Την Καθαρή Δευτέρα στη Βαρβάκειο
Αναδρομή στο μυθιστόρημα «Διονυσία» του Αντώνη Νικολή
Τον καιρό που διάβαζα το μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή
(πριν εκδοθεί), ο απόλυτος φίλος μου έδωσε ένα ανοιχτό βιβλίο και μου
είπε: «Σημείωσε αυτή τη φράση, ταιριάζει πολύ με τη Διονυσία.» Η φράση
ήταν: «Όπως και ο Διόνυσος αντιπροσώπευε μιαν απειλή για τον κατεστημένο
τρόπο ζωής. Όπως και ο Διόνυσος ήταν αθωότητα και εγκατάλειψη, ενόραση
και τρέλα, ευφορία και σκληρότητα. Κι ωστόσο, ποιος ξέρει, ίσως ακριβώς
αυτός ο άγριος και πρωτόγονος Διόνυσος να εμποδίζει τον κόσμο μας να
βυθιστεί σε μια πουδραρισμένη αποχαύνωση.»
Ήταν Νοέμβρης του 2011 αλλά έκανε ζέστη γιατί ζούμε στην
Ελλάδα, που είναι τόσο ξεχωριστά εύκρατη. Τα γιασεμιά είχαν ακόμα
λουλούδια και μαζέψαμε μπόλικα, Κλεψύδρας και Λυσίου στην Πλάκα, για να
τα σωριάσουμε σε λοφάκια πάνω στο κόκκινο βελούδο και να φτιάξουμε μια
εικόνα θυσίας, αγνότητας και κινδύνου για το εξώφυλλο. Τα μικρά άνθη
ήταν τόσο εύθραυστα και το υλικό τους έμοιαζε σαν ψίχα στρειδιού ή σαν
δέρμα γαλαζοαίματης, πάντως όχι με φυτική προέλευση, περισσότερο με
ζωική, κι ας ήταν το χρώμα τόσο φεγγοβόλο λευκό.
Το βιβλίο έπεσε σαν πέτρα στην αθηναϊκή λογοτεχνική λίμνη και σχημάτισε πάνω στα ακύμαντα νερά της τους προβλεπόμενους κύκλους.
«Το βιβλίο είναι πολύ σκληρό και πολύ όμορφο όπως η ζωή. Με
τους μετρημένους όγκους των επτά κεφαλαίων ο συγγραφέας οδηγεί τα
νοήματα. Τρόποι, λέξη, διάνοια εξυπηρετούν το σκοπό του […] Η Δ. είναι
χτισμένη σε γερά θεμέλια. Πολύμηνη και εργώδης συλλογή πραγματολογικού
υλικού την προίκισε με συγκλονιστική αληθοφάνεια. Έχει ατίμητη προίκα
την απαράμιλλη γλώσσα, απ’ το ιδίωμα του τόπου μέχρι τις σπάνιες λέξεις
από όλη την ελληνική, με την κοινή λέξη σωστή κι όχι χυδαία και τη λόγια
λέξη εύστοχη και όχι επιδεικτική […] Η Δ. και τα πάθη της, με πλαίσιο
συγκεκριμένους τόπους και καθημερινά στοιχεία της κοινωνίας, μεγάλωσαν
τη γνώση μου για τον κόσμο. Για μήνες μετά έβλεπα μια ύπαρξη,
μαστουρωμένη, ξαπλωμένη κατάχαμα, αναίσθητη, μέρα μεσημέρι, με το πόδι
γεμάτο έλκη, ξεραμένα αίματα και πύον, πίσω απ’ την Ακαδημία Αθηνών και
ένιωθα μεγάλη συμπάθεια. Δεν ξέρω αν νομιμοποιούμαι να το πω, αλλά καθώς
ξανάπιασα το βιβλίο στα χέρια μου, σκέφτηκα πάλι τα γυναικεία πρόσωπα
της πεζογραφίας μας, την Αριάγνη, τη θεια μας την Αγγελική, κι εκείνη
την άλλη, από ένα διήγημα του Γιώργου Ιωάννου που δε θυμάμαι τ’ όνομά
της, εν αναγνώσει δικές μου μανάδες και αδερφές. Όπως κάθε λογοτεχνικό
έργο θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για τη Δ. από πολλές απόψεις. Η
σοβαρότητα, η σημασία και η δύναμη συγκίνησης του θέματος, σε συνδυασμό
με την καθαρότητα και την ακρίβεια των εκφραστικών τρόπων, μ’ έκαναν να
τη δω σαν πραγματικό άνθρωπο και η αίσθηση που μου άφησε το βιβλίο είναι
η επίγνωση της μορφής της που απλώνεται πάνω απ’ το νησί της καταγωγής
της και φτάνει να σκεπάσει την πρωτεύουσα, ενώ χιλιάδες άλλες μορφές και
εικόνες αλληλοπεριχωρούνται στην αντίληψη αυτή.» (Μάγδα Τσιρογιάννη,
01/12/2012, diastixo.gr)
«Με τη Διονυσία, ένα μυθιστόρημα σε δύο εποχές, παχύ και
λεπταίσθητο, θαλασσινό και αστικό, ο Αντώνης Νικολής μάς χαρίζει μία
ηρωίδα της νέας ελληνικής πεζογραφίας […] Όταν άρχισα να διαβάζω τη
Διονυσία ήταν η γλώσσα που με κράτησε εξ αρχής. Ήταν το γλωσσικό
περιβάλλον του Αντώνη Νικολή, ακριβές και αισθησιακό ταυτόχρονα, με
ρεαλισμό και ερωτισμό, αυτό που αμέσως μου έδωσε να καταλάβω ότι η
Διονυσία είναι ένα βιβλίο που μπορεί να γίνει κλασικό.» (Νίκος
Βατόπουλος, 08/09/2012, Καθημερινή)
«Μόνη, αποσυνάγωγη, ξένη, με τη νοσταλγία να την πνίγει, σε
απόλυτη παρακμή, η οποία εναρμονίζεται τελικά με την παρακμή της ίδιας
της πόλης, με έναν ερωτισμό που είναι πέρα από την ηδονή, που αντί να
την απελευθερώνει ανοίγει τον δρόμο για την πτώση, η οποία σκιαγραφείται
με λεπτομερείς σκηνές μεγάλης έντασης, ακρίβειας και εσωτερικότητας.
Βιβλίο σκληρό, συμβολικό, με ρεαλισμό, που έχεις ώρες ώρες την εντύπωση
πως στάζει ιδρώτα, χωρίς ίχνος ηθικολογίας ή μελοδραματισμό, δύσκολο και
εν τέλει συναρπαστικό.» (Ευγενία Μπογιάνου, 15/12/2012, 6 μέρες)
Λίγοι
τόλμησαν να το υμνήσουν, άλλοι το αντιπαρήλθαν, ένας το κατακεραύνωσε
φάσκοντας και αντιφάσκοντας, και δυο χρόνια αργότερα το βιβλίο αυτό, που
κουβαλά τόσο γλωσσικό και νοηματικό φορτίο, απουσιάζει φυσικά από τη
βραχεία λίστα των Κρατικών Λογοτεχνικών Βραβείων, όπως από τα ραντεβού
που επιλέγει ένας υπουργός στην ημερήσια ατζέντα του παραλείπονται όσα
δεν είναι ζωτικά για την επιβίωσή του. Κι όμως το βιβλίο αυτό άξιζε να
είναι εκεί και τολμώ να το πω αναλαμβάνοντας τις συνέπειες της πράξης
μου ύστερα από τόσες δεκαετίες που υπάρχω στους λογοτεχνικούς τρύγους
και τα πατητήρια. Είθε ο Διόνυσος να με ακούσει!
Ως τότε δυο ορεκτικές σελίδες από τη Διονυσία:
Πολύ αργότερα, λουσμένοι, φρεσκαρισμένοι, κατέβαιναν πεζή
για τη Βαρβάκειο, θα έπιναν ένα ποτό στην Αιόλου να πάει κοντά μεσάνυχτα
που άνοιγε η ψαραγορά, ύστερα θα έστριβαν κατά κει. Ήτανε χαλαροί, ο
Νίκος κάθε λίγο την άγγιζε, τη χάιδευε, το ίδιο γλυκά γλίστραγαν τα
λόγια του σ’ ό,τι έπιαναν να κουβεντιάσουν, και μόλο που στο τέρμα της
διαδρομής τους ξεκούμπωσε το γιακά να δροσίσει τον αυχένα και τη βάση
του λαιμού του, όσο περπάταγαν ένα φρέσκο αεράκι ελάφραινε το βάδισμά
τους. Ξημέρωνε Καθαρά Δευτέρα, 2 του Μαρτίου, είχε μπει πια η άνοιξη,
θυμήθηκε να πει η Διονυσία. Άκουγαν την κοσμοσυρροή προτού βγουν στην
Αθηνάς, στα παρακείμενα πεζοδρόμια οι πάγκοι με τα νηστίσιμα, τα ταχίνια
και τους χαλβάδες (αγόρασε κατά την υπόδειξη της Μάρθας χαλβά
Δραπετσώνας και απ’ τα τρία είδη, με αμύγδαλο, με κακάο, με βανίλια),
παραδίπλα οι ξηροί καρποί, τα αποξηραμένα φρούτα, γυναίκες στα σκαμνάκια
τους πουλώντας ματσάκια μυρωδικά χόρτα και ρόκα, και ύστερα ένας
ολόφωτος διάδρομος μέσα απ’ τους στοιχημένους πάγκους, σε σχήμα πι, η
ψαραγορά, με φωνές, με το πλήθος των πελατών σε συνωστισμό, που, παρόλο
που σχεδόν διαγκωνίζονταν, απολάμβαναν να καρκινοβατούν, να διανύουν μια
απόσταση διακοσίων μέτρων σε δυο ώρες, μερικοί ίσως δίχως καν να
ψωνίσουν, μόνο να κάνουν χάζι τους πάγκους με τα οστρακοειδή, μύδια,
κυδώνια, γυαλιστερές, στρείδια, αχιβάδες, χτένια, τα καλαμάρια, τις
σουπιές, τα χταπόδια, τις καραβίδες σε διάφορα μεγέθη, τις γαρίδες το
ίδιο, τους αστακούς με τις δεμένες με ταινίες δαγκάνες, τα καβούρια,
μερικά τεράστια να κόβουν βόλτες ζωντανά στα τελάρα, με τους πωλητές να
βροντοφωνάζουν τις τιμές, τις προσφορές, την πραμάτεια τους, λογής
πρόσωπα ν’ αντιφεγγίζουν τη γυαλάδα, τη στίλβη από τα όστρακα, τη
φωταψία από τους πάγκους, άλλοι να αστειεύονται με τους εμπόρους, άλλοι
να παζαρεύουν, άλλοι να φορτώνονται τη μια μετά την άλλη τις σακούλες.
«Είμαστε σε ένα λούνα παρκ για ενήλικες, — συμφωνείς;» του ψιθύρισε
ενθουσιασμένη. Αγόρασαν λίγα απ’ όλα για μια μακαρονάδα με θαλασσινά,
καλαμάρια να τα μαγειρέψει με πιπεριές Φλωρίνης και πλιγούρι, από τη
βουλιμία τους έφευγαν παραφορτωμένοι. Η Διονυσία ήταν τόσο συναρπασμένη,
ξοδευόταν, δε σκεφτόταν ότι ο άλλος δεν έβαζε καν το χέρι του στην
τσέπη. Τον έβλεπε να τζινάβει διάφορους αριστερά-δεξιά του, σαστισμένος
από τον πολύ τον κόσμο κατά διαστήματα της έλεγε: «Το είδες αυτό; Το
παιδί με το πλεκτό κασκόλ, ντε. Μπράβο, αυτό. Καλό δεν είναι;», ή
μουρμούριζε —με τα χείλη στραβά, να μη διαβάζονται— όσα θεωρούσε ότι
διαμείβονταν μέσω των βλεμμάτων ανάμεσα σ’ εκείνον και κάποιον άλλον,
«Ναι, αγαπούλα μου, κάνε πως δε μας είδες κιόλας…» ή «Πράγματι, τις
γυαλιστερές τις ρουφάμε ωμές, καρδούλα μου. Με δυο σταγόνες λεμονάκι
μόνο», κι έσκαγε κάθε τόσο γελάκια. Και πια πλησίαζαν στην έξοδο του πι.
«Αστακό πήραμε;»
«Να πάρουμε», του απαντάει ευθύς. Ανοίγει το πορτοφόλι της,
δεν έχει άλλα χρήματα, του το δείχνει. «Κοίτα, τσόνταρε κι εσύ, δυο
κατοστάρικα μου μείνανε, δε με φτάνουνε.»
«Τι θα πει τσόνταρε κι εσύ;» ανέβασε τη φωνή.
Όσο κι αν αραίωνε κάπως ο κόσμος στην έξοδο της ψαραγοράς,
πολλοί στράφηκαν προς τη μεριά τους, η Διονυσία ντράπηκε, άλλαζε
έκφραση.
«Ξέρεις τι μου στοιχίζουνε εμένα τα… άλλα; Και δεν είπες μια φορά να τσοντάρεις κι εσύ…»
«Εντάξει, …μια κουβέντα, ξέχασέ την…»
«Πόσα έδωσα, νομίζεις, για το… μεσημεριανό;»
«Συγγνώμη. Μας ακούνε, σταμάτα, σε παρακαλώ…»
Περπατούσαν σιωπηλοί έπειτα.
[Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Αντώνη Νικολή Διονυσία, εκδόσεις Το Ροδακιό, σελ. 226 -228.]