Λογοτεχνία
Athens Voice, 10-7-2014.
Θα πρέπει να ήμουν προσχολικής ηλικίας και πάντως όχι μεγαλύτερος από έξι ή επτά χρόνων στην ανάμνηση με τη γιαγιά μου να μου διαβάζει παραμύθια. Άκουγα με έξαψη, τηρουμένων των αναλογιών σε κατάσταση υψηλής έξαρσης, άνθρωποι, εικόνες, συμβάντα τρέχανε στο μυαλό μου, εκείνη διάβαζε από το ολιγοσέλιδο τεύχος, μέσα μου αντίθετα στήνονταν ολόκληρες υπερπαραγωγές, τα μύρια όσα. Αυτά τα τευχίδια πρέπει να τα προμηθευόταν από το πρακτορείο των εφημερίδων απέναντι από το εμπορικό του παππού, ήτανε πολύ φτηνές εκδόσεις, δίχως καν σκληρό εξώφυλλο, μόνο με ένα υποτυπώδες σχέδιο και γράμματα του τίτλου σαν καλλιγραφικά ιδιόχειρα, στο εσωτερικό πυκνότατα τυπωμένες σελίδες, με μεγάλες παραγράφους, χωρίς κενά, ψιλό χαρτί, να φεγγρίζουν κάτω από τις αράδες τα στοιχεία της πίσω σελίδας.
Θυμήθηκα και τη γιαγιά και τα παραμύθια της και το να περιεργάζομαι έπειτα ένα απ’ αυτά τα φυλλάδια όπως ένα μηχανολογικό εξάρτημα, απορημένος από πού ξεπηδούσαν όλα εκείνα τα θαυμαστά, που ήτανε μόνο γράμματα, συνεχές κείμενο, τα θυμήθηκα εξιχνιάζοντας μερικές από τις τωρινές συγγραφικές εμμονές μου: το γιατί μ’ αρέσουν οι μεγάλες παράγραφοι, γιατί απεχθάνομαι το κενό ανάμεσά τους, ότι παρά τις σπουδές, παρά την όποια κατάρτισή μου, παραμένει το ισχυρότερο κριτήριό μου για ένα κείμενο το πόσο γρήγορα, ύστερα από πόσες αράδες, βία μερικές σελίδες, αυτό που διαβάζω παύει να είναι τυπογραφικά στοιχεία στο χαρτί ή στην οθόνη, γίνεται εικόνες, κόσμοι, μορφές.
Από τον Όμηρο ως τον Ιωάννου κι από τη Σαπφώ ως τον Σαχτούρη χρειάζονται δυο τρεις γραμμές και η συναρπαστική μετάβαση έχει ήδη συντελεστεί. Πριν από λίγα χρόνια καθίσαμε μ’ έναν φίλο απέναντι από τα ράφια της βιβλιοθήκης του, κατεβάζαμε βιβλία παλιά διαβασμένα, ελέγχαμε την αντοχή τους, το ένα μετά το άλλο τα παρατάγαμε αποκαρδιωμένοι. Εωσότου πιάσαμε τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη, φτάσαμε ως τη σελίδα πενήντα σχεδόν απνευστί και μεταφερμένοι εκεί, στο Μεγάλο Κάστρο του. Πρόσφατα στο λιμάνι του Ηρακλείου έπεσα σε οδική σήμανση «Προς Άγιο Μηνά», στη στιγμή γλίστρησε στη μνήμη μου ο καβαλάρης Άι-Μηνάς του μυθιστορήματος, παραχωρούσαν οι εικόνες μπροστά μου τη θέση τους στις άλλες, τις νοερές, τις πλασμένες από το κείμενο του οιστρήλατου Κρητικού. Η δύναμη της λογοτεχνίας, βέβαια.
Ο λόγος, και όχι μόνο του λογοτέχνη, όταν υπακούει στην ανάγκη της έκφρασης, της σκέψης ή της επικοινωνίας, φέρει όπως λέμε περιεχόμενο, αναγκάζεται να εφεύρει την προσήκουσα στο περιεχόμενο αυτό μορφή. Διαφορετικά, είναι λογής απομιμήσεις ύφους, ιδίως απομιμήσεις αισθημάτων, που συνεπάγονται πόζα και επιτήδευση, τις ποικίλες εκδοχές του στόμφου. Ρητορισμοί, γλωσσικά στερεότυπα, κοινοί τόποι, λεξιθηρία, εύκολα λογοπαίγνια. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που λέμε «πολύ καλό, σαν μεταφρασμένο», που είναι το ίδιο με το «ωραία λουλούδια, σαν ψεύτικα».
Δεν μπορώ να ξεχάσω τον Αύγουστο του 2007 στις πυρκαγιές της Πελοποννήσου, σε μια από τις μεγαλύτερες φυσικές καταστροφές που υπέστη ποτέ η χώρα, με νεκρούς κοντά στους εβδομήντα, χιλιάδες άστεγους, τον πρωθυπουργό Κωστάκη να μιλάει, και μετά τις δυο λέξεις του να μην μπορώ να συγκεντρωθώ στα λεγόμενά του, να αφαιρούμαι, κι ύστερα, επόμενη είδηση, τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γιωργάκη, ετούτος με το σακάκι στον ώμο, να διαγράφεται το μεσήλικο fit κορμί, εδώ αρκούσε και μόνο το βλέμμα του, καν να προφέρει μία λέξη, για να αφαιρεθώ. Μα αν οι ηγέτες αυτής της κοινωνίας μπροστά σε εβδομήντα φέρετρα και με καμένο το Μοριά δεν ήτανε σε θέση να συνταιριάξουν ένα συναίσθημα (τη λύπη) και μία πνευματική κατάσταση (τη σοβαρότητα) με πέντε λέξεις, οι υπόλοιποι γιατί δε βλέπαμε την επερχόμενη χρεωκοπία, μαζί μ’ όλα της τα συμπαρομαρτούντα;
Παρέκκλινα κάπως λόγω θέματος. Ο λόγος που σκέφτομαι τα τευχίδια εκείνα δεν είναι μόνο που πιθανώς υπήρξαν η πρώτη μύησή μου στη λογοτεχνία είναι γι’ ακόμα μια αιτία, λίγο πιο πεζή αυτή. Οι παππούδες που από οικονομική δυσχέρεια μου αγόραζαν τα φτηνά δίχως εικονογράφηση παραμύθια είχαν το πρώτο εργοστάσιο ντομάτας, το πρώτο αυτοκίνητο και το πρώτο ράδιο του νησιού, πτώχευσαν και, παρόλο που ο παππούς δεν έπαψε να καταγίνεται με το εμπόριο, στο τέλος κουτσοζούσαν με μια λειψή σύνταξη από το ταμείο των εμπόρων. Αυτοί ήταν οι δεξιοί παππούδες, η οικογένεια της μάνας μου. Αντίθετα, η άλλη μισή οικογένεια, οι γονείς του πατέρα μου, εκείνοι ήταν αριστεροί, δάσκαλος ο παππούς, παύθηκε από την υπηρεσία του για τους αγώνες και τα ιδεώδη του, αποκαταστάθηκε αργότερα και εντέλει απολάμβανε μια καλή σύνταξη, ήταν οι παππούδες με τα γενναιόδωρα χαρτζιλίκια. Αγαπημένοι στη μνήμη εξίσου και οι τέσσερις, εννοείται.
Και αυτά συνέβαιναν πριν από το 1981, προτού απογίνει ο ιθαγενής «κρατισμός», αλλά και πολύ πριν τη σημερινή μετά τη χρεωκοπία προκλητική κατίσχυσή του. Για να διατηρεί κιόλας το κύρος της η νεοελληνική παγκοσμίως μοναδική δήλωση φθόνου στην κατακλείδα των παραμυθιών: και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! (Το «καλά» και το «καλύτερα» από την άποψη του εν λόγω «κρατισμού», να αποσαφηνίσω.)
Στο άμεσο προσεχές διάστημα θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις «Το Ροδακιό» η νουβέλα μου «Ο Δανιήλ πάει στη θάλασσα».