Με πορτοκάλια και με πέτρες
Athens Voice, 07/11/2013 - 08:05
(Αφιερωμένο στον Θεόδωρο Αγγελάκη Συγγελάκη αλλά και τους δεκάδες άσημους Έλληνες ομοφυλόφιλους που μέρα τη μέρα αποφασίζουν το βήμα προς την ορατότητα.)
Το καλοκαίρι που μας πέρασε δέχτηκα το τηλεφώνημα του Δ., ενός νεαρού άντρα που εργάζεται σε μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα ως σεφ πρωινού, είχε διαβάσει το τελευταίο βιβλίο μου, και ήθελε, μου είπε, να με γνωρίσει από κοντά. Δίχως να ξέρω ποια πληγή έξυνα, έκλεισα εκείνη την πρώτη συνδιάλεξη μ’ ένα «Τι τρυφερή φωνή, αγόρι μου», νόμιζα του επιδαψίλευα φιλοφρόνηση.
Ο Δ. ανήκει στους ομοφυλόφιλους που «τους φαίνεται». Ορμώμενοι από το βιβλίο χαθήκαμε σε πολλά, φτάσαμε ως το χωριό του στην ορεινή Κορινθία, τους γονείς, τ’ αδέρφια του, τις δουλειές στα χωράφια. Κυλούσε η ώρα, και τόσο καθυστερούσαν οι λέξεις στην ομιλία του, όσο πλησίαζε προς το δύσκολο κέντρο της μνήμης του. Στο τέλος άρχισε τη διήγηση της κύριας ιστορίας του με το βλέμμα κατεβασμένο στα δάχτυλα των χεριών του, τα έτριβε μεταξύ τους, σκυφτός, τ’ ανέβασε μόνο για να σύρει τα δάκρυα από τα μάτια του.
Ήτανε μαθητής της δευτέρας γυμνασίου, του είχε αγοράσει η μάνα του από το παζάρι ένα άσπρο μπουφάν, φτωχοί αγρότες οι δικοί του, ένα φτηνό, όμως το καινούριο του μπουφάν, το φόρεσε με καμάρι, πήγε στο σχολειό. «Πάντοτε με πείραζαν, γιατί… που η φωνή μου είναι όπως είναι, και που… δεν είμαι όπως οι άλλοι, αλλά εκείνη τη μέρα το παρακάνανε. Με πήρανε στο κυνήγι μετά που σχολάσαμε, μου πετάγανε πορτοκάλια. Στην πλατεία, στη μέση της πλατείας, εγώ γονάτισα, δεν άντεξα, έτρεχαν αίματα από τη μύτη μου, ήμουνα λερωμένος από τα ζουμιά τα πορτοκάλια, το άσπρο μου μπουφανάκι όλο κιτρινίλες, αλλά πιο πολύ με πίκραινε που οι μεγάλοι στο καφενείο, αντί ένας έστω ανάμεσά τους να σηκωθεί, να βάλει τη φωνή να σταματήσει τα παιδιά, γελάγανε και αυτοί ακόμα μαζί μου, με κορόιδευαν και αυτοί…
Καμιά φορά πάλι λέω, για κάποιο λόγο θα μου έδωσε ο Θεός αυτή τη φωνή, κάποτε θα με φωτίσει να καταλάβω για ποιο λόγο… Όμως, υπάρχει μία κλινική στην Αθήνα, με τρία χιλιάρικα μπορώ να κάνω εγχείρηση στις χορδές, να γίνει πιο αντρική, γιατί αν μία μέρα καταφέρω να είμαι σεφ κουζίνας και εγώ, όχι υπεύθυνος μόνο για το πρωινό, πώς θα μπορώ να επιβάλλομαι… Που τα γελάκια τους, δεν είμαι και κανένας χαζός, τα πιάνω. Μέχρι και ο λαχανάς, ένας Αλβανός, ενώ κάθεται σε όλους τους άλλους σούζα, εμένα μού ρίχνει πότε – πότε ένα προσβλητικό γελάκι…»
Έλεγα και ξανάλεγα την ιστορία του Δ., ιδιαίτερα γιατί χρονολογούνταν την περίοδο που αποφασίστηκε η συμμετοχή της Ελλάδος στο ευρώ, στην ομάδα των ισχυρών οικονομιών της Ευρώπης (τι χυδαίο αστείο αυτή η φράση), συμπλήρωνα ασφαλώς ότι ίσως δεν ήταν πρέπον να γενικεύω από ένα ακραίο συμβάν στην ορεινή Κορινθία, μέχρι που νεαρός φίλος περίπου συνομήλικος του Δ., μειδιώντας πικρά μού εξιστόρησε το δικό του… κανονικό λιθοβολισμό. Που μάλιστα δε συνέβη σε κάποια δυσπρόσιτη επαρχία αλλά σε δημοτικό σχολείο στο κέντρο της Αθήνας.
«Στην πέμπτη δημοτικού ήμαστε δύο τα φλωράκια στην τάξη, -αθώα παιδιά, έτσι; ούτε τον προσανατολισμό μας είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμα ούτε τίποτα-, απλώς κάναμε παρέα μαζί τα δυο μας γιατί μοιάζαμε ή γιατί οι άλλοι, τα άλλα αγόρια κυρίως, μας απόδιωχναν από τα παιχνίδια τους… Μια μέρα, λοιπόν, στο προαύλιο, στην άκρη όπου συνήθως παίζαμε εμείς, πιαστήκαμε κι απ’ τα δυο χέρια σαν τα χαζά, γυρνάγαμε γύρω – γύρω με τα κεφάλια ριγμένα πίσω κοιτάζοντας τον ουρανό, να ζαλιστούμε, ζαλιστήκαμε, κι όπως τρεκλίζαμε πέφτοντας, τους φανήκαμε μάλλον πιο φλωράκια από το συνηθισμένο, αρχίσανε όλοι μαζί, οι διάφοροι, να μας κυνηγάνε και να μας πετάνε πέτρες. Πέτρες, κανονικές πέτρες. Τρέξαμε εμείς, κλειστήκαμε σε μια από τις τουαλέτες της αυλής, συνέχισαν να μας πετροβολάνε και κει μέσα, από το παράθυρο. Και, εννοείται, κυνηγητό και πετροβόλημα δεν τα αναφέραμε σε κανέναν. Ούτε σε δάσκαλο ούτε σε γονιό. Και για κάτι γδαρσίματα και εκδορές, είπαμε ότι τάχα σκοντάψαμε και πέσαμε. Γιατί ντρεπόμαστε. Μπορεί, -σου λέω αθώα παιδιά-, να μην ξέραμε τι ήμαστε, αλλά γι’ αυτό που ήμαστε ήδη ντρεπόμασταν…»