Ο Άι Γιώργης και ο δράκος του
Athens Voice, 31/ 7/2014.
Σε πρόσφατο ταξίδι μου στη βόρεια Ιταλία βρέθηκα ξανά σε αίθουσες με ζωγραφική της Αναγέννησης. Υπάρχει κάτι εδώ σχεδόν απτό υλικό, η αίσθηση της απαρχής του σύγχρονου κόσμου. Καλλιτέχνες που ατενίζουν με ήσυχη αισιοδοξία τη ζωή, που δίχως επιτήδευση τολμούν νέες μορφές ή ρυθμούς, ξανοίγονται σε ευρείς ορίζοντες. Λιγότερη επιθετικότητα ή σκοτάδι, περισσότερο φως ή ζωτικός χώρος. Και σταδιακά στο κέντρο της σκηνής ή του βλέμματος τοποθετείται ο ένας, το άτομο.
Τζιότο, Βερονέζε, Τιτσιάνο και Τιντορέτο, αντίστοιχα σε Πάντοβα, Βερόνα, τους τελευταίους δύο στην Gallerie dell'Accademia της Βενετίας. Αλλά στην Πινακοθήκη της Ακαδημίας τίποτε δε θα μου εντυπωνόταν όσο ο San Giorgio, ο Άγιος Γεώργιος, έργο του 1460, του Αντρέα Μαντένια (1431 - 1506). Τον σκεφτόμουν μέρες. Αυτός ο Άι Γιώργης, έλεγα, είναι ο σύγχρονος άνθρωπος καθ' αυτόν. Τι πόζα, πόση αυτοκυριαρχία και αυτοπεποίθηση: το άτομο επιδεικνύει τη βούληση και την ικανότητα να κατακτήσει την ελευθερία του.
Ο ζωγράφος σχεδόν ειρωνεύεται το θέμα του, με το λογχισμένο δράκο σε δεύτερο πλάνο και με τη νεκρή μουσούδα του να εξέχει στην κορνίζα, περισσότερο θήραμα κυνηγού, με το μαλακό τοπίο, το φιδίσιο δρόμο που ανηφορίζει σε κάτι σαν ακρόπολη, με το φωτεινό γαλάζιο ουρανό και τα συννεφάκια, με τη γιρλάντα τα κλαδιά και τους καρπούς στην κορφή του πίνακα, μ’ όλη αυτή την ελευθερία στη σύνθεση αλλά και στην απόδοση του θέματος να μαρτυρεί, αναλογιζόμουν, την επερχόμενη αμφισβήτηση της δογματικής σκέψης, την αρχή της εμπιστοσύνης στον ορθό λόγο, την έξοδο προς το νεωτερικό κόσμο.
Αλλά δε μου αρέσουν οι εκ του προχείρου επιστημοσύνες. Μιλώ περισσότερο για μια ιδιοσυγκρασιακή εντύπωση: οι εικόνες της Αναγέννησης μου φαίνονται περίπου η απεικόνιση της στιγμής ή της περιόδου που ο προβολέας της Ιστορίας ή της Περιπέτειας του ανθρώπου αποχώρησε από τα μέρη μας, μετακόμισε για δυτικότερα. Είναι, εντούτοις, εικόνες που όταν τις παρατηρώ δεν κάνω συγκρίσεις, δε μεμψιμοιρώ. Αυτή είναι η φύση του πλανήτη, της ζωής. Τίποτε δεν παραμένει σταθερό, αμετάβλητο. Άλλοτε ήταν εδώ ο εν λόγω προβολέας, τώρα εκεί, στο μέλλον παραπέρα.
Άλλο με απασχολεί. Αν δεν είναι πολύ αυθαίρετο να θεωρώ τον Άγιο Γεώργιο του Μαντένια αρχετυπική εικόνα του σημερινού δυτικού ανθρώπου, αυτή η εικόνα γιατί να μην περιέχει και εμένα τον Νεοέλληνα, αν δε με περιέχει πράγματι; Και την κατανοώ, και είναι μέρος της παιδείας μου, και το σημαντικότερο, διεκδικώ καθημερινά αυτή τη στάση και αυτή την ενατένιση απέναντι στον κόσμο. Και, εμπάση περιπτώσει, αν δεν είμαι ένας δυτικός, τότε ποιος είναι ο σύγχρονος δυτικός ή ποια η δύση; Όσο προσπαθώ από χρόνια δε βρίσκω άλλη ουσιαστική διαφορά ανάμεσα σ’ εμάς και τους Δυτικοευρωπαίους πέρα από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα όρια του ιδιωτικού (του ατόμου και της αντίληψης των συμφερόντων του) σε αντιδιαστολή με το δημόσιο (συλλογικούς θεσμούς και κράτος). Δε θα σταθώ στις θεολογικού τύπου αναλύσεις των νεορθόδοξων. Κατέληξαν ρητορείες, νομίζω, και τα περί καθ’ ημάς ανατολής, εντέλει, ακόμα ένα άλλοθι για την αντιδραστική αδράνεια.
Ποιοι είμαστε τελικά οι Νεοέλληνες; Γιατί αρκετοί από μας θυμίζουν ή νιώθουν εγκλωβισμένοι φραγκολεβαντίνοι (ο όρος είναι μειωτικός, δε μου διαφεύγει) σε μονίμως υπανάπτυκτη βαλκανική χώρα;
Δε γνωρίζω σε ποιο βαθμό θρησκευτικές ή άλλες πολιτιστικές ιδιαιτερότητες μπορούν να καταστήσουν κάποιον στο μεδούλι του μη δυτικό (και ο μη δυτικός, άραγε, πώς ονομάζεται σήμερα;), πάντως δεν πρέπει να είναι αυτή η περίπτωσή μας. Το αποδεικνύουν, νομίζω, οι Έλληνες μετανάστες σε δυτική Ευρώπη και ΗΠΑ, με το ίδιο με εμάς πολιτιστικό φορτίο (θρησκεία, παράδοση κ.τ.ό.), και παρ’ όλ’ αυτά ενίοτε εξαιρετικά διακεκριμένοι στις κοινωνίες υποδοχής, συχνά και οι πρώτης γενιάς.
Παράδοξο και αντίφαση μαζί: πώς γίνεται οι Έλληνες να είμαστε δυνάμει δυτικοί πολίτες, αλλά να ζούμε σε μια ιστορική συνθήκη πεισματικά «εν μέρει μόνο δυτική»; Οι Έλληνες δυτικοί, η Ελλάδα όχι; Αντί γι’ απάντηση (η οποία θα με οδηγούσε στις εκ του προχείρου επιστημοσύνες), θα δώσω δύο παραδείγματα, που νομίζω περιγράφουν, ίσως και απαντούν στα ερωτήματα.
Στο πρώτο, Ελληνοαμερικάνος, ακόμα όχι πλήρως πολιτογραφημένος στη νέα του πατρίδα, έχει επιστρέψει στην Ελλάδα για διακοπές, έχει απλώσει την αρίδα στην αυλή φίλου, κοιτάζει το κηπάριο, το φράκτη, τις πλάκες στο πεζοδρόμιο, το δέντρο που μαζί με τις υπόλοιπες αυθαιρεσίες αποφάσισε να το αλλάξει και αυτό ο φίλος του, γιατί δεν του άρεσε να είναι όπως τα υπόλοιπα της δεντροστοιχίας, δε συμφωνούσε με την επιλογή από την αρμόδια υπηρεσία του δήμου. «Ρε συ», λέει ύστερα από βαθύ αναστεναγμό ο Ελληνοαμερικάνος, «η Ελλάδα είναι η καλύτερη δημοκρατία του κόσμου! Στην Αμερική, αλίμονό σου, αν δεν κουρέψεις το γκαζόν, τρως πρόστιμο. Ούτε τη μάντρα σου δεν μπορείς να φτιάξεις όπως γουστάρεις! Μιλάμε, νόμοι για τα πάντα!»
Στο δεύτερο, σαραντάρης, εγκαταστημένος από χρόνια στην Αγγλία, μου εκμυστηρευόταν τις προάλλες ότι πήρε την αγγλική υπηκοότητα αλλά δε θέλει να το μάθουν οι δικοί του, -πάντοτε ελπίζουν ότι θα επιστρέψει-, «Αν εξαιρέσω το κλίμα και δυο τρεις ανθρώπους που καμιά φορά μού λείπουν, να γυρίσω γιατί; Εκεί υπάρχει κράτος, ξέρεις επιτρέπεται αυτό, δεν επιτρέπεται εκείνο, οι νόμοι είναι αυτοί, είναι σαφείς, το κυριότερο, εφαρμόσιμοι. Κάνεις τη δουλειά σου, είσαι σωστός, και από κει και πέρα έχεις τη δυνατότητα να ζεις με αξιοπρέπεια. Κανένας κερατάς, γιατί ξύπνησε στραβά ή δεν ξέρω για ποιο λόγο, δε θα σε προσβάλει. Κανένας! Κάθε φορά που γυρνάω στην Ελλάδα, ειλικρινά, απορώ πώς βρέθηκε αυτή η χώρα στην Ένωση. Μόνο για τους αρχαίους Έλληνες; Είναι δυνατόν;»
Στο τρέχον τεύχος 104 του Εντευκτηρίου προδημοσιεύεται (με τον αυτοτελή τίτλο "Το θάρρος των αισθημάτων") απόσπασμα από τη νουβέλα μου "Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα"/ υπό έκδοση από Το Ροδακιό.