Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

J. D. Salinger: Εννέα ιστορίες.


Ο Σάλιντζερ (1919-2010) εξέδωσε τρία μυθιστορήματα, με πρώτο και γνωστότερο το «Φύλακα στη σίκαλη» (1951). Από τα δημοσιευμένα 35 διηγήματά του σε διάφορα περιοδικά, επέτρεψε να εκδοθούν όσα κατά τη γνώμη του μπορούσαν να αντέξουν στο χρόνο, τα περιεχόμενα στις «Εννέα ιστορίες» (1948-1953, έκδοση 1953).
Αν πρέπει να προσδιορίσουμε τις «Εννέα ιστορίες» από το πού και το πότε, πρόκειται για ψηφίδες της μεταπολεμικής Αμερικής. Αλλά βρισκόμαστε στην επικράτεια της νεωτερικής λογοτεχνίας, άρα και ο όποιος ρεαλισμός ή άλλη ξεκάθαρη πρόθεση προγραμματικά δεν είναι καθόλου σαφείς.
Ο συγγραφέας καταγράφει μικρές χειρονομίες, λεπτομέρειες σαν από την παρατήρηση συμπεριφορών σε πειραματικό εργαστήριο, δίχως να ψυχογραφεί, δίνοντας θραύσματα μόνο –και τότε διεσταλμένης- υποκειμενικής οπτικής, ένας αφηγητής που παρατηρεί αλλόκοτα ή τόσο καθημερινά αδιάφορα στιγμιότυπα, όσο για να μεγεθύνει ή να αναδείξει την εμπειρία του, επίσης που χρησιμοποιεί στην ανέλιξη της αφήγησής του καίρια το διάλογο.
Η ανάγνωση -ιδιαίτερα από το μυημένο αναγνώστη- πολλαπλά αποζημιώνει για το χρόνο της. Η δουλειά του μεταφραστή στην ελληνική γλώσσα, εξαιρετική.
Τέσσερα ενδεικτικά αποσπάσματα:
(Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα, σελ. 26) ««Πάνε και χώνονται σε μια τρύπα όπου υπάρχουν πολλές μπανάνες. Πριν μπουν στην τρύπα, μοιάζουν σαν όλα τ’ άλλα ψάρια. Έτσι, όμως, και βρεθούν μέσα, συμπεριφέρονται σαν γουρούνια. Ε, λοιπόν, θα σου φανεί απίστευτο, αλλά έχω δει μπανανόψαρα να μπαίνουν σε μια μπανανότρυπα και να τρώνε μέχρι και εβδομήντα οκτώ μπανάνες». Έσπρωξε την κουλούρα και την επιβάτισσά της ακόμα πιο βαθιά. «Και φυσικά, άμα φάνε τόσο πολύ και φουσκώσουν, δεν μπορούν να ξαναβγούν από την τρύπα ∙ δε χωράνε να περάσουν από την πόρτα».»
(Η γαλάζια περίοδος του Ντε Ντομιέ- Σμιθ, σελ. 145) «Προσευχήθηκα ν’ αδειάσει η πόλη απ’ τους ανθρώπους, να μου δοθεί η χάρις να μείνω μόνος – μ-ό-ν-ο-ς: αυτή είναι η μοναδική νεοϋορκέζικη προσευχή που σπάνια χάνεται ή χρονοτριβεί στους διαδρόμους, και, σε χρόνο μηδέν, ό,τι άγγιζα μεταμορφωνόταν σε ανόθευτη μοναξιά.»
(στο ίδιο, σελ. 178) «Ασυναίσθητα, πήγα να την πιάσω, και χτύπησα τ’ ακροδάχτυλά μου στο τζάμι. Η κοπέλα έπεσε βαριά με τον πισινό της, όπως στο πατινάζ, αλλά αμέσως σηκώθηκε, αποφεύγοντας να με κοιτάξει. Με το πρόσωπο πυρωμένο, τράβηξε πίσω τα μαλλιά της με το ένα χέρι, κι έπιασε πάλι να δένει τον κηλεπίδεσμο στην κούκλα. Εκείνη ήταν η στιγμή που είχα την Εμπειρία μου. Ξαφνικά (και πιστεύω ότι το λέω αυτό με όλη τη δέουσα αυτεπίγνωση), βγήκε ο ήλιος κι ήρθε και χτύπησε τη ράχη της μύτης μου με ταχύτητα ενενήντα τριών εκατομμυρίων μιλίων το δευτερόλεπτο. Τυφλωμένος και τρομοκρατημένος, χρειάστηκε να στηριχτώ στη βιτρίνα για να μη χάσω την ισορροπία μου. Το όλο πράγμα δεν κράτησε πάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Όταν ξαναβρήκα το φως μου, η κοπέλα είχε φύγει από τη βιτρίνα, αφήνοντας πίσω της ένα αστραφτερό λιβάδι με εξαίσια, διπλοευλογημένα εμαγιέ λουλούδια.»
(Τέντι, σελ. 206 - 207) ««Επαναλαμβάνω, όμως: ποτέ δεν τους είπα πότε ακριβώς θα πεθάνουν. Αυτά είναι παραμύθια», είπε ο Τέντι. «Θα μπορούσα, βέβαια, αλλά ήξερα ότι κατά βάθος δεν ήθελαν να μάθουν. Ήξερα, δηλαδή, ότι μπορεί να διδάσκουν θεολογία και φιλοσοφία κι αυτά, αλλά εξακολουθούν να φοβούνται πολύ το θάνατο». Ο Τέντι ανασηκώθηκε κι έμεινε σιωπηλός για ένα λεπτό. «Είναι τόσο χαζό», είπε. «Το μόνο που έχεις να κάνεις όταν πεθάνεις, είναι να βγεις από το σώμα σου. Τι στο καλό, όλοι το ’χουν κάνει εκατομμύρια φορές. Το ότι δεν το θυμούνται, δε σημαίνει κι ότι δεν το ’χουν κάνει κιόλας. Είναι τόσο χαζό».»

[Τζ. Ντ. Σάλιντζερ: Εννέα ιστορίες, μετ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Καστανιώτη 2010, σελ. 212.]