Χτες, των Φώτων, είπαμε με τον Θανάση, τον αδερφό μου, και
το γιο του τον Χαράλαμπο, μαζί μας και ο Δημήτρης, ν' ανηφορίσουμε για το Παλιό Πυλί. Ο ουρανός ήτανε γκριζωπός, ευχάριστα μουντός, και καθοδόν και
εκεί. Έτρεχε το ρυάκι, πήραμε το μονοπάτι ως το ιπποτικό κάστρο, τύχαμε κι
ένα κοπάδι πέρδικες, έτρεξαν να κρυφτούν στην απόκρημνη πλευρά της ακρόπολης. Ωραίος
τόπος. Είχα πολλά χρόνια να τον επισκεφτώ. Θυμόμουν τη χαράδρα με τα
κυπαρισσάκια ανάμεσα στα ερείπια του εγκαταλελειμμένου χωριού, βρέθηκα σ’ ένα
δάσος από ψηλά θηλυκά κυπαρίσσια.
Φωτογράφιζε ο Χαράλαμπος.
Το απόγευμα ο Δημήτρης κόλλησε στο δορυφορικό πορτογαλικό RTP, στην πάνδημη ταφή του
Εουσέμπιο. Ο Αντόνιο Ταμπούκι συνήθιζε να λέει ότι όταν έφτασε για πρώτη φορά στη
Λισαβόνα, τη δεκαετία του 60, από τη χώρα ήτανε γνωστά μόνο δύο ονόματα, της Αμάλια και του Εουσέμπιο. Οι Πορτογάλοι πετούν κασκόλ της Μπενφίκα
στη νεκροφόρα, κλαίνε και χειροκροτούν, από τα πλάνα της πομπής που διασχίζει
την αγαπημένη πόλη εμείς χαζεύουμε τους δρόμους, τις πλατείες, τις γωνιές.
Αφόρητο saudade, νοσταλγία,
temοs saudades de Lisboa, νοσταλγούμε τη
Λισαβόνα.