Σάββατο 6 Απριλίου 2013

Ο «Επιτάφιος θρήνος» του Γιώργου Ιωάννου (μειλιχιότητα και ύφος απαράμιλλο).





Νομίζω, συνολικά το έργο του Γ. Ι., και ιδιαίτερα ο Επιτάφιος θρήνος, η συλλογή όπου ισορροπούν υποδειγματικά τα στοιχεία του ύφους του, αποτελεί για όλους εμάς τους νεότερους λογοτέχνες την κοίτη την πλέον πλόιμη, -ας μου επιτραπεί και δεύτερη μεταφορά: τη Μεγάλη Εγνατία για την τέχνη μας. Ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης μάς κληροδότησαν υψηλής λογοτεχνικής αξίας ιδιολέκτους, τις μελετάμε, αντλούμε στοιχεία οικονομίας, γενικότερα ρυθμούς της νεοελληνικής γλωσσικής πλαστικότητας, όμως από ένα σημείο και μετά είναι λαλιές αδιέξοδες.
Ο Επιτάφιος θρήνος εκδίδεται το 1980 όταν ο συγγραφέας (1927-1985) είναι 53 χρόνων. Το διακριτό ύφος του Ι. στην ωριμότητά του: ζωντανή γλώσσα που αρδεύεται από αδιόρατα μικρά κανάλια της κλασικής αττικής ή της ελληνιστικής των ευαγγελίων, ιδίως για να οικονομηθεί μια λεπτή και γλαφυρή θυμηδία, ποτέ με πρόθεση αισθητική μόνο, η μακροπερίοδη παράγραφος που θυμίζει στρόβιλο ή δίνη καθώς εντείνεται, πυκνώνει προς το κέντρο της, κι ύστερα πάλι αποκλιμακώνεται, σβήνει, μερικές φορές προστίθεται μία επιπλέον ελάχιστη περίοδος – πρόταση κατακλείδα, περίπου σαν ένα μικρό αντέρεισμα στην πελώρια διπλανή της ή σαν μια καθαρή μόνη νότα έπειτα από μια μακρόσυρτη μουσική περίοδο. Με κυρίαρχο το α’ πρόσωπο, αλλά και σε όσα από τα αφηγήματα της συλλογής η εξιστόρηση συντελείται στο γ’ η αφήγηση να μοιάζει και εκεί με ιδιότυπη πρωτοπρόσωπη. Νομίζω, ο Ι. χρησιμοποιεί το γ’ όχι για να γίνει τολμηρότερος, αλλά όταν πρόκειται να αφηγηθεί πράγματα ανοίκεια προς τον αφηγητή του, προς τον μειλίχιο, με το ιδιαίτερο, συχνά πικρό χιούμορ, τον λαϊκής προσφυγικής καταγωγής, καλλιεργημένο, ώριμης ηλικίας, σοβαρό ομοφυλόφιλο άντρα. Αφηγείται στο γ’ πρόσωπο τον ανώνυμο του Τραπεζιού της εκκλησίας ή τη Δασκάλα, φέρ’ ειπείν, όμως και τότε περιβάλλει τόσο υποκειμενικά (με έντονη εσωτερική εστίαση) τον πρωταγωνιστή του, που και πάλι ουσιαστικά επιστρέφει στον πρωτοπρόσωπο αφηγητή. Το ίδιο, ακόμα και στην γκροτέσκα -να πω και queer- κυρία Μινωταύρου. Ο Επιτάφιος είναι επίσης η συλλογή όπου τα αφηγήματά του, τόσο κοντά στο διήγημα, μορφοποιούνται καθαρότερα στη δική του υβριδική ειδολογικά φόρμα: από το χρονογράφημα που θυμίζει και ημερολογιακές σελίδες (ενός πρώιμου blogger) έως και το διήγημα. Επαρκέστατος φιλόλογος ο ίδιος, τα ονόμαζε πεζογραφήματα, πάντως όχι διηγήματα. Να υπενθυμίσω από μονογραφίες μελετητών του: το αδιέξοδο της ύπαρξης και τον εσώστροφο μονόλογο (Βασίλης Διοσκουρίδης), τη συνειρμική οργάνωση του αφηγηματικού υλικού (Γιώργος Αράγης). Νομίζω, ο Γ. Ι. υπήρξε ένας άρτιος νεωτερικός πεζογράφος. Ο λόγος που αυτό γίνεται δύσκολα αντιληπτό ακόμα και σήμερα είναι σαφώς εξωλογοτεχνικός. Η νεωτερικότητα ευτύχησε ελάχιστα στην Ελλάδα. Αν τον Καβάφη τον έσωσε η μακρινή Αλεξάνδρεια του καιρού του και η πολύ μακρινότερη των ελληνιστικών χρόνων, στην περίπτωση του Ι. έπρεπε να γίνει διάκριση ανάμεσα στο περιεχόμενο της αφήγησης (τον οικείο ελλαδικό κόσμο, τον μίζερο ή επαρχιώτικο, σίγουρα όχι νεωτερικό) και τον τρόπο της, διάκριση όμως που προϋποθέτει και επάρκεια και οξύνοια φιλολογική, οι οποίες ως γνωστόν ευδοκιμούν σπάνια στα φιλολογικά ή περίπου σπουδαστήρια της χώρας.       
Νομίζω, -όσοι γράφουμε τουλάχιστον- είναι καλό να διαβάζουμε και να ξαναδιαβάζουμε Ιωάννου. Τώρα ιδίως που όσο ποτέ κυριαρχούν η μίμηση, η επιτήδευση, η λογοτεχνίζουσα τρόπον τινά λογοτεχνία, και ακόμα χειρότερα, η ρητορική που καμώνεται τη λογοτεχνία.

[Γιώργος Ιωάννου, Ἐπιτάφιος θρῆνος, πεζογραφήματα, 7η έκδοση, Κέδρος, 2007.]


(Δημοσιεύτηκε στις "6 μέρες", Σάββατο 6 Απριλίου 2013, με τίτλο: Η Μεγάλη Εγνατία της τέχνης / Ο Αντώνης Νικολής γράφει για τον Γιώργο Ιωάννου.)