Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Σελίν: Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.

Ο Λουΐ Φερντινάν Ωγκύστ Ντετούς , -το πλήρες όνομα πίσω από το λογοτεχνικό ψευδώνυμο (παρμένο από το μικρό όνομα της γιαγιάς του) Σελίν-, γεννήθηκε στο Παρίσι το 1894. Πήρε μέρος στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αργότερα σπούδασε ιατρική. Το ταξίδι άρχισε να το γράφει το 1929, το εξέδωσε το 1932. Σκανδάλισε, διαβάστηκε πολύ, δέχτηκε κάθε είδους κριτική, από λιβέλους ως διθυράμβους. Για την αντισημιτική και φιλοναζιστική του στάση, ο Σελίν, μετά τον πόλεμο αναγκάστηκε να ζήσει εκτός Γαλλίας (για ένα διάστημα μάλιστα φυλακίστηκε), έως το 1951, οπότε αμνηστεύτηκε, και έκτοτε αποσύρθηκε στο παρισινό προάστιο Μεντόν. Συνέγραφε ως το θάνατό του, το 1961. Το έργο του περιλαμβάνει συνολικά δέκα μυθιστορήματα.
Ο Σελίν αδιαμφισβήτητα ανήκει στους πλέον ιδιοφυείς της νεωτερικής λογοτεχνίας, εκείνες τις τόσο εύφορες για τις τέχνες πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Αυτός που σε κάθε αφορμή διακήρυσσε ότι το να αφηγούμαστε απλώς ιστορίες είναι κάτι ασήμαντο, σημασία έχει το πώς, το ύφος με το οποίο τις αφηγούμαστε.
Ο ίδιος δηλώνει «Το μόνο που έχω είναι το ύφος, τίποτε άλλο». Νομίζω, με εμπεριστατωμένο λόγο η μεταφράστρια στο επίμετρό της αποδεικνύει πως όχι μόνο υπάρχει περιεχόμενο, αλλά και ότι περιεχόμενο και μορφή (άρα και ύφος) στο κείμενο του Σελίν βρίσκονται σε αγαστή σύμπνοια. Δεν πρόκειται ασφαλώς για κάποια απλοϊκά μηνύματα ή περιεχόμενο. Το ταξίδι είναι το ταξίδι στην άκρη της νύχτας, αν τη λέξη νύχτα τη νοτίσουμε με όλη της την ποίηση, της αποδώσουμε κάθε δυνατή αλληγορική εκδοχή, τελικά ένα ταξίδι σ’ όλα τα ερέβη που δοκιμάζουν τη (νεαρή) ευαισθησία (του συγγραφέα) στην περιοχή του ακραίου βιώματος: τον πλέον φονικό πόλεμο, τις διαψεύσεις, τις κίβδηλες ηθικολογίες, τα ιδεολογήματα, αλλά και την άρση της εμπιστοσύνης στη λογική ή στην πνευματικότητα και τις λοιπές αξίες του ατόμου. Παρακολουθούμε τον αφηγητή να αυτομαστιγώνεται σχεδόν μαζοχιστικά από έναν συνεχώς ωμότερο κυνισμό. Διαβάζοντας το ταξίδι, αναλογιζόμουν συχνά την αντίληψη που θέλει τον κυνισμό απότοκο του ρομαντισμού, και εξίσου συχνά, ότι τόση ιδιοφυΐα σε τόσο νεαρή ευαισθησία είναι περίπου εύλογο (και μάλιστα σε μεταβατικούς καιρούς) να ωθεί σε απεχθή άκρα όπως ο αντισημιτισμός ή η ναζιστική ιδεολογία (και εδώ εξαιρετικά τα σχόλια της μεταφράστριας), -είναι η εποχή, άλλωστε, κατά την οποία αναλαμβάνουν την εξουσία δικτάτορες με εκλογές, που γενικότερα ο πολιτικός φιλελευθερισμός μοιάζει υποτυπώδης ή ανύπαρκτος.
Επίσης ξεχωριστή εμπειρία, η γλώσσα του ταξιδιού, αυτή η αυθάδικη μείξη λόγιου / επίσημου ύφους με τα ποικίλα ομιλούμενα ιδιώματα, μ’ όλη την ιδιοφυή εννοείται επεξεργασία από τον Σελίν, άρα η επινοημένη εντέλει λογοτεχνική του ιδιόλεκτος -στο βαθμό που την αντιλαμβάνομαι μέσ’ απ’ την αντίστοιχη επεξεργασία του νεοελληνικού λόγου-, και οπωσδήποτε η μετάφρασή της, ένας άθλος. Το λιγότερο, θα επικροτούσα την εκφρασμένη γενική επιβράβευση προς τη μεταφράστρια. Το ίδιο και για τις σημειώσεις και το επίμετρό της.
Στο σύνολό της, μία σπουδαία έκδοση.
Ορισμένα ενδεικτικά αποσπάσματα:
Σελ. 37: «Άμα βρεθούμε στο χείλος της τρύπας, δεν πρέπει ούτε να κάνουμε τους καμπόσους ούτε όμως να ξεχάσουμε, πρέπει να τα διηγηθούμε όλα κατά λέξη, ό,τι πιο φαύλο είδαμε στους ανθρώπους, κι έπειτα να τα τινάξουμε και να χωθούμε μέσα. Είναι αρκετή δουλειά αυτό για μια ζωή ολόκληρη.»
Σελ. 38-39: «Κανείς δεν αγαπάει τις τριανταφυλλιές όσο οι στρατηγοί. Είναι γνωστό.»
Σελ. 41: «…και μετά πέθανε, τον σκοτώσαν δηλαδή, λίγο καιρό μετά, στο έβγα ενός χωριού, το θυμάμαι καλά, ενός χωριού που το πήραμε γι’ άλλο, κάτι Γάλλοι που μας πήραν γι’ άλλους.»
Σελ. 46: «Είναι δύσκολο να φτάσεις στην ουσία, και του πολέμου ακόμα, βαστάει καιρό το παραμύθι.»
Σελ. 224: «Η νέα Υόρκη είναι μια πόλη ορθή. Κι είχαμε βέβαια ξαναδεί πόλεις και πόλεις εμείς, ωραίες. Και λιμάνια, σπουδαία μάλιστα! Μα στους τόπους μας είναι ξάπλα οι πόλεις, στην παραλία ή στην όχθη των ποταμών, πλαγιάζουν στο τοπίο, περιμένουν τον ταξιδιώτη, ενώ τούτη δω, η Αμερικάνα, δε λίγωνε, όχι, στεκόταν ντούρα, εκεί, διόλου ερωτιάρα, τόσο ντούρα που σε τρόμαζε.»
Σελ. 233: «(Το Μανχάταν) είναι μια συνοικία τίγκα στο χρυσάφι, ένα αληθινό θαύμα, άσε που μπορείς να τ’ ακούσεις το θαύμα μέσα απ’ τις πόρτες, απ’ τον ήχο των τσαλακωμένων δολαρίων, πανάλαφρο το δολάριο, αληθινό Άγιο Πνεύμα, πολυτιμότερο από αίμα.»
Σελ. 249: «Όσο για μένα, απ’ το πολύ να πιάνω και ν’ αφήνω όνειρα, η συνείδησή μου ήταν γεμάτη ρεύματα, γεμάτη ρωγμές, και αληθινά ξεχαρβάλωτη.»
Σελ. 253: «Αρκεί μονάχα να μελετήσουμε σχολαστικά τον εαυτό μας και το σίχαμα που ’χουμε γίνει. Τέρμα το μυστήριο, τέρμα η αφέλεια, τη φάγαμε όλη την ποίησή μας, μιας και ζήσαμε ως εδώ. Είναι κολοκύθια η ζωή.»
Σελ. 345: «Ήταν κρύα και σιωπηλά στο σπίτι μου. Σαν μια μικρή νύχτα σε μιαν άκρη της μεγάλης, αποκλειστικά και μόνο για μένα.»
Σελ. 454: «Ο θάνατος δεν της έλεγε τίποτε αυτής της ομορφούλας. Είχε γεννηθεί στον πόλεμο, τον καιρό του ανάλαφρου θανάτου. Εγώ ήξερα πώς πεθαίνει κανείς. Είχα μάθει. Πονάει φριχτά.»
Σελ. 484: «Είχαν ένα παράδοξο τρόπο να κόβουν βόλτα οι τρελοί, ισορροπώντας με δυσκολία το κεφάλι τους πάνω στους ώμους τους, θαρρείς και φοβόνταν διαρκώς μην τυχόν, σκοντάφτοντας, τους χυθεί το περιεχόμενό τους καταγής.»
Σελ. 496: «…ένας άνθρωπος …δεν είναι τίποτε άλλο από εκκρεμής σήψη.»
Σελ. 549: «Ο έντιμος άνθρωπος πάει να γαμήσει πασαλειμμένος με μια παχιά λίγδα συμβόλων και παραγεμισμένος ως το μεδούλι με καλλιτεχνικά περιττώματα.»
Σελ. 566: «Δε φυλαγόμαστε ποτέ αρκετά απ’ τις λέξεις, μοιάζουν ανώδυνες οι λέξεις, δε μοιάζουν βεβαίως μ’ απειλές, μάλλον με μικρούς θορύβους του στόματος, με μικρές πορδές, ούτε κρύες ούτε ζεστές, που εύκολα τις ξαναπαίρνει μόλις φτάσουν στ’ αυτί η πελώρια γκρίζα πλαδαρή πλήξη του μυαλού. Δε φυλαγόμαστε από τις λέξεις, κι έτσι έρχεται η συμφορά.»
[Σελίν: Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, μυθιστόρημα, μετάφραση, σημειώσεις, επίμετρο Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Αθήνα 2007, βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 639.]