαρδαρίου, σελ. 32: «Όλα αυτά, έτσι καθώς περπατάς, σε χτίζουνε μέσα σε μια φορητή απομόνωση, που θαρρείς πως θα κρατήσει για πάντα.» Και, σελ. 38-39: «Τα τελευταία υπολείμματα της ζωηράδας και της ξενοιασιάς εξαφανίζονται εκεί γύρω στις παραμονές της μεταξικής δικτατορίας. Από κει και ύστερα η πόλη χάνει ραγδαία το κοσμοπολίτικο χρώμα της, χάνει τους άδηλους πόρους του κεφιού της, αρχίζει ν’ αναδίδει βλάχικες ξινίλες και οσμές, εντάσσεται, επιτέλους στο παλιολλαδίτικο σύστημα της κουτοπονηριάς και της μιζέριας.»
Με τα σημάδια της πάνω μου, σελ. 173: «Παρομοιάζω το σώμα μου με την πόλη αυτή –είναι άλλωστε η γενέτειρά μου και προς αυτήν πάντοτε κατατείνω. Τόσο τυραννικά διακατέχομαι, ώστε, πράγμα αστείο ίσως, νιώθω καμιά φορά να χαράζεται η τοπογραφία της απάνω μου, με τα σημάδια της, τα σχήματα και τα χρώματά της.»
[Επιτάφιος θρήνος]
Το τραπέζι της εκκλησίας, σελ. 54 (από την προτελευταία παράγραφο, αποτελούμενη από δύο τεράστιες περιόδους, εδώ η δεύτερη / μικρές φράσεις – προτάσεις που σταδιακά πυκνώνουν, οδηγούν σε κορύφωση περί το κέντρο <να το γλείφει ακόμα ως κυνάριον με τη γλωσσάρα του/ σύζευξη του λόγιου υποκοριστικού με το νεότερο μεγεθυντικό, και έπειτα πάλι κλιμακωτά αραιώνουν, μέχρι την κατακλείδα – τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα, που και συμπυκνώνει όλο το νόημα της περιόδου): «Αργά τη νύχτα βρήκε πάλι το τραπέζι στο υπερώο του, μα δεν το φόρτωσε με τίποτε, ούτε μ’ ένα χαρτάκι, δεν ήταν πια τραπέζι αυτό, ήταν το στήριγμά του, κι όλο το κοίταζε να διακρίνει πάνω του κάποιον λεκέ, μα το είχαν σφουγγαρίσει, όπως φαίνεται, κάνανε δηλαδή και πάλι το χειρότερο, εξάλειψαν τα πάντα, σαν να μην είχε γίνει, να μην είχε τελειώσει, τίποτε, θέλαν να συνεχίσουν αιωνίως έτσι, μα τώρα δεν θα το δεχόταν πια αυτό, ένα τραπέζι τέτοιο δεν είναι πράγμα αναίσθητο, έχει ολοκληρωθεί πολλές φορές, μα όλοι αυτοί δεν είναι σε θέση να το νιώσουν, κι έτσι πήρε να το χαϊδολογάει, να το φιλάει σέρνοντας τα χείλια του, να το διαποτίζει άφθονο κρασί, από αυτό το λαϊκό που έφερναν, και να το γλείφει ακόμα ως κυνάριον με τη γλωσσάρα του, μα όταν είδε πια να τρέχουν αίματα, να γίνεται αυτό που έπρεπε, γδύθηκε σαν εκείνον τον καλόκαρδο αράπη, υπαξιωματικό του ναυτικού ή κάτι τέτοιο, και ξάπλωσε απάνω στο τραπέζι που έσταζε, παρόλο που αυτός δεν καρτερούσε πια κανέναν για να του κάνει την καθιερωμένη έκπληξη, ένιωθε μόνο το μεγάλο βάρος – τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα.»
Η ολική έκλειψη, σελ. 77: «Κι όπως εμείς στριφογυρνούσαμε μες στο γεμάτο άνθη στρώμα μας, σαν τα αρνιά της σούβλας τα ολόπαχα, με τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια να μας γαργαλάν παντού, όπως στα φέρετρα ή όπως μες στις τριχωτές τις αγκαλιές με τα υψωμένα πρωινά τους μόρια, όταν εξέχουν κι ακουμπούν σχεδόν καυτά στο ευτυχισμένο στριφογύρισμα του μυρωμένου ύπνου μας, ακούγοντας τα γέλια, τα ουρλιαχτά του θαυμασμού, σαν άρχισε το ουράνιο φαινόμενο, κι ανοίγοντας τα μάτια από την ψύχρα που επικράτησε, θελήσαμε να σκεπαστούμε κάπως πιο βαριά, πράγμα που ακόμα περισσότερο μας γλύκανε, και δεν νιώσαμε λύπη που δεν βλέπαμε, μα σαν καλοί οικοδεσπότες ευχαρίστηση, που απολάμβαναν οι ξένοι μας κι ενθουσιάζονταν. Τόσο ήταν δικό μας το φαινόμενο.»
Και, σελ. 79: «Ακούω μόνο τη φωνή της – κομματιαστά. Μας διηγόταν ένα όνειρό της, που συχνά έβλεπε. Τρία γυναικεία αγάλματα μέσα στον κήπο. Ξαφνικά, αέρας δυνατός, μπουμπουνητά και ένας ίσκιος. Τα αγάλματα, όταν ο ίσκιος τα κάλυπτε, σάλευαν λίγο, σαν να ήταν ζωντανά. Μα, όταν επικρατούσε το φως κι ο ίσκιος χάνονταν, τα αγάλματα ακίνητα χαμογελούσαν μέσα στον κήπο. ‘Τα τρία αγάλματα είμαστε εμείς, εγώ κι οι αδελφές μου’ δήλωσε. ‘Ο ίσκιος είναι ο άντρας, που όταν μας σκεπάζει ζωντανεύουμε’.»
[Γιώργος Ιωάννου: Πεζογραφήματα <Για ένα φιλότιμο, Σαρκοφάγος, Η μόνη κληρονομιά>, 1961-1973, εκδόσεις Ερμής, ανατύπωση 1979, σελ. 395 / Το δικό μας αίμα, εκδόσεις Ερμής, 1978, σελ. 213 / Επιτάφιος θρήνος, εκδόσεις Κέδρος, 1980, σελ. 162.]