Από Το τραπέζι της εκκλησίας, η προτελευταία παράγραφος του πεζογραφήματος:
»» Αργά τη νύχτα βρήκε πάλι το
τραπέζι στο υπερώο του, μα δεν το φόρτωσε με τίποτε, ούτε μ’ ένα χαρτάκι, δεν
ήταν πια τραπέζι αυτό, ήταν το στήριγμά του, κι όλο το κοίταζε να διακρίνει
πάνω του κάποιον λεκέ, μα το είχαν σφουγγαρίσει, όπως φαίνεται, κάνανε δηλαδή
και πάλι το χειρότερο, εξάλειψαν τα πάντα, σαν να μην είχε γίνει, να μην είχε
τελειώσει, τίποτε, θέλαν να συνεχίσουν αιωνίως έτσι, μα τώρα δεν θα το δεχόταν
πια αυτό, ένα τραπέζι τέτοιο δεν είναι πράγμα αναίσθητο, έχει ολοκληρωθεί
πολλές φορές, μα όλοι αυτοί δεν είναι σε θέση να το νιώσουν, κι έτσι πήρε να το
χαϊδολογάει, να το φιλάει σέρνοντας τα χείλια του, να το διαποτίζει άφθονο
κρασί, από αυτό το λαϊκό που έφερναν, και να το γλείφει ακόμα ως κυνάριον με τη
γλωσσάρα του, μα όταν είδε πια να τρέχουν αίματα, να γίνεται αυτό που έπρεπε,
γδύθηκε σαν εκείνον τον καλόκαρδο αράπη, υπαξιωματικό του ναυτικού ή κάτι
τέτοιο, και ξάπλωσε απάνω στο τραπέζι που έσταζε, παρόλο που αυτός δεν
καρτερούσε πια κανέναν για να του κάνει την καθιερωμένη έκπληξη, ένιωθε μόνο το
μεγάλο βάρος – τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα.»»
Η σταδιακή πύκνωση – αραίωση
συντελείται με αντιθετικά ή συμμετρικά ζευγάρια:
τίποτε / χαρτάκι,
τραπέζι / στήριγμα,
είχαν σφουγγαρίσει / κάνανε,
γίνει / τελειώσει,
αναίσθητο /έχει ολοκληρωθεί
πολλές φορές,
χαϊδολογάει / φιλάει,
διαποτίζει / γλείφει [κορύφωση
– κέντρο του στροβίλου, και ιδού η λεπτότατη ειρωνεία στην παρομοίωση ως
κυνάριον με τη γλωσσάρα, επίσης συμμετρικό ζευγάρι: κυνάριον (αττικό
υποκοριστικό του κύων: σκύλος) – γλωσσάρα (μεγεθυντικό από την ομιλουμένη, την
αργκό ακόμα)]
τρέχουν αίματα / αυτό που
έπρεπε,
γδύθηκε / ξάπλωσε,
έσταζε / δεν καρτερούσε,
τόσα κορμιά και τόσα φέρετρα
(εδώ η συμμετρία γίνεται σχεδόν μετρική), στην κατακλείδα όπου και
αναλυτικότερα το θέμα της παραγράφου και του πεζογραφήματος στο σύνολό του: ο
έρωτας και ο θάνατος.
[Γιώργος Ιωάννου Ἐπιτάφιος θρῆνος (πεζογραφήματα),
εκδόσεις Κέδρος, 1980.]